Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Job 31


font
EL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOSGREEK BIBLE
1 Yo establecí un pacto con mis ojos para no fijar la mirada en ninguna joven.1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου? και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον;
2 Porque ¿cuál es la porción que Dios asigna desde lo alto y la herencia que el Todopoderoso distribuye desde el cielo?2 και τι το μεριδιον παρα Θεου ανωθεν; και η κληρονομια του Παντοδυναμου εκ των υψηλων;
3 ¿No es la ruina para el injusto y el desastre para los que hacen el mal?3 Ουχι αφανισμος δια τον ασεβη; και ταλαιπωρια δια τους εργατας της ανομιας;
4 ¿Acaso él no ve mis caminos y cuenta todos mis pasos?4 δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου;
5 Si caminé al lado de la mentira y mis pies corrieron hacia el engaño,5 Εαν περιεπατησα με ψευδος, η ο πους μου εσπευσεν εις δολον,
6 ¡que Dios me pese en una balanza justa y reconocerá mi integridad!6 ας με ζυγιση δια της σταθμης της δικαιοσυνης και ας γνωριση ο Θεος την ακεραιοτητα μου?
7 Si mi paso se desvió del camino y mi corazón fue detrás de lo que veían mis ojos; si alguna mancha se adhirió a mis manos,7 αν το βημα μου εξετραπη απο της οδου και η καρδια μου επηκολουθησε τους οφθαλμους μου, και αν κηλις προσεκολληθη εις τας χειρας μου?
8 ¡que otro coma lo que yo siembro y mis retoños sean arrancados de raíz!8 να σπειρω, και αλλος να φαγη? και να εκριζωθωσιν οι εκγονοι μου.
9 Si me dejé seducir por alguna mujer o aceché a la puerta de mi vecino,9 Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου,
10 ¡que mi mujer muela el grano para otro y que otros abusen de ella!10 η γυνη μου να αλεση δι' αλλον, και αλλοι να πεσωσιν επ' αυτην.
11 Porque eso sí que es una infamia, un delito reprobado por los jueces;11 Διοτι μιαρον ανομημα τουτο και αμαρτημα καταδικον?
12 es un fuego que devora hasta la Perdición y exterminará de raíz todas mis cosechas.12 διοτι ειναι πυρ κατατρωγον μεχρις αφανισμου, και ηθελεν εκριζωσει παντα τα γεννηματα μου.
13 Si desestimé el derecho de mi esclavo o el de mi servidora, cuando litigaban conmigo,13 Αν κατεφρονησα την κρισιν του δουλου μου η της δουλης μου, οτε διεφεροντο προς εμε,
14 ¿qué haré cuando Dios se levante, qué le replicaré cuando me pida cuenta?14 τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον;
15 El que me hizo a mí, ¿no lo hizo también a él? ¿No es uno mismo el que nos formó en el seno materno?15 Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα;
16 Si rehusé a los pobres lo que ellos deseaban y dejé desfallecer los ojos de la viuda;16 Αν ηρνηθην την επιθυμιαν των πτωχων, η εμαρανα τους οφθαλμους της χηρας,
17 si comí yo solo mi pedazo de pan, sin que el huérfano lo compartiera17 η εφαγον μονος τον αρτον μου, και ο ορφανος δεν εφαγεν εξ αυτου?
18 –yo, que desde mi juventud lo crié como un padre y lo guié desde el vientre de mi madre–18 διοτι ο μεν εκ νεοτητος μου ετρεφετο μετ' εμου, ως μετα πατρος, την δε εκ κοιλιας της μητρος μου ωδηγησα?
19 si vi a un miserable sin ropa o a un indigente sin nada para cubrirse,19 αν ειδον τινα απολλυμενον δι' ελλειψιν ενδυματος η πτωχον χωρις σκεπασματος,
20 y no me bendijeron en lo íntimo de su ser por haberse calentado con el vellón de mis corderos;20 αν οι νεφροι αυτου δεν με ευλογησαν και δεν εθερμανθη με το μαλλιον των προβατων μου,
21 si alcé mi mano contra un huérfano, porque yo contaba con una ayuda en la Puerta,21 αν εσηκωσα την χειρα μου κατα του ορφανου, βλεπων οτι υπερισχυον εν τη πυλη,
22 ¡que mi espada se desprenda del cuello y mi brazo sea arrancado de su juntura!22 να πεση ο βραχιων μου εκ του ωμου, και η χειρ μου να συντριφθη εκ του αγκωνος.
