Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor aztán Dávid halálának ideje közeledett, ezt parancsolta fiának, Salamonnak:1 Επλησιασαν δε αι ημεραι του Δαβιδ να αποθανη? και παρηγγειλε προς τον Σολομωντα τον υιον αυτου, λεγων,
2 »Én immár elmegyek minden földi lény útjára: légy erős és légy férfi.2 Εγω υπαγω την οδον πασης της γης? συ δε ισχυε και εσο ανηρ?
3 Tartsd meg, amivel az Úrnak, Istenednek tartozol, járj az Ő útjain, tartsd meg szertartásait, parancsait, végzéseit s intelmeit, amint meg van írva Mózes törvényében, hogy így boldogulj mindenben, amit cselekszel, s mindenhol, ahova fordulsz,3 και φυλαττε τας εντολας Κυριου του Θεου σου, περιπατων εις τας οδους αυτου, φυλαττων τα διαταγματα αυτου, τα προσταγματα αυτου και τας κρισεις αυτου και τα μαρτυρια αυτου, ως ειναι γεγραμμενον εν τω νομω του Μωυσεως, δια να ευημερης εις παντα οσα πραττεις και πανταχου οπου αν στραφης?
4 az Úr megvalósítsa szavát, amelyet rólam mondott: ‘Ha fiaid megtartják útjukat, s teljes szívükből s teljes lelkükből hűségesen járnak előttem, nem fogy el ivadékod Izrael királyi székéről.’4 δια να στηριξη ο Κυριος τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε περι εμου, λεγων, Εαν οι υιοι σου προσεχωσιν εις την οδον αυτων ωστε να περιπατωσιν ενωπιον μου εν αληθεια, εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, βεβαιως δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ επανωθεν του θρονου του Ισραηλ.
5 Te is tudod, mit cselekedett velem Joáb, Száruja fia, mit cselekedett Izrael seregének két fővezérével, Ábnerrel, Nér fiával és Amászával, Jeter fiával: megölte őket, s mint háborúban, vért ontott békesség idején, s mint csatában, vért hintett derekán levő övére s lábán levő sarujára.5 Και ετι συ εξευρεις οσα εκαμεν εις εμε Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, τι εκαμεν εις τους δυο αρχηγους των στρατευματων του Ισραηλ, εις τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, και εις τον Αμασα τον υιον του Ιεθερ, τους οποιους εφονευσε, και εχυσε το αιμα του πολεμου εν ειρηνη και εβαλε το αιμα του πολεμου εις την ζωνην αυτου, την περι την οσφυν αυτου, και εις τα υποδηματα αυτου τα εις τους ποδας αυτου.
6 Cselekedj tehát bölcsességed szerint, s ne juttasd ősz fejét békességgel az alvilágba.6 Καμε λοιπον κατα την σοφιαν σου, και η πολια αυτου ας μη καταβη εις τον αδην εν ειρηνη.
7 A gileádi Barzilláj fiai iránt azonban légy hálás: asztalodnál egyenek, mert előzékenységet tanúsítottak irántam, amikor Absalom bátyád színe elől menekültem.7 προς τους υιους ομως του Βαρζελλαι του Γαλααδιτου καμε ελεος, και ας ηναι εκ των εσθιοντων επι της τραπεζης σου? διοτι ουτως επλησιασαν προς εμε, οτε εφευγον απο προσωπου του Αβεσσαλωμ του αδελφου σου.
8 Nálad van Szemei is, Jemini fiának, a Bahurimból való Gerának a fia, aki szörnyű átokkal illetett, amikor Mahanaimba mentem, de akinek, mivel lejött elém, amikor átkeltem a Jordánon, megesküdtem az Úrra és azt mondtam: Nem foglak megölni a karddal.8 Και ιδου, μετα σου Σιμει ο υιος του Γηρα, ο Βενιαμιτης, απο Βαουρειμ, οστις με κατηρασθη καταραν οδυνηραν καθ' ην ημεραν επορευομην εις Μαχαναιμ? κατεβη ομως προς απαντησιν μου εις τον Ιορδανην, και ωμοσα προς αυτον εις τον Κυριον, λεγων, Δεν θελω σε θανατωσει δια ρομφαιας.
