Teremtés könyve 34
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Egyszer aztán kiment Dína, akit Lea szült Jákobnak, hogy megnézze annak a vidéknek a lányait. | 1 Και εξηλθε Δεινα η θυγατηρ της Λειας, την οποιαν εγεννησεν εις τον Ιακωβ, δια να ιδη τας θυγατερας του τοπου. |
2 Szíchem, a föld fejedelmének, a hivvita Hémornak a fia megszerette, elrabolta, és vele aludt, erőszakot követve el ellene. | 2 Και ιδων αυτην Συχεμ, ο υιος του Εμμωρ του Ευαιου, αρχοντος του τοπου, ελαβεν αυτην, και εκοιμηθη μετ' αυτης και εταπεινωσεν αυτην. |
3 Mivel teljes szívéből ragaszkodott hozzá, és szerette a lányt, a szívére beszélt, | 3 Και η ψυχη αυτου προσεκολληθη εις την Δειναν, την θυγατερα του Ιακωβ? και ηγαπησε την κορην και ελαλησε κατα την καρδιαν της κορης. |
4 aztán elment apjához, Hémorhoz, és azt mondta: »Vedd meg nekem feleségül ezt a lányt!« | 4 Και ειπεν ο Συχεμ προς Εμμωρ τον πατερα αυτου, λεγων, Λαβε μοι την κορην ταυτην εις γυναικα. |
5 Amikor Jákob meghallotta, hogy lányát, Dínát megbecstelenítették, miközben a fiai távol voltak, s a nyáj legeltetésében foglalatoskodtak, hallgatott, amíg azok vissza nem jöttek. | 5 Και ηκουσεν ο Ιακωβ, οτι εμιανε την Δειναν την θυγατερα αυτου? οι δε υιοι αυτου ησαν μετα των κτηνων αυτου εν τω αγρω? και παρεσιωπησεν ο Ιακωβ εωσου ελθωσιν. |
6 Hémor pedig, Szíchem atyja kiment, hogy beszéljen Jákobbal. | 6 Εμμωρ δε, ο πατηρ του Συχεμ, εξηλθε προς τον Ιακωβ, δια να ομιληση μετ' αυτου. |
7 Közben azonban Jákob fiai megjöttek a mezőről. Amikor meghallották, hogy mi történt, nagyon elszomorodtak, és megharagudtak, hogy gyalázatos dolog esett Izraelen, és meggyalázták Jákob lányát, tilalmas dolgot cselekedtek. | 7 Και ηλθον οι υιοι του Ιακωβ εκ του αγρου, καθως ηκουσαν τουτο? και ηγανακτησαν οι ανδρες και εθυμωθησαν σφοδρα, οτι επραξεν αισχρα εις τον Ισραηλ, κοιμηθεις μετα της θυγατρος του Ιακωβ? το οποιον δεν επρεπε να γεινη. |
8 Hémor így szólt hozzájuk: »Fiamnak, Szíchemnek a lelke lányotokhoz ragaszkodik. Adjátok feleségül neki, | 8 Και ελαλησε προς αυτους ο Εμμωρ, λεγων, Η ψυχη του Συχεμ του υιου μου προσηλωθη εις την θυγατερα σας? δοτε αυτην εις αυτον, παρακαλω, εις γυναικα? |
9 és kössünk egymás között házasságokat! Adjátok lányaitokat mihozzánk, ti pedig vegyétek el a mi lányainkat, | 9 και συμπενθερευσατε μεθ' ημων? τας θυγατερας σας δοτε εις ημας, και τας θυγατερας ημων λαβετε εις εαυτους? |
10 és lakjatok velünk! Ez a föld a birtokotokban van: maradjatok, lakjatok rajta, és birtokoljátok!« | 10 και κατοικησατε μεθ' ημων? ιδου, η γη ειναι εμπροσθεν σας? κατοικειτε και εμπορευεσθε επ' αυτης και καμετε κτηματα εν αυτη. |
11 Maga Szíchem is szólt a lány apjához és testvéreihez: »Hadd találjak kegyelmet előttetek, s bármit határoztok, megadom! | 11 Ειπε δε ο Συχεμ προς τον πατερα αυτης και προς τους αδελφους αυτης, Ας ευρω χαριν εμπροσθεν σας? και ο, τι ειπητε εις εμε θελω δωσει? |
