Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Evangélium János szerint 9


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor továbbment, látott egy vakon született embert.1 Και ενω ανεχωρει, ειδεν ανθρωπον τυφλον εκ γενετης.
2 Tanítványai megkérdezték őt: »Mester, ki vétkezett, ő vagy a szülei, hogy vakon született?«2 Και ηρωτησαν αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ραββι, τις ημαρτεν, ουτος η οι γονεις αυτου, ωστε να γεννηθη τυφλος;
3 Jézus azt felelte: »Sem ő nem vétkezett, sem a szülei, hanem Isten tetteinek kell megnyilvánulniuk benne.3 Απεκριθη ο Ιησους? Ουτε ουτος ημαρτεν ουτε οι γονεις αυτου, αλλα δια να φανερωθωσι τα εργα του Θεου εν αυτω.
4 Nekünk annak tetteit kell cselekednünk, aki engem küldött, míg nappal van. Eljön az éjszaka, amikor senki sem munkálkodhat.4 Εγω πρεπει να εργαζωμαι τα εργα του πεμψαντος με, εωσου ειναι ημερα? ερχεται νυξ οτε ουδεις δυναται να εργαζηται.
5 Amíg a világban vagyok, világossága vagyok a világnak.«5 Ενοσω ειμαι εν τω κοσμω, ειμαι φως του κοσμου.
6 Miután ezeket mondta, földre köpött, sarat csinált a nyálból, a sarat a vak szemére kente,6 Αφου ειπε ταυτα, επτυσε χαμαι και εκαμε πηλον εκ του πτυσματος και επεχρισε τον πηλον επι τους οφθαλμους του τυφλου
7 és azt mondta neki: »Eredj, mosakodj meg a Síloe tavában!« Ez küldöttet jelent. Elment tehát, megmosdott, és ép szemmel tért vissza.7 και ειπε προς αυτον? Υπαγε, νιφθητι εις την κολυμβηθραν του Σιλωαμ, το οποιον ερμηνευεται απεσταλμενος. Υπηγε λοιπον και ενιφθη, και ηλθε βλεπων.
8 Ezért a szomszédok és akik azelőtt látták őt mint koldust, azt kérdezték: »Nem ő az, aki itt ült és koldult?« Egyesek azt mondták: »Ő az.«8 Οι δε γειτονες και οσοι εβλεπον αυτον προτερον οτι ητο τυφλος ελεγον δεν ειναι ουτος, οστις εκαθητο και εζητει;
9 Mások így szóltak: »Nem, csak hasonlít rá.« Ő azonban kijelentette: »Én vagyok az.«9 Αλλοι ελεγον οτι ουτος ειναι? αλλοι δε οτι ομοιος αυτου ειναι. Εκεινος ελεγεν οτι εγω ειμαι.
10 Erre megkérdezték tőle: »Hogyan nyíltak meg a szemeid?«10 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Πως ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι σου;
11 Azt felelte: »Az az ember, akit Jézusnak hívnak, sarat csinált, megkente a szemeimet, és azt mondta nekem: ‘Menj a Síloe tavához, és mosakodj meg.’ Elmentem tehát, megmosdottam, és látok.«11 Απεκριθη εκεινος και ειπεν? Ανθρωπος λεγομενος Ιησους εκαμε πηλον και επεχρισε τους οφθαλμους μου και μοι ειπεν? Υπαγε εις την κολυμβηθραν του Σιλωαμ και νιφθητι? αφου δε υπηγα και ενιφθην, ανεβλεψα.
12 Azok megkérdezték tőle: »Hol van ő?« Ő azt felelte: »Nem tudom.«12 Ειπον λοιπον προς αυτον? Που ειναι εκεινος; Λεγει? Δεν εξευρω.
13 Ekkor elvitték a farizeusokhoz azt, aki előbb vak volt.13 Φερουσιν αυτον τον ποτε τυφλον προς τους Φαρισαιους.
14 Azon a napon pedig, amikor Jézus a sarat csinálta és megnyitotta szemeit, szombat volt.14 Ητο δε σαββατον, οτε εκαμε τον πηλον ο Ιησους και ηνοιξε τους οφθαλμους αυτου.
15 Ismét megkérdezték tehát tőle a farizeusok is, hogy hogyan nyerte vissza a szeme világát. Ő azt felelte: »Sarat tett a szemeimre, megmosdottam, és látok.«15 Παλιν λοιπον ηρωτων αυτον και οι Φαρισαιοι πως ανεβλεψε. Και εκεινος ειπε προς αυτους? Πηλον εβαλεν επι τους οφθαλμους μου, και ενιφθην, και βλεπω.
