Krónikák második könyve 32
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Ezek után a dolgok és igazságos cselekedetek után eljött Szanherib, az asszírok királya és bevonult Júdába. Ostrom alá vette a megerősített városokat, mert el akarta azokat foglalni. | 1 και μετα τους λογους τουτους και την αληθειαν ταυτην ηλθεν σενναχηριμ βασιλευς ασσυριων και ηλθεν επι ιουδαν και παρενεβαλεν επι τας πολεις τας τειχηρεις και ειπεν προκαταλαβεσθαι αυτας |
2 Amikor Hiszkija látta, hogy Szanherib eljött, s a harc egész heve Jeruzsálem ellen fordul, | 2 και ειδεν εζεκιας οτι ηκει σενναχηριμ και το προσωπον αυτου του πολεμησαι επι ιερουσαλημ |
3 tanácsot tartott fejedelmeivel és a legvitézebb embereivel, hogy betömik a városon kívül levő forrásokat. Amikor ezt valamennyien helyeselték, | 3 και εβουλευσατο μετα των πρεσβυτερων αυτου και των δυνατων εμφραξαι τα υδατα των πηγων α ην εξω της πολεως και συνεπισχυσαν αυτω |
4 igen nagy sokaságot gyűjtött egybe, és betömték az összes forrást s azt a patakot, amely a vidék közepén folyt, mondván: »Ha eljönnek az asszírok királyai, ne találjanak elegendő vizet.« | 4 και συνηγαγεν λαον πολυν και ενεφραξεν τα υδατα των πηγων και τον ποταμον τον διοριζοντα δια της πολεως λεγων μη ελθη βασιλευς ασσουρ και ευρη υδωρ πολυ και κατισχυση |
5 Majd serényen nekilátott, felépítette a lerombolt várfalat és tornyokat emelt rá. Kívül pedig még, egy várfalat húzatott s megújította a Mellót a Dávid-városban. Aztán mindenféle fegyvert és pajzsot szerzett és | 5 και κατισχυσεν εζεκιας και ωκοδομησεν παν το τειχος το κατεσκαμμενον και πυργους και εξω προτειχισμα αλλο και κατισχυσεν το αναλημμα πολεως δαυιδ και κατεσκευασεν οπλα πολλα |
6 hadvezéreket állított a sereg élére. Egybehívta valamennyiüket a város kapujánál levő térségre s a szívükre beszélve így szólt: | 6 και εθετο αρχοντας του πολεμου επι τον λαον και συνηχθησαν προς αυτον εις την πλατειαν της πυλης της φαραγγος και ελαλησεν επι καρδιαν αυτων λεγων |
7 »Férfiasan járjatok el, s legyetek erősek! Ne féljetek s ne rettegjetek az asszírok királyától s a vele levő egész sokaságától, mert sokkal többen vannak mivelünk, mint ővele. | 7 ισχυσατε και ανδριζεσθε μη πτοηθητε απο προσωπου βασιλεως ασσουρ και απο προσωπου παντος του εθνους του μετ' αυτου οτι μεθ' ημων πλειονες η μετ' αυτου |
8 Ővele ugyanis testi erő van, velünk azonban az Úr, a mi Istenünk, aki a mi segítőnk és harcol értünk.« Hiszkijának, Júda királyának e szavaira megbátorodott a nép. | 8 μετ' αυτου βραχιονες σαρκινοι μεθ' ημων δε κυριος ο θεος ημων του σωζειν και του πολεμειν τον πολεμον ημων και κατεθαρσησεν ο λαος επι τοις λογοις εζεκιου βασιλεως ιουδα |
9 Amikor ez megtörtént, Szanherib, az asszírok királya, elküldte szolgáit Jeruzsálembe (ő maga ugyanis egész seregével Lákist ostromolta) Hiszkijához, Júda királyához s a városban levő egész néphez, ezzel az üzenettel: | 9 και μετα ταυτα απεστειλεν σενναχηριμ βασιλευς ασσυριων τους παιδας αυτου επι ιερουσαλημ και αυτος επι λαχις και πασα η στρατια μετ' αυτου και απεστειλεν προς εζεκιαν βασιλεα ιουδα και προς παντα ιουδαν τον εν ιερουσαλημ λεγων |
10 Ezt üzeni Szanherib, az asszírok királya: »Kiben bíztok, hogy Jeruzsálemben maradtok az ostrom idején? | 10 ουτως λεγει σενναχηριμ ο βασιλευς ασσυριων επι τινι υμεις πεποιθατε και καθησθε εν τη περιοχη εν ιερουσαλημ |
11 Talán bizony Hiszkija rászedett titeket, hogy éhen s szomjan veszítsen azt állítva, hogy az Úr, a ti Istenetek, majd megszabadít titeket az asszírok királyának a kezéből? | 11 ουχι εζεκιας απατα υμας του παραδουναι υμας εις θανατον και εις λιμον και εις διψαν λεγων κυριος ο θεος ημων σωσει ημας εκ χειρος βασιλεως ασσουρ |
