Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Jeremiás siralmai 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Milyen sötétbe borította haragjában Sion leányát az Úr! Az égből a földre vetette Izrael ékességét, és nem emlékezett lába zsámolyára haragjának napján.1 Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου
2 Elpusztította az Úr kíméletlenül Jákob minden lakóhelyét; lerombolta haragjában Júda leányának erődítményeit. Földre sújtotta, beszennyezte a királyságot és fejedelmeit.2 Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη? κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα? κατηδαφισεν αυτα? εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.
3 Letörte izzó haragjában Izrael minden szarvát; visszavonta jobbját az ellenség előtt. Égett Jákobban, mint lángoló tűz, emésztette körös-körül.3 Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ? εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου? και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.
4 Megfeszítette íját, mint ellenség, előállt, mint ellenfél, és jobbjával megölt mindent, ami drága a szemnek. Sion leányának a sátrában tűzként öntötte ki haragját.4 Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων? εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.
5 Olyan volt az Úr, mint ellenség, elpusztította Izraelt; elpusztította minden palotáját, tönkretette erődítményeit. Megsokasította Júda leányában a szomorúságot és szomorkodást.5 Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ? κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου? ηφανισε τα οχυρωματα αυτου? και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.
6 Szétrombolta sövényét, mint kertet, tönkretette ünnepi gyülekezőhelyét; elfeledtetett az Úr Sionban ünnepet és szombatot, s elvetett bosszús haragjában királyt és papot.6 Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου? κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου? ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.
7 Eltaszította oltárát az Úr, meggyalázta szentélyét; ellenség kezébe adta palotáinak falait, s azok hangoskodtak az Úr házában, mint ünnepnapon.7 Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου? συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης? ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.
8 Elhatározta az Úr, hogy elpusztítja Sion leányának várfalát; kifeszítette a mérőzsinórt, nem vonta vissza kezét a pusztítástól. Gyászba borított bástyát és falat, együtt hervadoznak.8 Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων? εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος? τα παντα ητονησαν ομου.
9 A földbe süllyedtek kapui, elpusztította és összetörte zárait. Királya és fejedelmei a nemzetek közt vannak, nincs többé törvény, és prófétái sem kapnak látomást az Úrtól.9 Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην? ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης? ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι? νομος δεν υπαρχει? ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.
10 A földön ülnek némán Sion leányának vénei; port hintettek a fejükre, zsákruhába öltöztek. A földig hajtották fejüket Jeruzsálem szűzei.10 Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες? ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους? αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.
11 Elgyengültek a könnyektől szemeim, háborog a bensőm; földre omlott a májam népem leányának romlása miatt; mert elalélt gyermek és csecsemő a város terein.11 Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.
12 Azt mondják anyjuknak: »Hol van gabona és bor?«, amikor elalélnak, mint a sebesültek a város terein; amikor kilehelik lelküket anyjuk ölében.12 Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.
13 Milyen példázatot mondjak rólad? Mivel vesselek össze, Jeruzsálem leánya? Mihez hasonlítsalak, hogy megvigasztaljalak, Sion szűz leánya? Mert nagy a te romlásod, mint a tenger, ki gyógyíthatna meg téged?13 Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα? τις δυναται να σε ιατρευση;
14 Amit prófétáid láttak számodra, az hamisság és színlelés; nem tárták fel bűnödet, hogy megfordítsák sorsodat, hanem amiket láttak számodra, hamis és félrevezető kijelentések.14 Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου? αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.
15 Összecsapták kezüket miattad mind, akik az úton jártak, pisszegtek és fejüket csóválták Jeruzsálem leánya miatt: »Ez az a város, amelyről azt mondják: tökéletes szépség, az egész föld öröme?«15 Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας? εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;
16 Kitátotta rád száját minden ellenséged, hörögtek és fogukat csikorgatták; azt mondták: »Elpusztítottuk! Igen, ez az a nap, amelyre vártunk, megértük, megláttuk!«16 Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων? εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην? αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν? ευρομεν, ειδομεν.
17 Megtette az Úr, amit eltervezett, beteljesítette szavát, amit elrendelt az ősidő napjai óta: rombolt, és nem kímélt; megörvendeztette fölötted az ellenséget, fölemelte ellenfeleid szarvát.17 Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη? εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων? Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον? υψωσε το κερας των εναντιων σου.
18 Szívük az Úrhoz kiáltott. Sion leányának várfala, folyjon könnyed, mint a patak, éjjel és nappal! Ne engedj magadnak pihenőt, ne csillapodjék szemed bogara!18 Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα? μη δωσης παυσιν εις σεαυτον? ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.
19 Kelj föl, kiálts az éjszakában, az éjjeli őrségek kezdetén! Öntsd ki szívedet, mint a vizet, az Úr színe előtt! Emeld föl hozzá kezedet gyermekeid életéért, akik elaléltak az éhségtől minden utcasarkon!19 Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι? εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου? υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.
20 »Lásd, Uram, és tekints arra, akivel így bántál! Hát egyék meg az asszonyok méhük gyümölcsét: a dédelgetett gyermekeket? Hát öljenek meg az Úr szentélyében papot és prófétát?20 Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;
21 A földön hevernek az utcákon fiatalok és öregek; szüzeim és ifjaim elestek a kard által. Öldököltél haragod napján, mészároltál kíméletlenül.21 Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα? εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.
22 Mint ünnepnapra, úgy hívtad össze mindenfelől azokat, akik rémítgetnek; és nem volt az Úr haragjának napján, aki megmenekült és megmaradt volna. Akiket dédelgettem és fölneveltem, azokkal ellenségem végzett.«22 Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου? εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.