Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 38


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Hallotta Sáfatja, Mátán fia, Gedalja, Fássúr fia, Júkál, Selemja fia és Fássúr, Malkija fia azokat az igéket, melyeket Jeremiás szólt az egész néphez, amikor ezt mondta:1 Και ηκουσαν Σεφατιας ο υιος του Ματθαν και Γεδαλιας ο υιος του Πασχωρ και Ιουχαλ ο υιος του Σελεμιου και Πασχωρ ο υιος του Μαλχιου τους λογους, τους οποιους ο Ιερεμιας ελαλησε προς παντα τον λαον, λεγων,
2 »Így szól az Úr: Aki ebben a városban marad, az meg fog halni a kard, az éhínség és a dögvész által; aki azonban kimegy a káldeaiakhoz, az élni fog, és zsákmányul kapja az életét, hogy éljen.2 Ουτω λεγει Κυριος? Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας, υπο πεινης και υπο λοιμου? αλλ' οστις εξελθη προς τους Χαλδαιους, θελει ζησει? και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον, και θελει ζησει?
3 Így szól az Úr: Egész biztosan a babiloni király seregének kezébe kerül ez a város, és az elfoglalja.«3 ουτω λεγει Κυριος? Η πολις αυτη θελει εξαπαντος παραδοθη εις την χειρα του στρατευματος του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κυριευσει αυτην.
4 Ezért a főemberek így szóltak a királyhoz: »Meg kell halnia ennek az embernek, mert megbénítja ezzel a harcosok kezét, akik megmaradtak ebben a városban, és az egész nép kezét, ha ilyen szavakat szól hozzájuk! Mert ez az ember ennek a népnek nem békességére, hanem vesztére törekszik.«4 Και ειπον οι αρχοντες προς τον βασιλεα, Ας θανατωθη, παρακαλουμεν, ο ανθρωπος ουτος? διοτι εκλυει ουτω τας χειρας των ανδρων των πολεμιστων των εναπολειφθεντων εν τη πολει ταυτη και τας χειρας παντος του λαου, λαλων προς αυτους τοιουτους λογους? διοτι ο ανθρωπος ουτος δεν ζητει το καλον του λαου τουτου αλλα το κακον.
5 Cidkija király erre így szólt: »Íme, ő a kezetekben van, hiszen a király semmit sem tehet ellenetek.«5 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς, Ιδου, εις την χειρα σας ειναι? διοτι ο βασιλευς δεν δυναται ουδεν εναντιον σας.
6 Fogták tehát Jeremiást, és bedobták Malkija királyfi ciszternájába, amely az őrség udvarában volt; köteleken bocsátották le Jeremiást. A ciszternában nem volt víz, csak sár, így Jeremiás belesüllyedt a sárba.6 Τοτε ελαβον τον Ιερεμιαν, και ερριψαν αυτον εις τον λακκον του Μαλχιου υιου του Αμμελεχ τον εν τη αυλη της φυλακης, και κατεβιβασαν τον Ιερεμιαν δια σχοινιων? και εν τω λακκω δεν ητο υδωρ αλλα βορβορος, και εχωθη ο Ιερεμιας εις τον βορβορον.
7 Meghallotta az etióp Abdemelek, egy udvari ember, aki a király házában volt, hogy Jeremiást a ciszternába vetették. A király akkor éppen a Benjamin-kapuban ült.7 Και οτε ηκουσεν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, εις των ευνουχων, ο εν τη οικια του βασιλεως, οτι εβαλον τον Ιερεμιαν εις τον λακκον, ενω ο βασιλευς εκαθητο εν τη πυλη Βενιαμιν,
8 Kiment Abdemelek a király házából, és így szólt a királyhoz:8 εξηλθεν ο Αβδε-μελεχ εκ της οικιας του βασιλεως και ελαλησε προς τον βασιλεα, λεγων,
9 »Uram király! Gonoszul cselekedtek ezek az emberek mindent, amit Jeremiás prófétával tettek, amikor bedobták a ciszternába. Meghalt volna a helyén is az éhínség miatt, mert nincs már kenyér a városban.«9 Κυριε μου βασιλευ, οι ανθρωποι ουτοι επραξαν κακα εις οσα εκαμον εις τον Ιερεμιαν τον προφητην, τον οποιον ερριψαν εις τον λακκον? και αυτος ηθελεν αποθανει υπο πεινης εν τω τοπω οπου ειναι, διοτι δεν ειναι πλεον αρτος εν τη πολει.