9 Te azonban ne hagyd őt büntetlenül: bölcs ember vagy, s tudni fogod, mit cselekedj vele, hogy ősz fejét vérrel juttasd az alvilágba.«9 Τωρα λοιπον μη αθωωσης αυτον? διοτι εισαι ανηρ σοφος και εξευρεις τι πρεπει να καμης εις αυτον, και να καταβιβασης την πολιαν αυτου με αιμα εις τον αδην.
10 Dávid aztán aludni tért atyáihoz, s eltemették a Dávid-városban.10 Και εκοιμηθη ο Δαβιδ μετα των πατερων αυτου και εταφη εν τη πολει Δαβιδ.
11 Az idő, amely alatt Dávid Izraelen uralkodott, negyven esztendő volt. Hebronban uralkodott hét esztendeig, Jeruzsálemben harmincháromig.11 Αι ημεραι δε, τας οποιας εβασιλευσεν ο Δαβιδ επι τον Ισραηλ, εγειναν τεσσαρακοντα ετη? επτα ετη εβασιλευσεν εν Χεβρων και τριακοντα τρια εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ.
12 Salamon aztán beült apjának, Dávidnak trónjába, s uralma igen megszilárdult.12 Και εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου Δαβιδ του πατρος αυτου? και εστερεωθη η βασιλεια αυτου σφοδρα.
13 Bement erre Adoniás, Haggit fia, Batsebához, Salamon anyjához. Ez így szólt hozzá: »Békességes-e a jöveteled?« Ő azt felelte neki: »Békességes.«13 Αδωνιας δε ο υιος της Αγγειθ ηλθε προς την Βηθ-σαβεε, την μητερα του Σολομωντος. Η δε ειπεν, Ερχεσαι εν ειρηνη; Και ειπεν, Εν ειρηνη.
14 Majd mondta: »Beszédem volna veled.« Ő azt mondta: »Szólj!« Erre ő14 Επειτα ειπεν, Εχω λογον τινα να ειπω προς σε. Η δε ειπε, Λαλησον.
15 így szólt: »Tudod, hogy az enyém volt a királyság, s egész Izrael engem tett meg királyának, de elkerült tőlem a királyság, s az öcsémé lett, mert az Úr neki rendelte.15 Και ειπε, Συ εξευρεις οτι εις εμε ανηκεν η βασιλεια και εις εμε ειχε στησει πας ο Ισραηλ το προσωπον αυτου, δια να βασιλευσω? η βασιλεια ομως εστραφη και εγεινε του αδελφου μου? διοτι παρα Κυριου εγεινεν εις αυτον?
16 Most azért egy kérésem lenne hozzád, ne szégyenítsd meg arcomat.« Ő azt mondta neki: »Szólj!«16 τωρα λοιπον ζητω μιαν αιτησιν παρα σου? μη αρνηθης ταυτην εις εμε. Η δε ειπε προς αυτον, Λαλει.
17 Erre ő azt mondta: »Kérlek, mondd Salamon királynak (hisz neked nem tagadhat meg semmit sem), hogy adja nekem a sunemi Abiságot feleségül.«17 Και ειπεν, Ειπε, παρακαλω, προς τον Σολομωντα τον βασιλεα, διοτι δεν θελει σοι αρνηθη τουτο, να δωση εις εμε την Αβισαγ την Σουναμιτιν δια γυναικα.
18 Azt mondta erre Batseba: »Jó, majd beszélek érdekedben a királlyal.«18 Και ειπεν η Βηθ-σαβεε, Καλως? εγω θελω λαλησει περι σου προς τον βασιλεα.
19 Elment tehát Batseba Salamon királyhoz, hogy beszéljen vele Adoniás érdekében. A király felkelt, eléje ment, meghajtotta magát előtte, s leült királyi székébe; majd odatettek egy királyi széket a király anyjának, s az leült az ő jobbjára19 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα Σολομωντα, δια να λαληση προς αυτον περι του Αδωνιου. Και εσηκωθη ο βασιλευς εις απαντησιν αυτης και προσεκυνησεν αυτην? επειτα εκαθησεν επι τον θρονον αυτου, και ετεθη θρονος εις την μητερα του βασιλεως? και εκαθησεν εις τα δεξια αυτου.
