Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Krónikák második könyve 32


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezek után a dolgok és igazságos cselekedetek után eljött Szanherib, az asszírok királya és bevonult Júdába. Ostrom alá vette a megerősített városokat, mert el akarta azokat foglalni.1 Μετα τα πραγματα ταυτα και την αληθειαν ταυτην, ηλθε Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας, και εισηλθεν εις τον Ιουδαν και εστρατοπεδευσεν εναντιον των οχυρων πολεων και ειπε να υποταξη αυτας εις εαυτον.
2 Amikor Hiszkija látta, hogy Szanherib eljött, s a harc egész heve Jeruzsálem ellen fordul,2 Και ιδων ο Εζεκιας, οτι ο Σενναχειρειμ ηλθε και ο σκοπος αυτου ητο να πολεμηση εναντιον της Ιερουσαλημ,
3 tanácsot tartott fejedelmeivel és a legvitézebb embereivel, hogy betömik a városon kívül levő forrásokat. Amikor ezt valamennyien helyeselték,3 συνεβουλευθη μετα των αρχοντων αυτου και μετα των δυνατων αυτου, να εμφραξη τα υδατα των πηγων των εξω της πολεως? και συνηργησαν μετ' αυτου.
4 igen nagy sokaságot gyűjtött egybe, és betömték az összes forrást s azt a patakot, amely a vidék közepén folyt, mondván: »Ha eljönnek az asszírok királyai, ne találjanak elegendő vizet.«4 Και συνηχθη λαος πολυς, και ενεφραξαν πασας τας πηγας και τον ποταμον τον ρεοντα δια μεσου της γης, λεγων, Δια τι ελθοντες οι βασιλεις της Ασσυριας να ευρωσιν υδωρ πολυ;
5 Majd serényen nekilátott, felépítette a lerombolt várfalat és tornyokat emelt rá. Kívül pedig még, egy várfalat húzatott s megújította a Mellót a Dávid-városban. Aztán mindenféle fegyvert és pajzsot szerzett és5 Ενδυναμωθεις ετι ανωκοδομησεν ολον το τειχος το κεχαλασμενον και υψωσεν εως των πυργων, και αλλο τειχος εξω και επεσκευασε την Μιλλω της πολεως Δαβιδ, και εκαμεν οπλα πολλα και θυρεους.
6 hadvezéreket állított a sereg élére. Egybehívta valamennyiüket a város kapujánál levő térségre s a szívükre beszélve így szólt:6 Και εβαλε πολεμαρχους επι τον λαον, και συνηθροισεν αυτους προς εαυτον εις την πλατειαν της πυλης της πολεως και ελαλησε κατα την καρδιαν αυτων, λεγων,
7 »Férfiasan járjatok el, s legyetek erősek! Ne féljetek s ne rettegjetek az asszírok királyától s a vele levő egész sokaságától, mert sokkal többen vannak mivelünk, mint ővele.7 Ενδυναμουσθε και ανδριζεσθε, μη φοβηθητε μηδε πτοηθητε απο προσωπου του βασιλεως της Ασσυριας, και απο προσωπου παντος του πληθους του μετ' αυτου? διοτι πλειοτεροι ειναι μεθ' ημων παρα μετ' αυτου?
8 Ővele ugyanis testi erő van, velünk azonban az Úr, a mi Istenünk, aki a mi segítőnk és harcol értünk.« Hiszkijának, Júda királyának e szavaira megbátorodott a nép.8 μετ' αυτου ειναι βραχιονες σαρκινοι μεθ' ημων δε ειναι Κυριος ο Θεος ημων, δια να βοηθη ημας και να μαχηται τας μαχας ημων. Και ενεθαρρυνθη ο λαος εις τους λογους Εζεκιου του βασιλεως του Ιουδα.