10 Erre megparancsolta a király az etióp Abdemeleknek: »Végy magad mellé innen harminc férfit, és emeld ki Jeremiás prófétát a ciszternából, mielőtt meghalna!«10 Και προσεταξεν ο βασιλευς τον Αβδε-μελεχ τον Αιθιοπα, λεγων, Λαβε εντευθεν τριακοντα ανθρωπους μετα σου και αναβιβασον τον Ιερεμιαν τον προφητην εκ του λακκου, πριν αποθανη.
11 Abdemelek tehát maga mellé vette a férfiakat, bement a király házába, a kincstár alatt levő helyiségbe, és hozott onnan elnyűtt ruhadarabokat és szakadt rongyokat. Majd leengedte azokat köteleken Jeremiásnak a ciszternába.11 Και ελαβεν ο Αβδε-μελεχ τους ανθρωπους μεθ' εαυτου, και εισηλθεν εις την οικιαν του βασιλεως υπο το θησαυροφυλακιον, και εκειθεν ελαβε παλαια ρακη και παλαια σεσηποτα αποφορια και κατεβιβασεν αυτα δια σχοινιων εις τον λακκον προς τον Ιερεμιαν.
12 Ezt mondta az etióp Abdemelek Jeremiásnak: »Tedd az elnyűtt és szakadt rongyokat hónod alá a kötelekre!« Jeremiás úgy is tett.12 Και ειπε προς τον Ιερεμιαν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, Βαλε τωρα τα παλαια ρακη και τα σεσηποτα αποφορια υπο τας μασχαλας σου, υποκατω των σχοινιων. Και εκαμεν ο Ιερεμιας ουτω.
13 Akkor kihúzták Jeremiást a köteleken, és kiemelték a ciszternából. Jeremiás azután az őrség udvarában maradt.13 Και εσυραν τον Ιερεμιαν δια των σχοινιων και ανεβιβασαν αυτον εκ του λακκου? και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης.
14 Majd érte küldött Cidkija király, és elhozatta magához Jeremiás prófétát a harmadik bejárathoz, mely az Úr házában volt. Akkor így szólt a király Jeremiáshoz: »Kérdezek tőled valamit. Ne titkolj el előlem semmit!«14 Και απεστειλε Σεδεκιας ο βασιλευς και εφερε τον Ιερεμιαν τον προφητην προς εαυτον, εις την τριτην εισοδον την εν τω οικω του Κυριου? και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Θελω να σε ερωτησω εν πραγμα? μη κρυψης απ' εμου μηδεν.
15 Erre Jeremiás azt mondta Cidkijának: »Ha kijelentést közlök veled, nemde biztosan megölsz engem? Ha pedig tanácsot adok neked, nem hallgatsz rám.«15 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Εαν φανερωσω τουτο προς σε, δεν θελεις τωοντι με θανατωσει; και εαν σε συμβουλευσω, δεν θελεις με ακουσει;
16 Cidkija király ezért titokban megesküdött Jeremiásnak: »Amint él az Úr, aki alkotta nekünk ezt a lelket, bizony nem öllek meg, és nem adlak ezeknek a férfiaknak kezébe, akik életedre törnek!«16 Και ωμοσε κρυφιως Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, λεγων, Ζη Κυριος, οστις εκαμεν εις ημας την ψυχην ταυτην, δεν θελω σε θανατωσει ουδε θελω σε δωσει εις την χειρα των ανθρωπων τουτων, οιτινες ζητουσι την ψυχην σου.
17 Akkor Jeremiás ezt mondta Cidkijának: »Így szól az Úr, a Seregek Istene, Izrael Istene: Ha kimégy Babilon királyának vezéreihez, élni fog lelked, és ezt a várost nem égetik fel tűzzel; élni fogsz te és házad is.17 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Εαν τωοντι εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η ψυχη σου θελει ζησει και η πολις αυτη δεν θελει κατακαυθη εν πυρι, και θελεις ζησει συ και ο οικος σου.
18 De ha nem mégy ki Babilon királyának vezéreihez, ez a város a káldeaiak kezébe kerül, és felégetik tűzzel; te sem menekülsz meg kezükből.«18 αλλ' εαν δεν εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η πολις αυτη θελει παραδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων και θελουσι κατακαυσει αυτην εν πυρι και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων.
19 Erre így szólt Cidkija király Jeremiáshoz: »Félek azoktól a júdaiaktól, akik átpártoltak a káldeaiakhoz; nehogy kezükbe adjanak, és ők csúfot űzzenek belőlem!«19 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Εγω φοβουμαι τους Ιουδαιους, οιτινες κατεφυγον προς τους Χαλδαιους, μηποτε με παραδωσωσιν εις την χειρα αυτων και με εμπαιξωσι.
