Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Gioele 1


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Parola del Signore, rivolta a Gioele figlio di Petuèl.

1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιωηλ τον υιον του Φαθουηλ.
2 Udite questo, anziani,
porgete l'orecchio, voi tutti abitanti della regione.
Accadde mai cosa simile ai giorni vostri
o ai giorni dei vostri padri?
2 Ακουσατε τουτο, οι πρεσβυτεροι, και δοτε ακροασιν, παντες οι κατοικουντες την γην? εγεινε τουτο εν ταις ημεραις υμων η εν ταις ημεραις των πατερων υμων;
3 Raccontatelo ai vostri figli
e i figli vostri ai loro figli
e i loro figli alla generazione seguente.
3 Διηγηθητε προς τα τεκνα σας περι τουτου και τα τεκνα σας προς τα τεκνα αυτων και τα τεκνα αυτων προς αλλην γενεαν.
4 L'avanzo della cavalletta l'ha divorato la locusta,
l'avanzo della locusta l'ha divorato il bruco,
l'avanzo del bruco l'ha divorato il grillo.
4 Ο, τι αφηκεν η καμπη, κατεφαγεν η ακρις? και ο, τι αφηκεν η ακρις, κατεφαγεν ο βρουχος? και ο, τι αφηκεν ο βρουχος, κατεφαγεν η ερυσιβη.
5 Svegliatevi, ubriachi, e piangete,
voi tutti che bevete vino, urlate
per il vino nuovo che vi è tolto di bocca.
5 Ανανηψατε, μεθυσοι, και κλαυσατε, και ολολυξατε, παντες οι οινοποται, δια τον νεον οινον? διοτι αφηρεθη απο του στοματος σας.
6 Poiché è venuta contro il mio paese
una nazione potente, senza numero,
che ha denti di leone, mascelle di leonessa.
6 Επειδη εθνος ανεβη επι την γην μου, ισχυρον και αναριθμητον, του οποιου οι οδοντες ειναι οδοντες λεοντος, και εχει μυλοδοντας σκυμνου.
7 Ha fatto delle mie viti una desolazione
e tronconi delle piante di fico;
li ha tutti scortecciati e abbandonati,
i loro rami appaiono bianchi.
7 Εθεσε την αμπελον μου εις αφανισμον και τας συκας μου εις θραυσιν? ολως εξελεπισεν αυτην και απερριψε? τα κληματα αυτης εμειναν λευκα.
8 Piangi, come una vergine che si è cinta di sacco
per il fidanzato della sua giovinezza.
8 Θρηνησον ως νυμφη περιεζωσμενη σακκον δια τον ανδρα της νεοτητος αυτης.
9 Sono scomparse offerta e libazione
dalla casa del Signore;
fanno lutto i sacerdoti, ministri del Signore.
9 Η προσφορα και η σπονδη αφηρεθη απο του οικου του Κυριου? πενθουσιν οι ιερεις, οι λειτουργοι του Κυριου.
10 Devastata è la campagna,
piange la terra,
perché il grano è devastato,
è venuto a mancare il vino nuovo,
è esaurito il succo dell'olivo.
10 Ηρημωθη η πεδιας, πενθει η γη? διοτι ηφανισθη ο σιτος, εξηρανθη ο νεος οινος, εξελιπε το ελαιον.
11 Affliggetevi, contadini,
alzate lamenti, vignaiuoli,
per il grano e per l'orzo,
perché il raccolto dei campi è perduto.
11 Αισχυνθητε, γεωργοι? ολολυξατε, αμπελουργοι, δια τον σιτον και δια την κριθην? διοτι ο θερισμος του αγρου απωλεσθη.
12 La vite è seccata,
il fico inaridito,
il melograno, la palma, il melo,
tutti gli alberi dei campi sono secchi,
è inaridita la gioia tra i figli dell'uomo.

12 Η αμπελος εξηρανθη και η συκη εξελιπεν? η ροιδια και ο φοινιξ και η μηλεα, παντα τα δενδρα του αγρου εξηρανθησαν, ωστε εξελιπεν η χαρα απο των υιων των ανθρωπων.
13 Cingete il cilicio e piangete, o sacerdoti,
urlate, ministri dell'altare,
venite, vegliate vestiti di sacco,
ministri del mio Dio,
poiché priva d'offerta e libazione
è la casa del vostro Dio.
13 Περιζωσθητε και θρηνειτε, ιερεις? ολολυζετε, λειτουργοι του θυσιαστηριου? ελθετε, διανυκτερευσατε εν σακκω, λειτουργοι του Θεου μου? διοτι η προσφορα και η σπονδη επαυθη απο του οικου του Θεου σας.
14 Proclamate un digiuno,
convocate un'assemblea,
adunate gli anziani
e tutti gli abitanti della regione
nella casa del Signore vostro Dio,
e gridate al Signore:
14 Αγιασατε νηστειαν, κηρυξατε συναξιν επισημον, συναξατε τους πρεσβυτερους, παντας τους κατοικους του τοπου, εις τον οικον Κυριου του Θεου σας? και βοησατε προς τον Κυριον,
15 Ahimè, quel giorno!
È infatti vicino il giorno del Signore
e viene come uno sterminio dall'Onnipotente.
15 Οιμοι δια την ημεραν εκεινην? διοτι η ημερα του Κυριου επλησιασε και θελει ελθει ως ολεθρος απο του Παντοδυναμου.
16 Non è forse scomparso il cibo
davanti ai nostri occhi
e la letizia e la gioia
dalla casa del nostro Dio?
16 Δεν αφηρεθησαν αι τροφαι απ' εμπροσθεν των οφθαλμων ημων, η ευφροσυνη και η χαρα απο του οικου του Θεου ημων;
17 Sono marciti i semi
sotto le loro zolle,
i granai sono vuoti,
distrutti i magazzini,
perché è venuto a mancare il grano.
17 Οι σποροι φθειρονται υπο τους βωλους αυτων, αι σιτοθηκαι ηρημωθησαν, αι αποθηκαι εχαλασθησαν? διοτι ο σιτος εξηρανθη.
18 Come geme il bestiame!
Vanno errando le mandrie dei buoi,
perché non hanno più pascoli;
anche i greggi di pecore vanno in rovina.
18 Πως στεναζουσι τα κτηνη? αδημονουσιν αι αγελαι των βοων, διοτι δεν εχουσι βοσκην? ναι, τα ποιμνια των προβατων ηφανισθησαν.
19 A te, Signore, io grido
perché il fuoco ha divorato
i pascoli della steppa
e la vampa ha bruciato
tutti gli alberi della campagna.
19 Κυριε, προς σε θελω βοησει? διοτι το πυρ κατηναλωσε τας βοσκας της ερημου και η φλοξ κατεκαυσε παντα τα δενδρα του αγρου.
20 Anche le bestie della terra
sospirano a te,
perché sono secchi i corsi d'acqua
e il fuoco ha divorato i pascoli della steppa.
20 Τα κτηνη ετι της πεδιαδος χασκουσι προς σε? διοτι εξηρανθησαν οι ρυακες των υδατων και πυρ κατεφαγε τας βοσκας της ερημου.