12 Hát nem Hiszkija-e az, aki leromboltatta az Ő magaslatait és oltárait, s azt parancsolta és mondta Júdának és Jeruzsálemnek: ‘Egy oltár előtt imádkozzatok és azon égessetek jó illatot!’ | 12 ουχ ουτος εστιν εζεκιας ος περιειλεν τα θυσιαστηρια αυτου και τα υψηλα αυτου και ειπεν τω ιουδα και τοις κατοικουσιν ιερουσαλημ λεγων κατεναντι του θυσιαστηριου τουτου προσκυνησετε και επ' αυτω θυμιασετε |
13 Nem tudjátok-e, mit műveltem én s atyáim a föld valamennyi népével? Vajon meg tudták-e szabadítani a nemzeteknek s az összes országnak istenei országukat az én kezemtől? | 13 ου γνωσεσθε ο τι εποιησα εγω και οι πατερες μου πασι τοις λαοις των χωρων μη δυναμενοι ηδυναντο θεοι των εθνων πασης της γης σωσαι τον λαον αυτων εκ χειρος μου |
14 Ki tudta az atyáim által elpusztított nemzetek valamennyi istene közül megmenteni népét kezemtől, hogy éppen a ti Istenetek tudna titeket megmenteni e kéztől? | 14 τις εν πασι τοις θεοις των εθνων τουτων ους εξωλεθρευσαν οι πατερες μου μη ηδυναντο σωσαι τον λαον αυτων εκ χειρος μου οτι δυνησεται ο θεος υμων σωσαι υμας εκ χειρος μου |
15 Ne szedjen hát rá titeket Hiszkija, ne szédítsen meg hamis szavakkal, s ne higgyetek neki! Ha ugyanis egyetlen nemzet vagy ország istene sem tudta megszabadítani népét kezemtől, s atyáim kezétől, akkor a ti Istenetek sem tud majd megmenteni titeket az én kezemből.« | 15 νυν μη απατατω υμας εζεκιας και μη πεποιθεναι υμας ποιειτω κατα ταυτα και μη πιστευετε αυτω οτι ου μη δυνηται ο θεος παντος εθνους και βασιλειας του σωσαι τον λαον αυτου εκ χειρος μου και εκ χειρος πατερων μου οτι ο θεος υμων ου μη σωσει υμας εκ χειρος μου |
16 Sok egyebet is beszéltek szolgái az Úr Isten és szolgája, Hiszkija ellen, | 16 και ετι ελαλησαν οι παιδες αυτου επι κυριον θεον και επι εζεκιαν παιδα αυτου |
17 sőt leveleket is írtak, tele az Úr, Izrael Istene ellen való káromlással, s szólva ellene: »Amint a többi nemzet istenei nem tudták megszabadítani népüket kezemből, úgy Hiszkija Istene sem fogja tudni megszabadítani népét e kézből!« | 17 και βιβλιον εγραψεν ονειδιζειν τον κυριον θεον ισραηλ και ειπεν περι αυτου λεγων ως θεοι των εθνων της γης ουκ εξειλαντο τους λαους αυτων εκ χειρος μου ουτως ου μη εξεληται ο θεος εζεκιου λαον αυτου εκ χειρος μου |
18 Hozzá nagy lármával, zsidó nyelven odakiáltatott a jeruzsálemi várfalon tartózkodó nép felé, hogy megrémítse őket s elfoglalhassa a várost. | 18 και εβοησεν φωνη μεγαλη ιουδαιστι επι λαον ιερουσαλημ τον επι του τειχους του φοβησαι αυτους και κατασπασαι οπως προκαταλαβωνται την πολιν |
19 Úgy beszélt Jeruzsálem Istene ellen, mint a föld népeinek emberi kezek alkotta istenei ellen. | 19 και ελαλησεν επι θεον ιερουσαλημ ως και επι θεους λαων της γης εργα χειρων ανθρωπων |
20 Erre Hiszkija király és Izajás próféta, Ámosz fia, könyörögtek s az éghez kiáltottak e káromlás miatt. | 20 και προσηυξατο εζεκιας ο βασιλευς και ησαιας υιος αμως ο προφητης περι τουτων και εβοησαν εις τον ουρανον |
21 Erre az Úr elküldött egy angyalt, s az megverte az asszír király seregének valamennyi vitéz és harcos emberét és vezérét. Erre ő gyalázattal visszatért országába. Amikor aztán bement istene házába, tulajdon ágyékából származó fiai karddal megölték. | 21 και απεστειλεν κυριος αγγελον και εξετριψεν παν δυνατον πολεμιστην και αρχοντα και στρατηγον εν τη παρεμβολη βασιλεως ασσουρ και απεστρεψεν μετα αισχυνης προσωπου εις την γην αυτου και ηλθεν εις οικον του θεου αυτου και των εξελθοντων εκ κοιλιας αυτου κατεβαλον αυτον εν ρομφαια |
22 Így szabadította meg az Úr Hiszkiját és Jeruzsálem lakóit az asszírok királyának, Szanheribnek a kezéből s mindenkinek a kezéből és nyugalmat adott nekik körös-körül mindenfelől. | 22 και εσωσεν κυριος εζεκιαν και τους κατοικουντας εν ιερουσαλημ εκ χειρος σενναχηριμ βασιλεως ασσουρ και εκ χειρος παντων και κατεπαυσεν αυτους κυκλοθεν |