16 Azt mondták erre néhányan a farizeusok közül: »Nem Istentől való ez az ember, aki a szombatot nem tartja meg!« Mások azt mondták: »Hogyan cselekedhet bűnös ember ilyen csodajeleket?« És szakadás támadt köztük.16 Ελεγον λοιπον τινες εκ των Φαρισαιων? Ουτος ο ανθρωπος δεν ειναι παρα του Θεου, διοτι δεν φυλαττει το σαββατον. Αλλοι ελεγον? Πως δυναται ανθρωπος αμαρτωλος να καμνη τοιαυτα θαυματα; Και ητο σχισμα μεταξυ αυτων.
17 Erre ismét megkérdezték a vaktól: »Te mit gondolsz róla, hisz megnyitotta szemeidet?« Ő pedig azt felelte: »Próféta!«17 Λεγουσι παλιν προς τον τυφλον? Συ τι λεγεις περι αυτου, επειδη ηνοιξε τους οφθαλμους σου; Και εκεινος ειπεν οτι προφητης ειναι.
18 A zsidók azonban nem hitték el róla, hogy vak volt, és visszatért a látása, amíg elő nem hívták a most már ép szemű ember szüleit.18 Δεν επιστευσαν λοιπον οι Ιουδαιοι περι αυτου οτι ητο τυφλος και ανεβλεψεν, εως οτου εφωναξαν τους γονεις αυτου του αναβλεψαντος
19 Megkérdezték őket: »A ti fiatok ez, s azt mondjátok róla, hogy vakon született? Most hogyan lát tehát?«19 και ηρωτησαν αυτους, λεγοντες? Ουτος ειναι ο υιος σας, τον οποιον σεις λεγετε οτι εγεννηθη τυφλος; πως λοιπον βλεπει τωρα;
20 A szülei azt felelték: »Azt tudjuk, hogy ez a mi fiunk, és hogy vakon született.20 Απεκριθησαν προς αυτους οι γονεις αυτου και ειπον? Εξευρομεν οτι ουτος ειναι ο υιος ημων και οτι εγεννηθη τυφλος?
21 De hogy most miképpen lát, nem tudjuk, és hogy ki nyitotta meg szemét, azt sem tudjuk. Kérdezzétek őt, megvan a kora, majd ő beszél magáról.«21 Πως δε βλεπει τωρα δεν εξευρομεν, η τις ηνοιξε τους οφθαλμους αυτου ημεις δεν εξευρομεν? αυτος ηλικιαν εχει, αυτον ερωτησατε, αυτος περι εαυτου θελει λαλησει.
22 Ezt azért mondták a szülei, mert féltek a zsidóktól, mivel már elhatározták a zsidók, hogy ha valaki Krisztusnak vallja őt, ki kell zárni a zsinagógából.22 Ταυτα ειπον οι γονεις αυτου, διοτι εφοβουντο τους Ιουδαιους? επειδη ηδη ειχον συμφωνησει οι Ιουδαιοι, εαν τις ομολογηση αυτον Χριστον, να γεινη αποσυναγωγος.
23 Ezért mondták a szülei: »Megvan a kora, őt kérdezzétek.«23 Δια τουτο οι γονεις αυτου ειπον οτι ηλικιαν εχει, αυτον ερωτησατε.
24 Másodszor is előhívták tehát az embert, aki vak volt, és azt mondták neki: »Adj dicsőséget Istennek! Mi tudjuk, hogy ez az ember bűnös.«24 Εφωναξαν λοιπον εκ δευτερου τον ανθρωπον, οστις ητο τυφλος, και ειπον προς αυτον? Δοξασον τον Θεον? ημεις εξευρομεν οτι ο ανθρωπος ουτος ειναι αμαρτωλος.
25 Ő azt felelte: »Hogy bűnös-e, nem tudom. Egyet tudok: hogy vak voltam, és most látok.«25 Απεκριθη λοιπον εκεινος και ειπεν? Αν ηναι αμαρτωλος δεν εξευρω? εν εξευρω, οτι ημην τυφλος και τωρα βλεπω.