12 Szabjátok magasra a hozományt, és követeljetek nászajándékot! Örömest megadom, amit kívántok, csak adjátok nekem azt a lányt feleségül!« | 12 ζητησατε παρ' εμου οσην προικα θελετε, και οσα χαρισματα, και θελω δωσει αυτα, καθως ηθελετε μοι ειπει? μονον δοτε μοι την κορην εις γυναικα. |
13 Jákob fiai azt felelték Szíchemnek és apjának, Hémornak – álnokul, mivel nővérüket meggyalázták –: | 13 Απεκριθησαν δε οι υιοι του Ιακωβ προς τον Συχεμ και προς τον Εμμωρ τον πατερα αυτου, μετα δολου? και ελαλησαν επειδη αυτος ειχε μιανει την Δειναν την αδελφην αυτων |
14 »Nem tehetjük meg, amit kértek, mert nem adhatjuk nővérünket körülmetéletlen embernek: gyalázatos dolog az minálunk. | 14 και ειπον προς αυτους, Δεν δυναμεθα να καμωμεν το πραγμα τουτο, να δωσωμεν την αδελφην ημων εις ανθρωπον απεριτμητον? διοτι τουτο ειναι ονειδος εις ημας? |
15 Csak abban az esetben szövetkezhetünk, ha hasonlók akartok lenni hozzánk, és körülmetélkedik közöttetek minden férfi. | 15 επι τουτω μονον θελομεν συμφωνησει με σας? Εαν σεις γεινετε ως ημεις, περιτεμνοντες παν αρσενικον μεταξυ σας, |
16 Akkor hozzátok adjuk lányainkat, mi pedig elvesszük a tieiteket, és veletek lakunk majd, s egy néppé leszünk! | 16 τοτε θελομεν δωσει τας θυγατερας ημων εις εσας, και τας θυγατερας σας θελομεν λαβει εις ημας, και θελομεν κατοικησει με σας και θελομεν γεινει εις λαος? |
17 Ha azonban nem akartok körülmetélkedni, fogjuk a lányunkat, és megyünk!« | 17 εαν ομως δεν μας ακουσητε να περιτμηθητε, τοτε θελομεν λαβει την θυγατερα ημων και θελομεν αναχωρησει. |
18 Ajánlatuk tetszett Hémornak és fiának, Szíchemnek. | 18 Και ηρεσαν οι λογοι αυτων εις τον Εμμωρ και εις τον Συχεμ τον υιον του Εμμωρ? |
19 Az ifjú nem vonakodott attól, hogy azonnal teljesítse, amit kívántak, mert nagyon szerette Jákob lányát; márpedig ő igen tekintélyes ember volt apja egész házában. | 19 και δεν εβραδυνεν ο νεος να καμη το πραγμα, διοτι υπερηγαπα την θυγατερα του Ιακωβ? και ητο ο ενδοξοτερος παντος του οικου του πατρος αυτου. |
20 Hémor és a fia, Szíchem bementek tehát a város kapujába, és így szóltak a város férfiaihoz: | 20 Και ηλθεν ο Εμμωρ και ο Συχεμ ο υιος αυτου εις την πυλην της πολεως αυτων, και ελαλησαν προς τους ανδρας της πολεως αυτων λεγοντες, |
21 »Ezek az emberek békességesek irántunk. Maradjanak ezen a földön, és lakjanak rajta, hisz tágas az és széles előttük! Vegyük lányaikat feleségül, és adjuk nekik a mieinket! | 21 Οι ανθρωποι ουτοι ειναι ειρηνικοι μεθ' ημων? ας κατοικησωσι λοιπον εν τη γη και ας εμπορευωνται εν αυτη? διοτι η γη, ιδου, ειναι αρκετα ευρυχωρος δι' αυτους? τας θυγατερας αυτων ας λαβωμεν εις γυναικας, και τας θυγατερας ημων ας δωσωμεν εις αυτους? |
22 De csak akkor egyeznek bele ezek a férfiak, hogy velünk maradjanak és egy néppé legyünk, ha körülmetéltetjük közülünk a férfiakat, követve ezzel ennek a népnek szertartását. | 22 επι τουτω μονον θελουσι συμφωνησει με ημας οι ανθρωποι δια να κατοικησωσι μεθ' ημων, ωστε να γεινωμεν εις λαος, εαν περιτμηθη παν αρσενικον μεταξυ ημων, καθως αυτοι περιτεμνονται? |