9 Amikor ez megtörtént, Szanherib, az asszírok királya, elküldte szolgáit Jeruzsálembe (ő maga ugyanis egész seregével Lákist ostromolta) Hiszkijához, Júda királyához s a városban levő egész néphez, ezzel az üzenettel:9 Μετα ταυτα απεστειλεν ο Σενναχειρειμ βασιλευς της Ασσυριας τους δουλους αυτου εις Ιερουσαλημ, αυτος δε, εχων μεθ' εαυτου πασαν την δυναμιν αυτου, επολιορκει την Λαχεις, προς Εζεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον Ιουδαν τον εν Ιερουσαλημ, λεγων,
10 Ezt üzeni Szanherib, az asszírok királya: »Kiben bíztok, hogy Jeruzsálemben maradtok az ostrom idején?10 Ουτω λεγει Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας? Εις τι πεποιθοτες καθησθε, πολιορκουμενοι εν Ιερουσαλημ;
11 Talán bizony Hiszkija rászedett titeket, hogy éhen s szomjan veszítsen azt állítva, hogy az Úr, a ti Istenetek, majd megszabadít titeket az asszírok királyának a kezéből?11 Δεν σας απατα ο Εζεκιας δια να σας παραδωση εις θανατον απο πεινης και απο διψης, λεγων, Κυριος ο Θεος ημων θελει ελευθερωσει ημας εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας;
12 Hát nem Hiszkija-e az, aki leromboltatta az Ő magaslatait és oltárait, s azt parancsolta és mondta Júdának és Jeruzsálemnek: ‘Egy oltár előtt imádkozzatok és azon égessetek jó illatot!’12 Αυτος ουτος ο Εζεκιας δεν εσηκωσε τους υψηλους αυτου τοπους και τα θυσιαστηρια αυτου και ειπε προς τον Ιουδαν και προς τον Ιερουσαλημ, λεγων, Εμπροσθεν ενος μονον θυσιαστηριου θελετε προσκυνει και επ' αυτο θελετε θυμιαζει;
13 Nem tudjátok-e, mit műveltem én s atyáim a föld valamennyi népével? Vajon meg tudták-e szabadítani a nemzeteknek s az összes országnak istenei országukat az én kezemtől?13 Δεν εξευρετε τι επραξα εγω και οι πατερες μου εις παντας τους λαους της γης; ηδυνηθησαν οι θεοι των εθνων της γης να λυτρωσωσι τους τοπους αυτων εκ της χειρος μου;
14 Ki tudta az atyáim által elpusztított nemzetek valamennyi istene közül megmenteni népét kezemtől, hogy éppen a ti Istenetek tudna titeket megmenteni e kéztől?14 Τις εκ παντων των θεων των εθνων εκεινων, τα οποια οι πατερες μου εξωλοθρευσαν, ηδυνηθη να λυτρωση τον λαον αυτου εκ της χειρος μου, ωστε να δυνηθη ο Θεος υμων να λυτρωση υμας εκ της χειρος μου;
15 Ne szedjen hát rá titeket Hiszkija, ne szédítsen meg hamis szavakkal, s ne higgyetek neki! Ha ugyanis egyetlen nemzet vagy ország istene sem tudta megszabadítani népét kezemtől, s atyáim kezétől, akkor a ti Istenetek sem tud majd megmenteni titeket az én kezemből.«15 Τωρα λοιπον ας μη σας πλανα ο Εζεκιας, και ας μη σας απατα ουτως, και μη πιστευετε αυτον? διοτι ουδεις θεος ουδενος εθνους η βασιλειας ηδυνηθη να λυτρωση τον λαον αυτου εκ της χειρος μου και εκ της χειρος των πατερων μου? πολυ ολιγωτερον ο Θεος σας θελει σας λυτρωσει εκ της χειρος μου.
16 Sok egyebet is beszéltek szolgái az Úr Isten és szolgája, Hiszkija ellen,16 Και περισσοτερα ετι ελαλησαν οι δουλοι αυτου εναντιον Κυριου του Θεου και εναντιον του δουλου αυτου Εζεκιου.
