Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 33


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amint aztán Jákob felemelte szemét, látta, hogy megérkezik Ézsau, és vele négyszáz ember. Erre különválasztotta Leának, Ráchelnek és a két szolgálónak gyermekeit,1 Αναβλεψας δε ο Ιακωβ ειδε? και ιδου, ο Ησαυ ηρχετο, και μετ' αυτου τετρακοσιοι ανδρες? και εμοιρασεν ο Ιακωβ τα παιδια εις την Λειαν και εις την Ραχηλ και εις τας δυο θεραπαινας.
2 a két szolgálót és gyermekeit felállította elöl, Leát és a gyermekeit a második helyen, Ráchelt és Józsefet pedig leghátul.2 Και τας μεν θεραπαινας και τα τεκνα αυτων εβαλεν εμπροσθεν, την δε Λειαν και τα τεκνα αυτης, κατοπιν, και την Ραχηλ και τον Ιωσηφ, τελευταιους.
3 Aztán eléjük állt, és hétszer földig hajtotta magát, amíg a bátyja közelébe ért.3 Αυτος δε επερασεν εμπροσθεν αυτων και προσεκυνησεν εως εδαφους επτακις, εως να πλησιαση εις τον αδελφον αυτου.
4 Erre Ézsau az öccse elé futott, megölelte, a nyakába borult, megcsókolta, és sírt.4 Και εδραμεν ο Ησαυ εις συναντησιν αυτου και ενηγκαλισθη αυτον και επεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον? και εκλαυσαν.
5 Amikor aztán felemelte szemét, meglátta az asszonyokat és gyermekeiket. Így szólt: »Kik ezek?« Ő azt felelte: »Ezek azok a gyermekek, akiket Isten nekem, szolgádnak ajándékozott.«5 Και αναβλεψας ειδε τας γυναικας και τα παιδια? και ειπε, Τι σου ειναι ουτοι; Ο δε ειπε τα παιδια, τα οποια εχαρισεν ο Θεος εις τον δουλον σου.
6 Erre közelebb jöttek a szolgálók és fiaik, és meghajtották magukat.6 Τοτε επλησιασαν αι θεραπαιναι, αυται και τα τεκνα αυτων, και προσεκυνησαν?
7 Odament Lea is a gyermekeivel, és ők is meghajtották magukat. Végül odalépett József és Ráchel, és meghajtotta magát.7 παρομοιως επλησιασαν και η Λεια και τα τεκνα αυτης, και προσεκυνησαν? και μετα ταυτα επλησιασαν ο Ιωσηφ και η Ραχηλ και προσεκυνησαν.
8 Ézsau ekkor azt mondta: »Mire való az a tábor, amellyel találkoztam?« Ő azt felelte: »Hogy kegyelmet találjak uram előtt!«8 Και ειπε, Προς τι απαν το στρατοπεδον σου τουτο, το οποιον απηντησα; Ο δε ειπε, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν του κυριου μου.
9 Ám Ézsau azt mondta: »Van nekem mindenem bőven, öcsém! Ami a tied volt, maradjon csak a tied!«9 Και ειπεν ο Ησαυ, Εχω πολλα, αδελφε μου? εχε συ τα ιδικα σου.
10 De Jákob így szólt: »Ne legyen úgy, kérlek: ha kegyelmet találtam szemedben, fogadd el ezt a kicsiny ajándékot a kezemből, mert úgy néztem arcodra, mintha Isten arcát láttam volna. Légy hozzám kegyes,10 Και ειπεν ο Ιακωβ, Ουχι, παρακαλω? εαν ευρηκα χαριν εμπροσθεν σου, δεξαι το δωρον μου εκ των χειρων μου? διοτι δια τουτο ειδον το προσωπον σου, ως εαν εβλεπον προσωπον Θεου, και συ ευηρεστηθης εις εμε?