26 Erre megkérdezték tőle: »Mit csinált veled? Hogyan nyitotta meg a szemedet?«26 Ειπον δε προς αυτον παλιν? τι σοι εκαμε; πως ηνοιξε τους οφθαλμους σου;
27 Az azt felelte nekik: »Megmondtam már nektek, de nem hallgattátok meg. Miért akarjátok újra hallani? Csak nem akartok ti is a tanítványai lenni?«27 Απεκριθη προς αυτους? Σας ειπον ηδη, και δεν ηκουσατε? δια τι παλιν θελετε να ακουητε; μηπως και σεις θελετε να γεινητε μαθηται αυτου;
28 Erre megátkozták őt, és azt mondták: »Te vagy az ő tanítványa, mi Mózes tanítványai vagyunk.28 Ελοιδορησαν λοιπον αυτον και ειπον? Συ εισαι μαθητης εκεινου? ημεις δε του Μωυσεως ειμεθα μαθηται.
29 Mi tudjuk, hogy Mózeshez szólt az Isten, ezt pedig nem tudjuk, honnan van.«29 ημεις εξευρομεν οτι προς τον Μωυσην ελαλησεν ο Θεος? τουτον ομως δεν εξευρομεν ποθεν ειναι.
30 Az ember erre azt felelte: »Éppen az a csodálatos, hogy ti nem tudjátok, honnan való, nekem pedig megnyitotta a szemeimet.30 Απεκριθη ο ανθρωπος και ειπε προς αυτους? Εν τουτω μαλιστα ειναι το θαυμαστον, οτι σεις δεν εξευρετε ποθεν ειναι, και ηνοιξε μου τους οφθαλμους.
31 Tudjuk, hogy Isten a bűnösöket nem hallgatja meg, de aki istenfélő, és megteszi az ő akaratát, azt meghallgatja.31 Εξευρομεν δε οτι αμαρτωλους ο Θεος δεν ακουει, αλλ' εαν τις ηναι βεοσεβης και καμνη το θελημα αυτου, τουτον ακουει.
32 Mióta a világ áll, soha nem lehetett hallani, hogy valaki megnyitotta volna egy vakon született szemeit.32 Εκ του αιωνος δεν ηκουσθη οτι ηνοιξε τις οφθαλμους γεγεννημενου τυφλου.
33 Ha ő nem Istentől való volna, nem tehetett volna semmit.«33 Εαν ουτος δεν ητο παρα Θεου, δεν ηδυνατο να καμη ουδεν.
34 Azok azt felelték neki: »Mindenestől bűnben születtél, és te oktatsz minket?« És kidobták őt.34 Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον? Συ εγεννηθης ολος εν αμαρτιαις, και συ διδασκεις ημας; και εξεβαλον αυτον εξω.
35 Jézus meghallotta, hogy kidobták, és amikor találkozott vele, megkérdezte tőle: »Hiszel-e az Emberfiában?«35 Ηκουσεν ο Ιησους οτι εξεβαλον αυτον εξω, και ευρων αυτον ειπε προς αυτον? Συ πιστευεις εις τον Υιον του Θεου;
36 Az így felelt: »Ki az, Uram, hogy higgyek benne?«36 Απεκριθη εκεινος και ειπε? Τις ειναι, Κυριε, δια να πιστευσω εις αυτον;
37 Jézus azt mondta neki: »Hiszen láttad őt: ő az, aki veled beszél.«37 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Και ειδες αυτον και ο λαλων μετα σου εκεινος ειναι.
38 Erre az így szólt: »Hiszek Uram!« És leborult előtte.38 Ο δε ειπε? Πιστευω, Κυριε? και προσεκυνησεν αυτον.
39 Akkor Jézus ezt mondta: »Ítélkezni jöttem erre a világra, hogy akik nem látnak, lássanak, és akik látnak, vakká legyenek.«39 Και ειπεν ο Ιησους? Εγω δια κρισιν ηλθον εις τον κοσμον τουτον, δια να βλεπωσιν οι μη βλεποντες και να γεινωσι τυφλοι οι βλεποντες.
40 A farizeusok közül, akik vele voltak, néhányan hallották ezt, és azt mondták neki: »Csak nem vagyunk mi is vakok?«40 Και ηκουσαν ταυτα οσοι εκ των Φαρισαιων ησαν μετ' αυτου, και ειπον προς αυτον? Μηπως και ημεις ειμεθα τυφλοι;
41 Jézus ezt válaszolta: »Ha vakok volnátok, nem volna bűnötök. Ti azonban azt mondjátok most: ‘Látunk.’ Ezért megmarad a bűnötök.«41 Ειπε προς αυτους ο Ιησους? Εαν ησθε τυφλοι, δεν ηθελετε εχει αμαρτιαν? τωρα ομως λεγετε οτι βλεπομεν? η αμαρτια σας λοιπον μενει.