Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 38


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε?1 Il Signore prese a dire a Giobbe in mezzo all’uragano:
2 Τις ουτος, οστις σκοτιζει την βουλην μου δια λογων ασυνετων;2 «Chi è mai costui che oscura il mio piano
con discorsi da ignorante?
3 Ζωσον ηδη την οσφυν σου ως ανηρ? διοτι θελω σε ερωτησει, και φανερωσον μοι.3 Cingiti i fianchi come un prode:
io t’interrogherò e tu mi istruirai!
4 Που ησο οτε εθεμελιονον την γην; απαγγειλον, εαν εχης συνεσιν.4 Quando ponevo le fondamenta della terra, tu dov’eri?
Dimmelo, se sei tanto intelligente!
5 Τις εθεσε τα μετρα αυτης, εαν εξευρης; η τις ηπλωσε σταθμην επ' αυτην;5 Chi ha fissato le sue dimensioni, se lo sai,
o chi ha teso su di essa la corda per misurare?
6 Επι τινος ειναι εστηριγμενα τα θεμελια αυτης; η τις εθεσε τον ακρογωνιαιον λιθον αυτης,6 Dove sono fissate le sue basi
o chi ha posto la sua pietra angolare,
7 οτε τα αστρα της αυγης εψαλλον ομου και παντες οι υιοι του Θεου ηλαλαζον;7 mentre gioivano in coro le stelle del mattino
e acclamavano tutti i figli di Dio?
8 η τις συνεκλεισε την θαλασσαν με θυρας, οτε εξορμωσα εξηλθεν εκ μητρας;8 Chi ha chiuso tra due porte il mare,
quando usciva impetuoso dal seno materno,
9 οτε περιεβαλον αυτην με νεφελην και με ομιχλην εσπαργανωσα αυτην,9 quando io lo vestivo di nubi
e lo fasciavo di una nuvola oscura,
10 και περιωρισα αυτην δια προσταγματος μου, και εβαλον μοχλους και πυλας,10 quando gli ho fissato un limite,
e gli ho messo chiavistello e due porte
11 και ειπα, Εως αυτου θελεις ερχεσθαι και δεν θελεις υπερβη? και εδω θελει συντριβεσθαι η υπερηφανια των κυματων σου;11 dicendo: “Fin qui giungerai e non oltre
e qui s’infrangerà l’orgoglio delle tue onde”?
12 Προσεταξας συ την πρωιαν επι των ημερων σου; εδειξας εις την αυγην τον τοπον αυτης,12 Da quando vivi, hai mai comandato al mattino
e assegnato il posto all’aurora,
13 δια να πιαση τα εσχατα της γης, ωστε οι κακουργοι να εκτιναχθωσιν απ' αυτης;13 perché afferri la terra per i lembi
e ne scuota via i malvagi,
14 Αυτη μεταμορφουται ως πηλος σφραγιζομενος? και τα παντα παρουσιαζονται ως στολη.14 ed essa prenda forma come creta premuta da sigillo
e si tinga come un vestito,
15 Και το φως των ασεβων αφαιρειται απ' αυτων, ο δε βραχιων των υπερηφανων συντριβεται.15 e sia negata ai malvagi la loro luce
e sia spezzato il braccio che si alza a colpire?
16 Εισηλθες εως των πηγων της θαλασσης; η περιεπατησας εις εξιχνιασιν της αβυσσου;16 Sei mai giunto alle sorgenti del mare
e nel fondo dell’abisso hai tu passeggiato?
17 Ηνοιχθησαν εις σε του θανατου αι πυλαι; η ειδες τας θυρας της σκιας του θανατου;17 Ti sono state svelate le porte della morte
e hai visto le porte dell’ombra tenebrosa?
18 Εγνωρισας το πλατος της γης; απαγγειλον, εαν ενοησας παντα ταυτα.18 Hai tu considerato quanto si estende la terra?
Dillo, se sai tutto questo!
19 Που ειναι η οδος της κατοικιας του φωτος; και του σκοτους, που ειναι ο τοπος αυτου,19 Qual è la strada dove abita la luce
e dove dimorano le tenebre,
20 δια να συλλαβης αυτο εις το οριον αυτου και να γνωρισης τας τριβους της οικιας αυτου;20 perché tu le possa ricondurre dentro i loro confini
e sappia insegnare loro la via di casa?
21 Γνωριζεις αυτο, διοτι τοτε εγεννηθης; η διοτι ο αριθμος των ημερων σου ειναι πολυς;21 Certo, tu lo sai, perché allora eri già nato
e il numero dei tuoi giorni è assai grande!