20 és azt mondta neki: »Egy kis kérésem lenne hozzád, ne szégyenítsd meg arcomat.« Azt mondta erre neki a király: »Kérj, anyám, hisz lehetetlen, hogy elutasítsalak.«20 Και ειπε, Μιαν μικραν αιτησιν ζητω παρα σου? μη αρνηθης ταυτην εις εμε. Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Ζητησον, μητηρ μου? διοτι δεν θελω σοι αρνηθη.
21 Erre ő azt mondta: »Adasd a sunemi Abiságot Adoniás bátyádnak feleségül.«21 Η δε ειπεν, Ας δοθη η Αβισαγ η Σουναμιτις εις τον Αδωνιαν τον αδελφον σου δια γυναικα.
22 Salamon király erre azt felelte az anyjának: »Miért kéred te a sunemi Abiságot Adoniásnak? Kérd neki mindjárt a királyságot, hiszen bátyám, és az ő pártján van Abjatár pap meg Joáb, Száruja fia.«22 Και αποκριθεις ο βασιλευς Σολομων ειπε προς την μητερα αυτου, Και δια τι συ ζητεις την Αβισαγ την Σουναμιτιν δια τον Αδωνιαν; ζητησον δι' αυτον και την βασιλειαν, διοτι ειναι μεγαλητερος μου αδελφος? και δι' αυτον και δια τον Αβιαθαρ τον ιερεα και δια τον Ιωαβ τον υιον της Σερουιας.
23 Majd megesküdött Salamon király az Úrra, ezekkel a szavakkal: »Úgy segéljen engem az Úr most és mindenkor, hogy önnön élete ellen mondta ki Adoniás ezt a dolgot.23 Και ωμοσεν ο βασιλευς Σολομων προς τον Κυριον, λεγων, Ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν ο Αδωνιας δεν ελαλησε τον λογον τουτον κατα της ζωης αυτου?
24 Nos tehát, az Úr életére mondom – aki megerősített és apámnak, Dávidnak királyi székébe helyezett engem, s aki, miként megmondta, házat szerzett nekem –, hogy még ma megölik Adoniást.«24 και τωρα, ζη Κυριος, οστις με εστερεωσε και με εκαθισεν επι του θρονου Δαβιδ του πατρος μου, και οστις εκαμεν εις εμε οικον, καθως υπεσχεθη, σημερον θελει θανατωθη ο Αδωνιας.
25 Tüstént ki is adta Salamon király Benájának, Jojáda fiának a parancsot, s az halálra sújtotta.25 Και εξαπεστειλεν ο βασιλευς Σολομων δια χειρος του Βεναια, υιου του Ιωδαε, και επεσεν επ' αυτον και απεθανε.
26 Abjatár papnak pedig ezt mondta a király: »Eredj Anatótba, a jószágodra, mert bár megérdemelnéd a halált, ma nem öllek meg, mert te hordoztad az Úr Isten ládáját apám, Dávid előtt, s részt vettél mindazon a szenvedésben, amelyet apám szenvedett.«26 προς δε τον Αβιαθαρ τον ιερεα ειπεν ο βασιλευς, Εις Αναθωθ υπαγε, εις τους αγρους σου? διοτι εισαι αξιος θανατου? αλλα την ημεραν ταυτην δεν θελω σε θανατωσει, επειδη εσηκωσας την κιβωτον Κυριου του Θεου εμπροσθεν Δαβιδ του πατρος μου και επειδη εκακοπαθησας εις παντα οσα εκακοπαθησεν ο πατηρ μου.
27 Így távolította el Salamon Abjatárt az Úr papságából, hogy beteljesedjék az Úr szava, amelyet Silóban Héli háza felől mondott.27 Και απεβαλεν ο Σολομων τον Αβιαθαρ απο του να ηναι ιερευς του Κυριου? δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε περι του οικου του Ηλει εν Σηλω.
28 Joábhoz pedig hírnök érkezett. Joáb ugyanis Adoniáshoz hajlott és Salamonhoz nem hajlott. Erre Joáb az Úr sátrába menekült, s megfogta az oltár szarvát.28 Και η φημη ηλθε μεχρι του Ιωαβ? διοτι ο Ιωαβ εκλινεν οπισω του Αδωνιου, αν και δεν εκλινεν οπισω του Αβεσσαλωμ. Και εφυγεν ο Ιωαβ εις την σκηνην του Κυριου και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
29 Jelentették erre Salamon királynak, hogy Joáb az Úr sátrába menekült, s az oltár mellett van. Erre Salamon elküldte Benáját, Jojáda fiát, s megparancsolta: »Eredj, öld meg.«29 Και απηγγελθη προς τον βασιλεα Σολομωντα, Οτι ο Ιωαβ εφυγεν εις την σκηνην του Κυριου? και ιδου, ειναι πλησιον του θυσιαστηριου. Τοτε απεστειλεν ο Σολομων Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε, λεγων, Υπαγε, πεσον επ' αυτον.
