Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 38


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Hallotta Sáfatja, Mátán fia, Gedalja, Fássúr fia, Júkál, Selemja fia és Fássúr, Malkija fia azokat az igéket, melyeket Jeremiás szólt az egész néphez, amikor ezt mondta:1 εν τω χρονω εκεινω ειπεν κυριος εσομαι εις θεον τω γενει ισραηλ και αυτοι εσονται μοι εις λαον
2 »Így szól az Úr: Aki ebben a városban marad, az meg fog halni a kard, az éhínség és a dögvész által; aki azonban kimegy a káldeaiakhoz, az élni fog, és zsákmányul kapja az életét, hogy éljen.2 ουτως ειπεν κυριος ευρον θερμον εν ερημω μετα ολωλοτων εν μαχαιρα βαδισατε και μη ολεσητε τον ισραηλ
3 Így szól az Úr: Egész biztosan a babiloni király seregének kezébe kerül ez a város, és az elfoglalja.«3 κυριος πορρωθεν ωφθη αυτω αγαπησιν αιωνιαν ηγαπησα σε δια τουτο ειλκυσα σε εις οικτιρημα
4 Ezért a főemberek így szóltak a királyhoz: »Meg kell halnia ennek az embernek, mert megbénítja ezzel a harcosok kezét, akik megmaradtak ebben a városban, és az egész nép kezét, ha ilyen szavakat szól hozzájuk! Mert ez az ember ennek a népnek nem békességére, hanem vesztére törekszik.«4 ετι οικοδομησω σε και οικοδομηθηση παρθενος ισραηλ ετι λημψη τυμπανον σου και εξελευση μετα συναγωγης παιζοντων
5 Cidkija király erre így szólt: »Íme, ő a kezetekben van, hiszen a király semmit sem tehet ellenetek.«5 ετι φυτευσατε αμπελωνας εν ορεσιν σαμαρειας φυτευσατε και αινεσατε
6 Fogták tehát Jeremiást, és bedobták Malkija királyfi ciszternájába, amely az őrség udvarában volt; köteleken bocsátották le Jeremiást. A ciszternában nem volt víz, csak sár, így Jeremiás belesüllyedt a sárba.6 οτι εστιν ημερα κλησεως απολογουμενων εν ορεσιν εφραιμ αναστητε και αναβητε εις σιων προς κυριον τον θεον ημων
7 Meghallotta az etióp Abdemelek, egy udvari ember, aki a király házában volt, hogy Jeremiást a ciszternába vetették. A király akkor éppen a Benjamin-kapuban ült.7 οτι ουτως ειπεν κυριος τω ιακωβ ευφρανθητε και χρεμετισατε επι κεφαλην εθνων ακουστα ποιησατε και αινεσατε ειπατε εσωσεν κυριος τον λαον αυτου το καταλοιπον του ισραηλ
8 Kiment Abdemelek a király házából, és így szólt a királyhoz:8 ιδου εγω αγω αυτους απο βορρα και συναξω αυτους απ' εσχατου της γης εν εορτη φασεκ και τεκνοποιηση οχλον πολυν και αποστρεψουσιν ωδε
9 »Uram király! Gonoszul cselekedtek ezek az emberek mindent, amit Jeremiás prófétával tettek, amikor bedobták a ciszternába. Meghalt volna a helyén is az éhínség miatt, mert nincs már kenyér a városban.«9 εν κλαυθμω εξηλθον και εν παρακλησει αναξω αυτους αυλιζων επι διωρυγας υδατων εν οδω ορθη και ου μη πλανηθωσιν εν αυτη οτι εγενομην τω ισραηλ εις πατερα και εφραιμ πρωτοτοκος μου εστιν
10 Erre megparancsolta a király az etióp Abdemeleknek: »Végy magad mellé innen harminc férfit, és emeld ki Jeremiás prófétát a ciszternából, mielőtt meghalna!«10 ακουσατε λογον κυριου εθνη και αναγγειλατε εις νησους τας μακροτερον ειπατε ο λικμησας τον ισραηλ συναξει αυτον και φυλαξει αυτον ως ο βοσκων το ποιμνιον αυτου
11 Abdemelek tehát maga mellé vette a férfiakat, bement a király házába, a kincstár alatt levő helyiségbe, és hozott onnan elnyűtt ruhadarabokat és szakadt rongyokat. Majd leengedte azokat köteleken Jeremiásnak a ciszternába.11 οτι ελυτρωσατο κυριος τον ιακωβ εξειλατο αυτον εκ χειρος στερεωτερων αυτου