17 sőt leveleket is írtak, tele az Úr, Izrael Istene ellen való káromlással, s szólva ellene: »Amint a többi nemzet istenei nem tudták megszabadítani népüket kezemből, úgy Hiszkija Istene sem fogja tudni megszabadítani népét e kézből!«17 Και επιστολας εγραψε δια να ονειδιση Κυριον τον Θεον του Ισραηλ και να λαληση κατ' αυτου, λεγων, Καθως οι θεοι των εθνων της γης δεν ελυτρωσαν τον λαον αυτων εκ της χειρος μου, ουτω και ο Θεος του Εζεκιου δεν θελει λυτρωσει τον λαον αυτου εκ της χειρος μου.
18 Hozzá nagy lármával, zsidó nyelven odakiáltatott a jeruzsálemi várfalon tartózkodó nép felé, hogy megrémítse őket s elfoglalhassa a várost.18 Τοτε εβοησαν Ιουδαιστι, μετα φωνης μεγαλης, προς τον λαον της Ιερουσαλημ τον επι του τειχους, δια να φοβισωσιν αυτους και να ταραξωσιν αυτους, οπως κυριευσωσι την πολιν?
19 Úgy beszélt Jeruzsálem Istene ellen, mint a föld népeinek emberi kezek alkotta istenei ellen.19 και ελαλησαν κατα του Θεου της Ιερουσαλημ, καθως κατα των θεων των λαων της γης, οιτινες ειναι εργα χειρων ανθρωπων.
20 Erre Hiszkija király és Izajás próféta, Ámosz fia, könyörögtek s az éghez kiáltottak e káromlás miatt.20 Και προσευχηθη περι τουτων Εζεκιας ο βασιλευς και Ησαιας ο προφητης, ο υιος του Αμως, και εβοησαν προς τον ουρανον.
21 Erre az Úr elküldött egy angyalt, s az megverte az asszír király seregének valamennyi vitéz és harcos emberét és vezérét. Erre ő gyalázattal visszatért országába. Amikor aztán bement istene házába, tulajdon ágyékából származó fiai karddal megölték.21 Και απεστειλε Κυριος αγγελον, οστις ηφανισε παντας τους δυνατους εν ισχυι και τους αρχοντας και τους στρατηγους εν τω στρατοπεδω του βασιλεως της Ασσυριας. Και επεστρεψε με κατησχυμμενον προσωπον εις την γην αυτου. Και οτε εισηλθεν εις τον οικον του θεου αυτου, οι εξελθοντες εκ των σπλαγχνων αυτου εθανατωσαν αυτον εκει εν μαχαιρα.
22 Így szabadította meg az Úr Hiszkiját és Jeruzsálem lakóit az asszírok királyának, Szanheribnek a kezéből s mindenkinek a kezéből és nyugalmat adott nekik körös-körül mindenfelől.22 Και εσωσεν ο Κυριος τον Εζεκιαν και τους κατοικους της Ιερουσαλημ εκ της χειρος Σενναχειρειμ του βασιλεως της Ασσυριας και εκ της χειρος παντων, και ησφαλισεν αυτους κυκλοθεν.
23 Erre sokan ajándékokat és áldozatokat hoztak Jeruzsálembe az Úrnak és ajándékokat Hiszkijának, Júda királyának. Ő aztán dicsőségre tett szert valamennyi nemzet előtt.23 Και εφεραν πολλοι δωρα προς τον Κυριον εις Ιερουσαλημ και πολυτιμα πραγματα προς Εζεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα? και εμεγαλυνθη εκτοτε ενωπιον παντων των εθνων.
24 Azokban a napokban halálosan megbetegedett Hiszkija, de az Úrhoz könyörgött, aki meghallgatta őt s csodajelet adott neki.24 Κατ' εκεινας τας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εως θανατου? και προσευχηθη εις τον Κυριον? και επηκουσεν αυτου και εδωκεν εις αυτον σημειον.