23 Akkor a jószáguk is, barmuk is és mindenük, amijük van, a mienk lesz! Csak ebbe egyezzünk bele, akkor együtt fognak lakni velünk!« | 23 τα ποιμνια αυτων και τα υπαρχοντα αυτων και παντα τα κτηνη αυτων δεν θελουσιν εισθαι ιδικα μας; μονον ας συμφωνησωμεν με αυτους, και θελουσι κατοικησει μεθ' ημων. |
24 Mindannyian beleegyeztek, és körülmetéltette magát minden férfi, aki kiment a város kapuján. | 24 Και εισηκουσαν του Εμμωρ και Συχεμ του υιου αυτου παντες οι εξερχομενοι εκ της πυλης της πολεως αυτου? και περιετμηθη παν αρσενικον, παντες οι εξερχομενοι δια της πυλης της πολεως αυτου. |
25 A harmadik napon azonban, amikor a legsúlyosabb a sebek fájdalma, íme, Jákob két fia, Simeon és Lévi, Dína fivérei kardot ragadtak, sértetlenül bementek a városba, és megöltek minden férfit. | 25 Την δε τριτην ημεραν, οτε ησαν εν τω πονω, δυο εκ των υιων του Ιακωβ, ο Συμεων και ο Λευι, αδελφοι της Δεινας, ελαβον εκαστος την μαχαιραν αυτου, και εισηλθον εις την πολιν ασφαλως και εφονευσαν παν αρσενικον. |
26 Megölték Hémort és Szíchemet is, Dínát pedig, a nővérüket elvitték Szíchem házából. | 26 Και τον Εμμωρ και τον Συχεμ τον υιον αυτου εφονευσαν εν στοματι μαχαιρας? και ελαβον την Δειναν εκ του οικου του Συχεμ και εξηλθον. |
27 A megöltek fölött berohant Jákob többi fia is, és kipusztították a várost, hogy bosszút álljanak a megbecstelenítésért. | 27 Οι δε υιοι του Ιακωβ ηλθον επι τους πεφονευμενους και διηρπασαν την πολιν, επειδη ειχον μιανει την αδελφην αυτων. |
28 Juhaikat és marháikat, szamaraikat és mindenüket, ami a városban és a mezőkön volt, elhajtották. Fogságba vitték minden vagyonukat, | 28 Ελαβον τα προβατα αυτων και τους βοας αυτων και τους ονους αυτων και ο, τι ητο εν τη πολει και ο, τι εν τω αγρω? |
29 gyermekeiket és feleségeiket is. Kifosztottak mindent, ami a házakban volt. | 29 και πασαν την περιουσιαν αυτων και παντα τα παιδια αυτων και τας γυναικας αυτων ηχμαλωτισαν? και παν ο, τι ευρισκετο εν ταις οικιαις διηρπασαν. |
30 Jákob azonban így szólt Simeonhoz és Lévihez: »Megszomorítottatok, mert gyűlöletessé tettetek engem e föld lakói, a kánaániak és a periziták előtt! Mi kevesen vagyunk, ők meg majd egybegyűlnek, és megölnek minket, eltörölnek engem és házam népét.« | 30 Ειπε δε ο Ιακωβ προς τον Συμεων και προς τον Λευι, Εις ταραχην με εβαλετε, καμνοντες με μισητον μεταξυ των κατοικων της γης, μεταξυ των Χαναναιων και Φερεζαιων? εγω δε ολιγους ανθρωπους εχω, και εκεινοι θελουσι συναχθη εναντιον μου και θελουσι με παταξει και θελω απολεσθη εγω και ο οικος μου. |
31 Ők azonban azt felelték: »Hát kellett nekik úgy bánniuk a nővérünkkel, mint valami utcanővel?« | 31 Οι δε ειπον, Επρεπε λοιπον την αδελφην ημων να μεταχειρισθωσιν ως πορνην; |