12 Ezt mondta az etióp Abdemelek Jeremiásnak: »Tedd az elnyűtt és szakadt rongyokat hónod alá a kötelekre!« Jeremiás úgy is tett.12 και ηξουσιν και ευφρανθησονται εν τω ορει σιων και ηξουσιν επ' αγαθα κυριου επι γην σιτου και οινου και καρπων και κτηνων και προβατων και εσται η ψυχη αυτων ωσπερ ξυλον εγκαρπον και ου πεινασουσιν ετι
13 Akkor kihúzták Jeremiást a köteleken, és kiemelték a ciszternából. Jeremiás azután az őrség udvarában maradt.13 τοτε χαρησονται παρθενοι εν συναγωγη νεανισκων και πρεσβυται χαρησονται και στρεψω το πενθος αυτων εις χαρμονην και ποιησω αυτους ευφραινομενους
14 Majd érte küldött Cidkija király, és elhozatta magához Jeremiás prófétát a harmadik bejárathoz, mely az Úr házában volt. Akkor így szólt a király Jeremiáshoz: »Kérdezek tőled valamit. Ne titkolj el előlem semmit!«14 μεγαλυνω και μεθυσω την ψυχην των ιερεων υιων λευι και ο λαος μου των αγαθων μου εμπλησθησεται
15 Erre Jeremiás azt mondta Cidkijának: »Ha kijelentést közlök veled, nemde biztosan megölsz engem? Ha pedig tanácsot adok neked, nem hallgatsz rám.«15 ουτως ειπεν κυριος φωνη εν ραμα ηκουσθη θρηνου και κλαυθμου και οδυρμου ραχηλ αποκλαιομενη ουκ ηθελεν παυσασθαι επι τοις υιοις αυτης οτι ουκ εισιν
16 Cidkija király ezért titokban megesküdött Jeremiásnak: »Amint él az Úr, aki alkotta nekünk ezt a lelket, bizony nem öllek meg, és nem adlak ezeknek a férfiaknak kezébe, akik életedre törnek!«16 ουτως ειπεν κυριος διαλιπετω η φωνη σου απο κλαυθμου και οι οφθαλμοι σου απο δακρυων σου οτι εστιν μισθος τοις σοις εργοις και επιστρεψουσιν εκ γης εχθρων
17 Akkor Jeremiás ezt mondta Cidkijának: »Így szól az Úr, a Seregek Istene, Izrael Istene: Ha kimégy Babilon királyának vezéreihez, élni fog lelked, és ezt a várost nem égetik fel tűzzel; élni fogsz te és házad is.17 μονιμον τοις σοις τεκνοις
18 De ha nem mégy ki Babilon királyának vezéreihez, ez a város a káldeaiak kezébe kerül, és felégetik tűzzel; te sem menekülsz meg kezükből.«18 ακοην ηκουσα εφραιμ οδυρομενου επαιδευσας με και επαιδευθην εγω ωσπερ μοσχος ουκ εδιδαχθην επιστρεψον με και επιστρεψω οτι συ κυριος ο θεος μου
19 Erre így szólt Cidkija király Jeremiáshoz: »Félek azoktól a júdaiaktól, akik átpártoltak a káldeaiakhoz; nehogy kezükbe adjanak, és ők csúfot űzzenek belőlem!«19 οτι υστερον αιχμαλωσιας μου μετενοησα και υστερον του γνωναι με εστεναξα εφ' ημερας αισχυνης και υπεδειξα σοι οτι ελαβον ονειδισμον εκ νεοτητος μου
20 De Jeremiás azt mondta: »Nem adnak! Hallgass csak az Úr szavára, melyet mondok neked, akkor jó dolgod lesz, és élni fog a lelked!20 υιος αγαπητος εφραιμ εμοι παιδιον εντρυφων οτι ανθ' ων οι λογοι μου εν αυτω μνεια μνησθησομαι αυτου δια τουτο εσπευσα επ' αυτω ελεων ελεησω αυτον φησιν κυριος
21 De ha vonakodsz kimenni, ez az az ige, amelyet mutatott nekem az Úr:21 στησον σεαυτην σιων ποιησον τιμωριαν δος καρδιαν σου εις τους ωμους οδον ην επορευθης αποστραφητι παρθενος ισραηλ αποστραφητι εις τας πολεις σου πενθουσα
22 Íme, az összes asszonyt, aki megmaradt Júda királyának házában, kiviszik Babilon királyának vezéreihez; és ők ezt mondják: ‘Megcsaltak és föléd kerekedtek bizalmas embereid; belesüllyedt lábad az iszapba, ők pedig meghátráltak.’22 εως ποτε αποστρεψεις θυγατηρ ητιμωμενη οτι εκτισεν κυριος σωτηριαν εις καταφυτευσιν καινην εν σωτηρια περιελευσονται ανθρωποι