11 és fogadd el az áldást, amelyet neked hoztam, mert kegyes volt hozzám Isten, és mindenem megvan!« Öccse unszolására nagy nehezen elfogadta azokat, majd11 δεξαι, παρακαλω, τας ευλογιας μου, τας προσφερομενας προς σε? διοτι με ηλεησεν ο Θεος και εχω τα παντα. Και εβιασεν αυτον και εδεχθη.
12 így szólt: »Menjünk együtt, társad leszek utadon!«12 Και ειπεν, Ας σηκωθωμεν και ας υπαγωμεν, και εγω θελω προπορευεσθαι εμπροσθεν σου.
13 Jákob erre azt mondta: »Tudod, uram, hogy gyenge gyermekek, szoptatós juhok és tehenek vannak velem. Ha a járásban jobban megerőltetem őket, egy nap alatt elhull az egész nyájam.13 Και ειπε προς αυτον ο Ιακωβ, Ο κυριος μου εξευρει οτι τα παιδια ειναι τρυφερα, και εχω μετ' εμου εγκυμονουντα προβατα και βοας? και εαν βιασωσιν αυτα μιαν μονην ημεραν, απαν το ποιμνιον θελει αποθανει.
14 Uram csak menjen előre a szolgája előtt, én meg majd lassan ballagok az előttem járó jószág és a gyerekek járása szerint, amíg el nem jutok uramhoz Szeírbe!«14 Ας περαση, παρακαλω, ο κυριος μου εμπροσθεν του δουλου αυτου? και εγω θελω ακολουθει βραδεως, κατα το βαδισμα των κτηνων των εμπροσθεν μου, και κατα το βαδισμα των παιδαριων, εωσου φθασω προς τον κυριον μου εις Σηειρ.
15 Ézsau azt felelte: »Kérlek, hadd maradjanak legalább a velem levő népből néhányan útitársaid!« »Nem szükséges – felelte Jákob –, csak arra van szükségem, hogy kegyelmet találjak szemedben, uram!«15 Και ειπεν ο Ησαυ, Ας αφησω λοιπον μετα σου μερος εκ του λαου, του μετ' εμου. Ο δε ειπε, Δια τι τουτο; αρκει οτι ευρηκα χαριν εμπροσθεν του κυριου μου.
16 Ézsau tehát még aznap visszatért Szeírbe azon az úton, amelyen jött.16 Επεστρεψε λοιπον ο Ησαυ την ημεραν εκεινην εις την οδον αυτου εις Σηειρ.
17 Jákob pedig Szukkótba ment. Ott házat épített magának, és sátrakat állított a nyájainak, ezért el is nevezte azt a helyet Szukkótnak (azaz Sátraknak).17 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις Σοκχωθ, και ωκοδομησεν εις εαυτον οικιαν, και δια τα κτηνη αυτου εκαμε σκηνας? δια τουτο εκαλεσε το ονομα του τοπου Σοκχωθ.
18 Jákob azután sértetlenül eljutott Szíchem városába, amely Kánaán földjén van – miután Paddan-Arámból visszatért –, és letelepedett a város mellett.18 Και αφου επεστρεψεν ο Ιακωβ απο Παδαν-αραμ, ηλθεν εις Σαλημ, πολιν Συχεμ, την εν τη γη Χανααν? και κατεσκηνωσεν εμπροσθεν της πολεως.
19 Megvette azt a darab földet, amelyen a sátrait felütötte, Hémornak, Szíchem atyjának fiaitól száz bárányon,19 Και ηγορασε την μεριδα του αγρου, οπου εστησε την σκηνην αυτου, παρα των υιων του Εμμωρ, πατρος του Συχεμ, δι' εκατον αργυρια.
20 s ott oltárt állított. Így nevezte el: »Isten, Izrael Istene.«20 Και εστησεν εκει θυσιαστηριον, και εκαλεσεν αυτο Ελ-ελωε-Ισραηλ.