Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 22


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Így szólt az Úr: »Menj le Júda királyának házába, mondd ott ezt az igét,1 ταδε λεγει κυριος πορευου και καταβηθι εις τον οικον του βασιλεως ιουδα και λαλησεις εκει τον λογον τουτον
2 és mondd: Halld az Úr igéjét, Júda királya, aki Dávid trónján ülsz, te, a szolgáid és a néped, akik bementek ezeken a kapukon!2 και ερεις ακουε λογον κυριου βασιλευ ιουδα ο καθημενος επι θρονου δαυιδ συ και ο οικος σου και ο λαος σου και οι εισπορευομενοι ταις πυλαις ταυταις
3 Így szól az Úr: Szolgáltassatok jogot és igazságot, mentsétek meg a kiraboltat az elnyomó kezéből! A jövevényt, az árvát és az özvegyet ne nyomorgassátok, ne erőszakoskodjatok, és ártatlan vért ne ontsatok ezen a helyen!3 ταδε λεγει κυριος ποιειτε κρισιν και δικαιοσυνην και εξαιρεισθε διηρπασμενον εκ χειρος αδικουντος αυτον και προσηλυτον και ορφανον και χηραν μη καταδυναστευετε και μη ασεβειτε και αιμα αθωον μη εκχεητε εν τω τοπω τουτω
4 Mert ha valóban megteszitek ezt az igét, akkor ennek a háznak kapuin királyok fognak bemenni, akik Dávid trónján ülnek, kocsikon és lovakon járnak, ő, a szolgái és a népe.4 διοτι εαν ποιουντες ποιησητε τον λογον τουτον και εισελευσονται εν ταις πυλαις του οικου τουτου βασιλεις καθημενοι επι θρονου δαυιδ και επιβεβηκοτες εφ' αρματων και ιππων αυτοι και οι παιδες αυτων και ο λαος αυτων
5 De ha nem hallgattok ezekre az igékre, önmagamra esküszöm – mondja az Úr –, hogy rommá lesz ez a ház!5 εαν δε μη ποιησητε τους λογους τουτους κατ' εμαυτου ωμοσα λεγει κυριος οτι εις ερημωσιν εσται ο οικος ουτος
6 Mert így szól az Úr Júda királyának házáról: Gileád vagy előttem, a Libanon csúcsa, bizony mégis pusztasággá teszlek, lakatlan városokká.6 οτι ταδε λεγει κυριος κατα του οικου βασιλεως ιουδα γαλααδ συ μοι αρχη του λιβανου εαν μη θω σε εις ερημον πολεις μη κατοικηθησομενας
7 Pusztítókat szentelek föl ellened, férfit és fegyvereit; kivágják válogatott cédrusaidat, és tűzre vetik.7 και επαξω επι σε ανδρα ολεθρευοντα και τον πελεκυν αυτου και εκκοψουσιν τας εκλεκτας κεδρους σου και εμβαλουσιν εις το πυρ
8 Sok nemzet fog átmenni ezen a városon, és azt mondja egyik a másiknak: ‘Miért tett így az Úr ezzel a nagy várossal?’8 και διελευσονται εθνη δια της πολεως ταυτης και ερουσιν εκαστος προς τον πλησιον αυτου δια τι εποιησεν κυριος ουτως τη πολει τη μεγαλη ταυτη
9 Erre azt felelik: ‘Mert elhagyták az Úrnak, az ő Istenüknek szövetségét, más istenek előtt borultak le, és azoknak szolgáltak.’«9 και ερουσιν ανθ' ων εγκατελιπον την διαθηκην κυριου θεου αυτων και προσεκυνησαν θεοις αλλοτριοις και εδουλευσαν αυτοις
10 Ne sirassátok a halottat, és ne mutassatok részvétet iránta! Inkább sirassátok keservesen azt, aki elmegy, mert nem tér vissza többé, és nem látja meg szülőföldjét!10 μη κλαιετε τον τεθνηκοτα μηδε θρηνειτε αυτον κλαυσατε κλαυθμω τον εκπορευομενον οτι ουκ επιστρεψει ετι και ου μη ιδη την γην πατριδος αυτου
11 Mert így szól az Úr Sallumról, Jozija fiáról, Júda királyáról, aki atyja, Jozija után lett király: »Aki eltávozott erről a helyről, nem tér vissza ide többé;11 διοτι ταδε λεγει κυριος επι σελλημ υιον ιωσια τον βασιλευοντα αντι ιωσια του πατρος αυτου ος εξηλθεν εκ του τοπου τουτου ουκ αναστρεψει εκει ουκετι
12 hanem azon a helyen fog meghalni, ahová fogságba vitték, és ezt a földet nem látja meg többé.«12 αλλ' η εν τω τοπω ου μετωκισα αυτον εκει αποθανειται και την γην ταυτην ουκ οψεται ετι
13 Jaj annak, aki házát igazságtalansággal építi, és felső termeit jogtalansággal; embertársával ingyen dolgoztat, és bérét nem adja meg neki;13 ω ο οικοδομων οικιαν αυτου ου μετα δικαιοσυνης και τα υπερωα αυτου ουκ εν κριματι παρα τω πλησιον αυτου εργαται δωρεαν και τον μισθον αυτου ου μη αποδωσει αυτω
14 aki így szól: »Tágas házat építek magamnak, és széles felső termeket;« ablakot vág rá, cédrusfával burkolja, és befesti vörösre!14 ωκοδομησας σεαυτω οικον συμμετρον υπερωα ριπιστα διεσταλμενα θυρισιν και εξυλωμενα εν κεδρω και κεχρισμενα εν μιλτω