22 Εισηλθες εις τους θησαυρους της χιονος; η ειδες τους θησαυρους της χαλαζης,22 Sei mai giunto fino ai depositi della neve,
hai mai visto i serbatoi della grandine,
23 τους οποιους φυλαττω δια τον καιρον της θλιψεως δια την ημεραν της μαχης και του πολεμου;23 che io riserbo per l’ora della sciagura,
per il giorno della guerra e della battaglia?
24 Δια τινος οδου διαδιδεται το φως, η ο ανατολικος ανεμος διαχεεται επι την γην;24 Per quali vie si diffonde la luce,
da dove il vento d’oriente invade la terra?
25 Τις ηνοιξε ρυακας δια τας ραγδαιας βροχας, η δρομον δια την αστραπην της βροντης,25 Chi ha scavato canali agli acquazzoni
e una via al lampo tonante,
26 δια να φερη βροχην επι γην ακατοικητον, εις ερημον, οπου ανθρωπος δεν υπαρχει,26 per far piovere anche sopra una terra spopolata,
su un deserto dove non abita nessuno,
27 δια να χορταση την αβατον και ακατοικητον, και να αναβλαστηση τον βλαστον της χλοης;27 per dissetare regioni desolate e squallide
e far sbocciare germogli verdeggianti?
28 Εχει πατερα η βροχη; η τις εγεννησε τας σταγονας της δροσου;28 Ha forse un padre la pioggia?
O chi fa nascere le gocce della rugiada?
29 Απο μητρας τινος εξερχεται ο παγος; και την παχνην του ουρανου, τις εγεννησε;29 Dal qual grembo esce il ghiaccio
e la brina del cielo chi la genera,
30 Τα υδατα σκληρυνονται ως λιθος, και το προσωπον της αβυσσου πηγνυεται.30 quando come pietra le acque si induriscono
e la faccia dell’abisso si raggela?
31 Δυνασαι να δεσμευσης τας γλυκειας επιρροας της Πλειαδος η να λυσης τα δεσμα τον Ωριωνος;31 Puoi tu annodare i legami delle Plèiadi
o sciogliere i vincoli di Orione?
32 Δυνασαι να εκβαλης τα Ζωδια εις τον καιρον αυτων; η δυνασαι να οδηγησης τον Αρκτουρον μετα των υιων αυτου;32 Puoi tu far spuntare a suo tempo le costellazioni
o guidare l’Orsa insieme con i suoi figli?
33 Γνωριζεις τους νομους του ουρανου; δυνασαι να διαταξης τας επιρροας αυτου επι την γην;33 Conosci tu le leggi del cielo
o ne applichi le norme sulla terra?
34 Δυνασαι να υψωσης την φωνην σου εις τα νεφη, δια να σε σκεπαση αφθονια υδατων;34 Puoi tu alzare la voce fino alle nubi
per farti inondare da una massa d’acqua?
35 Δυνασαι να αποστειλης αστραπας, ωστε να εξελθωσι και να ειπωσι προς σε, Ιδου, ημεις;35 Scagli tu i fulmini ed essi partono
dicendoti: “Eccoci!”?
36 Τις εβαλε σοφιαν εντος του ανθρωπου; η τις εδωκε συνεσιν εις την καρδιαν αυτου;36 Chi mai ha elargito all’ibis la sapienza
o chi ha dato al gallo intelligenza?
37 Τις δυναται να αριθμηση τα νεφη δια σοφιας; η τις δυναται να κενονη τα δοχεια του ουρανου,37 Chi mai è in grado di contare con esattezza le nubi
e chi può riversare gli otri del cielo,
38 δια να χωνευθη το χωμα εις συμπηξιν και οι βωλοι να συγκολλωνται;38 quando la polvere del suolo diventa fango
e le zolle si attaccano insieme?
39 Θελεις κυνηγησει θηραμα δια τον λεοντα; η χορτασει την ορεξιν των σκυμνων,39 Sei forse tu che vai a caccia di preda per la leonessa
e sazi la fame dei leoncelli,
40 οταν κοιτωνται εν τοις σπηλαιοις και καθηνται εις τους κρυπτηρας δια να ενεδρευωσι;40 quando sono accovacciati nelle tane
o stanno in agguato nei nascondigli?
41 Τις ετοιμαζει εις τον κορακα την τροφην αυτου, οταν οι νεοσσοι αυτου κραζωσι προς τον Θεον, περιπλανωμενοι δι' ελλειψιν τροφης;41 Chi prepara al corvo il suo pasto,
quando i suoi piccoli gridano verso Dio
e vagano qua e là per mancanza di cibo?