30 Elment tehát Benája az Úr sátorához, s azt mondta neki: »Ezt üzeni a király: Gyere ki.« Ő azonban azt mondta: »Nem megyek ki, itt halok meg.« Jelentette Benája a királynak a dolgot, s azt mondta: »Ezt mondta Joáb, s ezt felelte nekem.«30 Και ηλθεν ο Βεναιας εις την σκηνην του Κυριου και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει ο βασιλευς? Εξελθε. Ο δε ειπεν, Ουχι, αλλ' ενταυθα θελω αποθανει. Και ανεφερεν ο Βεναιας αποκρισιν προς τον βασιλεα, λεγων, Ουτως ειπεν ο Ιωαβ και ουτω μοι απεκριθη.
31 Azt mondta erre neki a király: »Tégy, ahogy mondtam: öld meg, s temesd el, s hárítsd el rólam s apám házáról a felelősséget azért az ártatlan vérért, amelyet Joáb kiontott,31 Ο δε βασιλευς ειπε προς αυτον, Καμε ως ειπε, και πεσον επ' αυτον και θαψον αυτον? δια να εξαλειψης το αθωον αιμα, το οποιον εχυσεν ο Ιωαβ, απ' εμου και απο του οικου του πατρος μου?
32 az ő vérét pedig az ő fejére fordítsa az Úr, mert két igaz s nálánál különb embert pusztított el és ölt meg apám, Dávid tudta nélkül a karddal: Ábnert, Nér fiát, Izrael hadvezérét és Amászát, Jeter fiát, Júda hadvezérét.32 και ο Κυριος θελει στρεψει το αιμα αυτου κατα της κεφαλης αυτου, οστις επεσεν επι δυο ανδρας δικαιοτερους και καλητερους παρ' αυτον, και εθανατωσεν αυτους δια ρομφαιας, μη ειδοτος του πατρος μου Δαβιδ, τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, τον αρχιστρατηγον του Ισραηλ, και τον Αμασα τον υιον του Ιεθερ, τον αρχιστρατηγον του Ιουδα?
33 Szálljon tehát vérük Joáb fejére s ivadékainak fejére mindörökre, de Dávidnak és ivadékának, házának és trónjának békessége legyen az Úrtól mindörökre.«33 και θελουσιν επιστρεψει τα αιματα αυτων κατα της κεφαλης του Ιωαβ και κατα της κεφαλης του σπερματος αυτου, εις τον αιωνα? επι δε τον Δαβιδ και επι το σπερμα αυτου και επι τον οικον αυτου και επι τον θρονον αυτου θελει εισθαι ειρηνη παρα Κυριου εως αιωνος.
34 Felment tehát Benája, Jojáda fia, s rárohant és megölte, s eltemettette házában, a pusztában.34 Τοτε ανεβη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε, και επεσεν επ' αυτον και εθανατωσεν αυτον? και εταφη εν τω οικω αυτου εν τη ερημω.
35 Helyébe a király Benáját, Jojáda fiát állította a hadsereg fölé, Abjatár helyébe pedig Szádok papot helyezte.35 Και κατεστησεν ο βασιλευς αντ' αυτου Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε επι του στρατευματος? και Σαδωκ τον ιερεα κατεστησεν ο βασιλευς αντι του Αβιαθαρ.
36 Majd elküldött a király és elhívatta Szemeit és azt mondta neki: »Építs magadnak Jeruzsálemben házat, s lakj ott, s ki ne menj onnan semerre sem,36 Και αποστειλας ο βασιλευς εκαλεσε τον Σιμει και ειπε προς αυτον, Οικοδομησον εις σεαυτον οικον εν Ιερουσαλημ και κατοικει εκει, και μη εξελθης εκειθεν εις ουδεν μερος?