23 Porque el terror de Dios me acarrearía la ruina y no podría resistir ante su majestad.23 Διοτι ο παρα του Θεου ολεθρος ητο εις εμε φρικη και δια την μεγαλειοτητα αυτου δεν ηθελον δυνηθη να ανθεξω.
24 Si deposité mi confianza en el oro y dije al oro fino: «Tú eres mi seguridad»;24 Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου,
25 si me alegré de tener muchas riquezas y de haber adquirido una enorme fortuna;25 αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν,
26 si a la vista del sol resplandeciente y de la luna que pasaba radiante,26 αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης,
27 mi corazón se dejó seducir en secreto y le envié besos con la mano:27 και η καρδια μου εθελχθη κρυφιως, η με το στομα μου εφιλησα την χειρα μου,
28 ¡también eso sería un delito reprobado por los jueces, porque yo habría renegado del Dios de lo alto!28 και τουτο ηθελεν εισθαι ανομημα καταδικον? διοτι ηθελον αρνηθη τον Θεον τον Υψιστον.
29 ¿Acaso me alegré del infortunio de mi enemigo y me regocijé cuando le tocó una desgracia?29 Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον?
30 No, no dejé que mi boca pecara, pidiendo su muerte con una imprecación.30 διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου?
31 ¿No decían los hombres de mi carpa: «¿Hay alguien que no se sació con su carne?».31 αν οι ανθρωποι της σκηνης μου δεν ειπον, τις θελει δειξει ανθρωπον μη χορτασθεντα απο των κρεατων αυτου;
32 Ningún extranjero pasaba la noche afuera, y yo abría mi puerta al caminante.32 Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω? ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον?
33 Si oculté mis transgresiones como un hombre cualquiera, escondiendo mi culpa en mi pecho,33 αν εσκεπασα την παραβασιν μου ως ο Αδαμ, κρυπτων την ανομιαν μου εν τω κολπω μου?
34 porque temía el murmullo de la gente o me asustaba el desprecio de mis parientes, y me quedaba en silencio, sin salir a la puerta...34 διοτι μηπως εφοβουμην μεγα πληθος, η με ετρομαζεν η καταφρονησις των οικογενειων, ωστε να σιωπησω και να μη εκβω εκ της θυρας;
35 ¡Ah, si alguien quisiera escucharme! Aquí está mi firma: ¡que el Todopoderoso me responda! En cuanto al documento que escriba mi oponente,35 Ω να ητο τις να με ηκουεν. Ιδου, η επιθυμια μου ειναι να απεκρινετο ο Παντοδυναμος εις εμε, και ο αντιδικος μου να εγραφε βιβλιον.
36 yo lo llevaré sobre mis espaldas, y me lo ceñiré como una corona.36 Βεβαιως ηθελον βαστασει αυτο επι του ωμου μου, ηθελον περιδεσει αυτο στεφανον επ' εμε?
37 Sí, le manifestaré cada uno de mis pasos; como un príncipe, me acercaré hasta él.37 ηθελον φανερωσει προς αυτον τον αριθμον των βηματων μου? ως αρχων ηθελον πλησιασει εις αυτον.
38 Si mi tierra gritó venganza contra mí y también sus surcos derramaron lágrimas;38 Αν ο αγρος μου καταβοα εναντιον μου και κλαιωσιν ομου οι αυλακες αυτου,
39 si comí sus frutos sin pagar y extorsioné a sus propietarios,39 αν εφαγον τον καρπον αυτον χωρις μισθον, η εκαμον να εκβη η ψυχη των γεωργων αυτου,
40 ¡que en lugar de trigo salgan espinas, y en vez de cebada, ortigas punzantes!40 Ας φυτρωσωσι τριβολοι αντι σιτου και ζιζανια αντι κριθης. Ετελειωσαν οι λογοι του Ιωβ.