15 Attól vagy-e király, hogy versengsz a cédrusért? Atyád talán nem evett és ivott? De jogot és igazságot szolgáltatott, azért jól ment a dolga.15 μη βασιλευσεις οτι συ παροξυνη εν αχαζ τω πατρι σου ου φαγονται και ου πιονται βελτιον ην σε ποιειν κριμα και δικαιοσυνην καλην
16 Igazságosan ítélt a szegény és nyomorult perében, azért jól mentek a dolgok. »Nemde ezt jelenti ismerni engem?« – mondja az Úr.16 ουκ εγνωσαν ουκ εκριναν κρισιν ταπεινω ουδε κρισιν πενητος ου τουτο εστιν το μη γνωναι σε εμε λεγει κυριος
17 De a te szemed és szíved nem figyel másra, csak a magad nyereségére, az ártatlan vérének kiontására, az elnyomásra és a sanyargatásra.17 ιδου ουκ εισιν οι οφθαλμοι σου ουδε η καρδια σου καλη αλλ' εις την πλεονεξιαν σου και εις το αιμα το αθωον του εκχεειν αυτο και εις αδικημα και εις φονον του ποιειν
18 Ezért így szól az Úr Joakimról, Jozija fiáról, Júda királyáról: »Nem siratják őt: ‘Jaj, testvérem! Jaj, nővérem!’ Nem siratják őt: ‘Jaj, uram! Jaj, őfelsége!’18 δια τουτο ταδε λεγει κυριος επι ιωακιμ υιον ιωσια βασιλεα ιουδα ουαι επι τον ανδρα τουτον ου μη κοψωνται αυτον ω αδελφε ουδε μη κλαυσονται αυτον οιμμοι κυριε
19 Úgy fogják eltemetni, mint egy szamarat, kivonszolják és kidobják Jeruzsálem kapuin túl.«19 ταφην ονου ταφησεται συμψησθεις ριφησεται επεκεινα της πυλης ιερουσαλημ
20 Menj föl a Libanonra, és kiálts, Básánban hallasd hangodat! Kiálts az Abárimról, mert összetörtek mind a szeretőid!20 αναβηθι εις τον λιβανον και κεκραξον και εις την βασαν δος την φωνην σου και βοησον εις το περαν της θαλασσης οτι συνετριβησαν παντες οι ερασται σου
21 Szóltam hozzád, amikor biztonságban voltál, de azt mondtad: »Nem hallgatom meg!« Ez a te utad ifjúkorod óta, hogy nem hallgatsz a szavamra.21 ελαλησα προς σε εν τη παραπτωσει σου και ειπας ουκ ακουσομαι αυτη η οδος σου εκ νεοτητος σου ουκ ηκουσας της φωνης μου
22 Minden pásztorodat szél legelteti, és szeretőid fogságba mennek; bizony, akkor majd szégyenkezel és pirulsz minden gonoszságod miatt.22 παντας τους ποιμενας σου ποιμανει ανεμος και οι ερασται σου εν αιχμαλωσια εξελευσονται οτι τοτε αισχυνθηση και ατιμωθηση απο παντων των φιλουντων σε
23 Aki a Libanonon laksz, és a cédrusokon fészkelsz, hogy fogsz sóhajtozni, amikor fájdalmak jönnek rád, vajúdás, mint a szülő asszonyra!23 κατοικουσα εν τω λιβανω εννοσσευουσα εν ταις κεδροις καταστεναξεις εν τω ελθειν σοι ωδινας ως τικτουσης
24 »Amint igaz, hogy élek én – mondja az Úr –, ha Jojachin, Joakim fia, Júda királya pecsétgyűrű volna is jobb kezemen, bizony onnan is leszakítanám!24 ζω εγω λεγει κυριος εαν γενομενος γενηται ιεχονιας υιος ιωακιμ βασιλευς ιουδα αποσφραγισμα επι της χειρος της δεξιας μου εκειθεν εκσπασω σε
25 Azok kezébe adlak, akik életedre törnek, és azok kezébe, akiktől félsz: Nebukadnezárnak, Babilon királyának kezébe és a káldeaiak kezébe.25 και παραδωσω σε εις χειρας των ζητουντων την ψυχην σου ων συ ευλαβη απο προσωπου αυτων εις χειρας των χαλδαιων
26 Elhajítalak téged és anyádat, aki szült téged, egy másik országba: nem ott születtetek, de ott fogtok meghalni.26 και απορριψω σε και την μητερα σου την τεκουσαν σε εις γην ου ουκ ετεχθης εκει και εκει αποθανεισθε
27 Abba az országba pedig, ahova lelkük visszatérni vágyik, nem fognak visszatérni.«27 εις δε την γην ην αυτοι ευχονται ταις ψυχαις αυτων ου μη αποστρεψωσιν
28 Vajon megvetett, törött edény ez a férfi, Joachin? Olyan edény, mely senkinek sem tetszik? Miért hajították el őt meg ivadékát, és dobták el abba az országba, amelyet nem ismertek?28 ητιμωθη ιεχονιας ως σκευος ου ουκ εστιν χρεια αυτου οτι εξερριφη και εξεβληθη εις γην ην ουκ ηδει
29 Ország, ország, ország, halld az Úr igéjét!29 γη γη ακουε λογον κυριου
30 Így szól az Úr: »Írjátok fel ezt a férfit mint gyermektelent, mint olyan embert, akinek nincs sikere napjaiban, mert nem sikerül ivadékai közül egynek sem, hogy Dávid trónján üljön, és uralkodjék még Júdában!«30 γραψον τον ανδρα τουτον εκκηρυκτον ανθρωπον οτι ου μη αυξηθη εκ του σπερματος αυτου ανηρ καθημενος επι θρονου δαυιδ αρχων ετι εν τω ιουδα