37 mert amely napon kimész és átkelsz a Kedron patakon, tudd meg, hogy halállal lakolsz, s a te fejeden lesz a véred.«37 διοτι καθ' ην ημεραν εξελθης και περασης τον χειμαρρον Κεδρων, εξευρε βεβαιως οτι εξαπαντος θελεις θανατωθη? το αιμα σου θελει εισθαι επι την κεφαλην σου.
38 Azt mondta erre Szemei a királynak: »Jól van. Ahogy uram, a király szólt, úgy fog cselekedni szolgád.« Jeruzsálemben lakott tehát Szemei számos napon át.38 Και ειπεν ο Σιμει προς τον βασιλεα, Καλος ο λογος? καθως ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς, ουτω θελει καμει ο δουλος σου. Και εκαθησεν ο Σιμει εν Ιερουσαλημ ημερας πολλας.
39 Történt azonban három esztendő múlva, hogy Szemei két szolgája elszökött Ákishoz, Maáka fiához, Gát királyához. Amikor hírül vitték Szemeinek, hogy szolgái Gátba mentek,39 Και μετα τρια ετη, δυο εκ των δουλων του Σιμει εδραπετευσαν προς τον Αγχους, υιον του Μααχα, τον βασιλεα της Γαθ? και ανηγγειλαν προς τον Σιμει, λεγοντες, Ιδου, οι δουλοι σου ειναι εν Γαθ.
40 Szemei felkelt, felnyergelte szamarát, s elment Ákishoz Gátba, hogy megkeresse szolgáit, s vissza is hozta őket Gátból.40 Και ο Σιμει εσηκωθη και εστρωσε την ονον αυτου και υπηγεν εις Γαθ προς τον Αγχους, δια να ζητηση τους δουλους αυτου? και υπηγεν ο Σιμει και εφερε τους δουλους αυτου απο Γαθ.
41 Jelentették azonban Salamonnak, hogy Szemei Jeruzsálemből Gátba ment, s visszajött.41 Και απηγγελθη προς τον Σολομωντα, οτι ο Σιμει υπηγεν απο Ιερουσαλημ εις Γαθ και επεστρεψε.
42 Erre elküldött és elhívatta és azt mondta neki: »Nemde, megeskettelek téged az Úrra, s figyelmeztettelek: amely napon kimész, bárhova mész, tudd meg, hogy halállal lakolsz – s te azt felelted nekem: ‘Jó, megértettem.’42 Και αποστειλας ο βασιλευς εκαλεσε τον Σιμει και ειπε προς αυτον, Δεν σε ωρκισα εις τον Κυριον και διεμαρτυρηθην προς σε, λεγων, Εξευρε βεβαιως, οτι καθ' ην ημεραν εξελθης και περιπατησης εξω οπουδηποτε, εξαπαντος θελεις αποθανει; και συ μοι ειπας, Καλος ο λογος, τον οποιον ηκουσα?
43 Miért nem tartottad meg tehát az Úrra tett esküt s azt a parancsot, amelyet parancsoltam neked?«43 δια τι λοιπον δεν εφυλαξας τον ορκον του Κυριου και την προσταγην, την οποιαν προσεταξα εις σε;
44 Majd azt mondta a király Szemeinek: »Te tudod mindazt a gonoszságot – tudatában van annak a szíved –, amelyet Dáviddal, az apámmal műveltél: íme, az Úr visszafordítja gonoszságodat fejedre,44 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Συ εξευρεις ολην την κακιαν, την οποιαν γνωριζει η καρδια σου, τι επραξας εις τον Δαβιδ τον πατερα μου? δια τουτο ο Κυριος εστρεψε την κακιαν σου κατα της κεφαλης σου?
45 de Salamon király áldott lesz, s Dávid trónja állandó lesz az Úr előtt mindörökre.«45 ο δε βασιλευς Σολομων θελει εισθαι ευλογημενος, και ο θρονος του Δαβιδ εστερεωμενος ενωπιον του Κυριου εως αιωνος.
46 Parancsolt tehát a király Benájának, Jojáda fiának, mire az kiment és halálra sújtotta.46 Τοτε ο βασιλευς προσεταξε Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε, οστις εξελθων επεσεν επ' αυτον, και απεθανε. Και η βασιλεια εστερεωθη εν τη χειρι του Σολομωντος.