23 Erre sokan ajándékokat és áldozatokat hoztak Jeruzsálembe az Úrnak és ajándékokat Hiszkijának, Júda királyának. Ő aztán dicsőségre tett szert valamennyi nemzet előtt. | 23 και πολλοι εφερον δωρα τω κυριω εις ιερουσαλημ και δοματα τω εζεκια βασιλει ιουδα και υπερηρθη κατ' οφθαλμους παντων των εθνων μετα ταυτα |
24 Azokban a napokban halálosan megbetegedett Hiszkija, de az Úrhoz könyörgött, aki meghallgatta őt s csodajelet adott neki. | 24 εν ταις ημεραις εκειναις ηρρωστησεν εζεκιας εως θανατου και προσηυξατο προς κυριον και επηκουσεν αυτου και σημειον εδωκεν αυτω |
25 Ő azonban nem viszonozta a kapott jótéteményt, mert felfuvalkodott a szíve. Ezért aztán felgerjedt ellene, Júda ellen és Jeruzsálem ellen az Úr haragja. | 25 και ου κατα το ανταποδομα ο εδωκεν αυτω ανταπεδωκεν εζεκιας αλλα υψωθη η καρδια αυτου και εγενετο επ' αυτον οργη και επι ιουδαν και ιερουσαλημ |
26 Később azonban megalázta magát szíve felfuvalkodottságáért Jeruzsálem lakosaival együtt, s ezért nem Hiszkija idejében jött rájuk az Úr haragja. | 26 και εταπεινωθη εζεκιας απο του υψους της καρδιας αυτου και οι κατοικουντες ιερουσαλημ και ουκ επηλθεν επ' αυτους οργη κυριου εν ταις ημεραις εζεκιου |
27 Hiszkija igen gazdag és híres volt, és temérdek kincset, ezüstöt, aranyat, drágakövet, illatszert, mindenféle fegyvert s nagy értékű edényt gyűjtött magának. | 27 και εγενετο τω εζεκια πλουτος και δοξα πολλη σφοδρα και θησαυρους εποιησεν εαυτω αργυριου και χρυσιου και του λιθου του τιμιου και εις τα αρωματα και οπλοθηκας και εις σκευη επιθυμητα |
28 Gabona-, bor- és olajraktárakat, mindenféle marhaistállókat, juhaklokat | 28 και πολεις εις τα γενηματα σιτου και ελαιου και οινου και φατνας παντος κτηνους και μανδρας εις τα ποιμνια |
29 és városokat is épített magának. Igen sok juhnyája és számtalan marhacsordája volt ugyanis, mert az Úr igen sok jószágot adott neki. | 29 και πολεις ας ωκοδομησεν αυτω και αποσκευην προβατων και βοων εις πληθος οτι εδωκεν αυτω κυριος αποσκευην πολλην σφοδρα |
30 Hiszkija volt az, aki betömette Gíhon vizeinek felső forrását, s azokat levezettette a Dávid-város nyugati részére. Minden munkájában szerencsésen végrehajtotta azt, amit akart. | 30 αυτος εζεκιας ενεφραξεν την εξοδον του υδατος γιων το ανω και κατηυθυνεν αυτα κατω προς λιβα της πολεως δαυιδ και ευοδωθη εζεκιας εν πασι τοις εργοις αυτου |
31 Mindazonáltal, amikor a babiloni fejedelmek követeket küldtek hozzá, hogy megkérdezzék őt a felől a csoda felől, amely az országban történt, elhagyta őt Isten, hogy próbára tegye s ismeretes legyen mindaz, ami a szívében volt. | 31 και ουτως τοις πρεσβευταις των αρχοντων απο βαβυλωνος τοις αποσταλεισιν προς αυτον πυθεσθαι παρ' αυτου το τερας ο εγενετο επι της γης και εγκατελιπεν αυτον κυριος του πειρασαι αυτον ειδεναι τα εν τη καρδια αυτου |
32 Hiszkija többi dolgát és jócselekedetét megírták Izajás prófétának, Ámosz fiának látomásában, meg Júda és Izrael királyainak könyvében. | 32 και τα καταλοιπα των λογων εζεκιου και το ελεος αυτου ιδου γεγραπται εν τη προφητεια ησαιου υιου αμως του προφητου και επι βιβλιου βασιλεων ιουδα και ισραηλ |
33 Amikor aztán Hiszkija aludni tért atyáihoz, eltemették őt Dávid fiainak sírjai felett, s egész Júda s Jeruzsálem valamennyi lakója gyászünnepséget tartott felette. Fia, Manassze lett a király helyette. | 33 και εκοιμηθη εζεκιας μετα των πατερων αυτου και εθαψαν αυτον εν αναβασει ταφων υιων δαυιδ και δοξαν και τιμην εδωκαν αυτω εν τω θανατω αυτου πας ιουδα και οι κατοικουντες εν ιερουσαλημ και εβασιλευσεν μανασσης υιος αυτου αντ' αυτου |