23 Minden feleségedet és fiadat kiviszik a káldeaiakhoz, és te sem menekülsz meg kezükből, hanem Babilon királyának kezébe kerülsz fogolyként, ezt a várost pedig felégetik tűzzel.«23 ουτως ειπεν κυριος ετι ερουσιν τον λογον τουτον εν γη ιουδα και εν πολεσιν αυτου οταν αποστρεψω την αιχμαλωσιαν αυτου ευλογημενος κυριος επι δικαιον ορος το αγιον αυτου
24 Erre azt mondta Cidkija Jeremiásnak: »Senki se tudja meg ezeket az igéket, nehogy meghalj!24 και ενοικουντες εν ταις πολεσιν ιουδα και εν παση τη γη αυτου αμα γεωργω και αρθησεται εν ποιμνιω
25 Ha pedig meghallják a főemberek, hogy beszéltem veled, és hozzád mennek, s azt mondják neked: ‘Add tudtunkra, mit beszéltél a királlyal, ne titkold el előlünk, akkor nem ölünk meg! Mit beszélt veled a király?’,25 οτι εμεθυσα πασαν ψυχην διψωσαν και πασαν ψυχην πεινωσαν ενεπλησα
26 akkor mondd nekik: ‘A király elé terjesztettem kérésemet, hogy ne vitessen vissza Jonatán házába, nehogy meghaljak ott!’«26 δια τουτο εξηγερθην και ειδον και ο υπνος μου ηδυς μοι εγενηθη
27 El is jöttek mind a főemberek Jeremiáshoz, és kikérdezték; ő pedig egészen annak megfelelően tájékoztatta őket, ahogy a király parancsolta. Azok békén hagyták, mert nem derült ki semmi.27 δια τουτο ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και σπερω τον ισραηλ και τον ιουδαν σπερμα ανθρωπου και σπερμα κτηνους
28 Jeremiás azután az őrség udvarában maradt mindaddig a napig, amelyen Jeruzsálemet elfoglalták. Ez történt, amikor elfoglalták Jeruzsálemet:28 και εσται ωσπερ εγρηγορουν επ' αυτους καθαιρειν και κακουν ουτως γρηγορησω επ' αυτους του οικοδομειν και καταφυτευειν φησιν κυριος
29 εν ταις ημεραις εκειναις ου μη ειπωσιν οι πατερες εφαγον ομφακα και οι οδοντες των τεκνων ημωδιασαν
30 αλλ' η εκαστος εν τη εαυτου αμαρτια αποθανειται και του φαγοντος τον ομφακα αιμωδιασουσιν οι οδοντες αυτου
31 ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και διαθησομαι τω οικω ισραηλ και τω οικω ιουδα διαθηκην καινην
32 ου κατα την διαθηκην ην διεθεμην τοις πατρασιν αυτων εν ημερα επιλαβομενου μου της χειρος αυτων εξαγαγειν αυτους εκ γης αιγυπτου οτι αυτοι ουκ ενεμειναν εν τη διαθηκη μου και εγω ημελησα αυτων φησιν κυριος
33 οτι αυτη η διαθηκη ην διαθησομαι τω οικω ισραηλ μετα τας ημερας εκεινας φησιν κυριος διδους δωσω νομους μου εις την διανοιαν αυτων και επι καρδιας αυτων γραψω αυτους και εσομαι αυτοις εις θεον και αυτοι εσονται μοι εις λαον
34 και ου μη διδαξωσιν εκαστος τον πολιτην αυτου και εκαστος τον αδελφον αυτου λεγων γνωθι τον κυριον οτι παντες ειδησουσιν με απο μικρου αυτων και εως μεγαλου αυτων οτι ιλεως εσομαι ταις αδικιαις αυτων και των αμαρτιων αυτων ου μη μνησθω ετι
35 εαν υψωθη ο ουρανος εις το μετεωρον φησιν κυριος και εαν ταπεινωθη το εδαφος της γης κατω και εγω ουκ αποδοκιμω το γενος ισραηλ φησιν κυριος περι παντων ων εποιησαν
36 ουτως ειπεν κυριος ο δους τον ηλιον εις φως της ημερας σεληνην και αστερας εις φως της νυκτος και κραυγην εν θαλασση και εβομβησεν τα κυματα αυτης κυριος παντοκρατωρ ονομα αυτω
37 εαν παυσωνται οι νομοι ουτοι απο προσωπου μου φησιν κυριος και το γενος ισραηλ παυσεται γενεσθαι εθνος κατα προσωπον μου πασας τας ημερας
38 ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και οικοδομηθησεται πολις τω κυριω απο πυργου αναμεηλ εως πυλης της γωνιας
39 και εξελευσεται η διαμετρησις αυτης απεναντι αυτων εως βουνων γαρηβ και περικυκλωθησεται κυκλω εξ εκλεκτων λιθων
40 και παντες ασαρημωθ εως ναχαλ κεδρων εως γωνιας πυλης ιππων ανατολης αγιασμα τω κυριω και ουκετι ου μη εκλιπη και ου μη καθαιρεθη εως του αιωνος