20 De Jeremiás azt mondta: »Nem adnak! Hallgass csak az Úr szavára, melyet mondok neked, akkor jó dolgod lesz, és élni fog a lelked!20 Και ειπεν ο Ιερεμιας, δεν θελουσι σε παραδωσει. Υπακουσον, παρακαλω, εις την φωνην του Κυριου, την οποιαν εγω λαλω προς σε? και θελει εισθαι καλον εις σε και η ψυχη σου θελει ζησει.
21 De ha vonakodsz kimenni, ez az az ige, amelyet mutatott nekem az Úr:21 Εαν ομως συ δεν εξελθης, ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος εδειξεν εις εμε.
22 Íme, az összes asszonyt, aki megmaradt Júda királyának házában, kiviszik Babilon királyának vezéreihez; és ők ezt mondják: ‘Megcsaltak és föléd kerekedtek bizalmas embereid; belesüllyedt lábad az iszapba, ők pedig meghátráltak.’22 Και ιδου, πασαι αι γυναικες αι εναπολειφθεισαι εν τη οικια του βασιλεως του Ιουδα θελουσιν αχθη προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, και αυται θελουσι λεγει, Οι ανδρες οι ειρηνικοι σου σε εδελεασαν και υπερισχυσαν εναντιον σου? εβυθισθησαν οι ποδες σου εις τον βορβορον και αυτοι εσυρθησαν οπισω?
23 Minden feleségedet és fiadat kiviszik a káldeaiakhoz, és te sem menekülsz meg kezükből, hanem Babilon királyának kezébe kerülsz fogolyként, ezt a várost pedig felégetik tűzzel.«23 και πασαι αι γυναικες σου και τα τεκνα σου θελουσιν αχθη προς τους Χαλδαιους? και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων, αλλα θελεις πιασθη υπο της χειρος του βασιλεως της Βαβυλωνος? και θελεις καμει την πολιν ταυτην να κατακαυθη εν πυρι.
24 Erre azt mondta Cidkija Jeremiásnak: »Senki se tudja meg ezeket az igéket, nehogy meghalj!24 Και ειπεν ο Σεδεκιας προς τον Ιερεμιαν, Ας μη μαθη μηδεις περι των λογων τουτων και δεν θελεις αποθανει.
25 Ha pedig meghallják a főemberek, hogy beszéltem veled, és hozzád mennek, s azt mondják neked: ‘Add tudtunkra, mit beszéltél a királlyal, ne titkold el előlünk, akkor nem ölünk meg! Mit beszélt veled a király?’,25 Και εαν οι αρχοντες ακουσωσιν οτι ωμιλησα μετα σου και ελθωσι προς σε και σοι ειπωσιν, Αναγγειλον προς ημας τωρα τι ελαλησας προς τον βασιλεα, μη κρυψης αυτο αφ' ημων και δεν θελομεν σε θανατωσει? και τι ο βασιλευς ελαλησε προς σε?
26 akkor mondd nekik: ‘A király elé terjesztettem kérésemet, hogy ne vitessen vissza Jonatán házába, nehogy meghaljak ott!’«26 τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Εγω υπεβαλον την δεησιν μου ενωπιον του βασιλεως, δια να μη με επαναστρεψη εις την οικιαν του Ιωναθαν, ωστε να αποθανω εκει.
27 El is jöttek mind a főemberek Jeremiáshoz, és kikérdezték; ő pedig egészen annak megfelelően tájékoztatta őket, ahogy a király parancsolta. Azok békén hagyták, mert nem derült ki semmi.27 Ηλθον δε παντες οι αρχοντες προς τον Ιερεμιαν και ηρωτησαν αυτον? και ανηγγειλε προς αυτους κατα παντας τους λογους εκεινους, τους οποιους προσεταξεν ο βασιλευς. Και αυτοι επαυσαν να ομιλωσι μετ' αυτου, διοτι δεν ηκουσθη το πραγμα.
28 Jeremiás azután az őrség udvarában maradt mindaddig a napig, amelyen Jeruzsálemet elfoglalták. Ez történt, amikor elfoglalták Jeruzsálemet:28 Και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης, εως της ημερας καθ' ην εκυριευθη η Ιερουσαλημ? και ητο εκει, οτε η Ιερουσαλημ εκυριευθη.