25 Ő azonban nem viszonozta a kapott jótéteményt, mert felfuvalkodott a szíve. Ezért aztán felgerjedt ellene, Júda ellen és Jeruzsálem ellen az Úr haragja.25 Πλην δεν ανταπεδωκεν ο Εζεκιας κατα την εις αυτον ευεργεσιαν? διοτι επηρθη η καρδια αυτου? οθεν επηλθεν οργη επ' αυτον και επι τον Ιουδαν και την Ιερουσαλημ.
26 Később azonban megalázta magát szíve felfuvalkodottságáért Jeruzsálem lakosaival együtt, s ezért nem Hiszkija idejében jött rájuk az Úr haragja.26 Και εταπεινωθη ο Εζεκιας δια την επαρσιν της καρδιας αυτου, αυτος και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ, και δεν ηλθεν επ' αυτους η οργη του Κυριου εν ταις ημεραις του Εζεκιου.
27 Hiszkija igen gazdag és híres volt, és temérdek kincset, ezüstöt, aranyat, drágakövet, illatszert, mindenféle fegyvert s nagy értékű edényt gyűjtött magának.27 Απεκτησε δε ο Εζεκιας πλουτον και δοξαν πολλην σφοδρα? και εκαμεν εις εαυτον θησαυρους αργυριου και χρυσιου και λιθων πολυτιμων και αρωματων και ασπιδων και παντος ειδους σκευων επιθυμητων?
28 Gabona-, bor- és olajraktárakat, mindenféle marhaistállókat, juhaklokat28 και αποθηκας δια το εισοδημα του σιτου και του οινου και του ελαιου? και σταυλους δια παν ειδος κτηνων και μανδρας δια ποιμνια.
29 és városokat is épített magának. Igen sok juhnyája és számtalan marhacsordája volt ugyanis, mert az Úr igen sok jószágot adott neki.29 Και εκαμεν εις εαυτον πολεις και απεκτησε προβατα και βοας εις πληθος? διοτι ο Θεος εδωκεν εις αυτον περιουσιαν πολλην σφοδρα.
30 Hiszkija volt az, aki betömette Gíhon vizeinek felső forrását, s azokat levezettette a Dávid-város nyugati részére. Minden munkájában szerencsésen végrehajtotta azt, amit akart.30 Εφραξεν ετι αυτος ο Εζεκιας την ανω εξοδον των υδατων του Γιων, και διηυθυνεν αυτα κατω προς δυσμας της πολεως Δαβιδ. Και ευωδωθη ο Εζεκιας εις παντα τα εργα αυτου.
31 Mindazonáltal, amikor a babiloni fejedelmek követeket küldtek hozzá, hogy megkérdezzék őt a felől a csoda felől, amely az országban történt, elhagyta őt Isten, hogy próbára tegye s ismeretes legyen mindaz, ami a szívében volt.31 Επι των πρεσβεων ομως των αρχοντων της Βαβυλωνος, οιτινες εστειλαν προς αυτον δια να ερευνησωσι περι του θαυματος του γενομενου εν τη γη, ο Θεος εγκατελιπεν αυτον, δια να δοκιμαση αυτον, ωστε να γνωριση παντα τα εν τη καρδια αυτου.
32 Hiszkija többi dolgát és jócselekedetét megírták Izajás prófétának, Ámosz fiának látomásában, meg Júda és Izrael királyainak könyvében.32 Αι δε λοιπαι πραξεις του Εζεκιου και τα ελεη αυτου, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τη ορασει Ησαιου του προφητου, υιου του Αμως, εν τω βιβλιω των βασιλεων Ιουδα και Ισραηλ.
33 Amikor aztán Hiszkija aludni tért atyáihoz, eltemették őt Dávid fiainak sírjai felett, s egész Júda s Jeruzsálem valamennyi lakója gyászünnepséget tartott felette. Fia, Manassze lett a király helyette.33 Και εκοιμηθη ο Εζεκιας μετα των πατερων αυτου, και εθαψαν αυτον εν τω υψηλοτερω των ταφων των υιων Δαβιδ? και πας ο Ιουδας και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ εκαμον εις αυτον τιμας εν τω θανατω αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Μανασσης ο υιος αυτου.