1 Toi donc, Job, entends mes arguments, sois attentif à toutes mes paroles. | 1 Δια τουτο, Ιωβ, ακουσον τωρα τας ομιλιας μου, και ακροασθητι παντας τους λογους μου. |
2 J’ai commencé et je parle. | 2 Ιδου, τωρα ηνοιξα το στομα μου? η γλωσσα μου λαλει εν τω στοματι μου. |
3 Ce sera pour dire des paroles de science, je ne dirai rien qui ne soit vrai. | 3 Οι λογοι μου θελουσιν εισθαι κατα την ευθυτητα της καρδιας μου? και τα χειλη μου θελουσι προφερει γνωσιν καθαραν. |
4 33:5 Réponds-moi donc si tu le peux; prépare tes arguments et donne la réplique. | 4 Το Πνευμα του Θεου με εκαμε και η πνοη του Παντοδυναμου με εζωοποιησεν. |
5 33:6 Devant Dieu je ne suis pas plus que toi, moi aussi j’ai été pétri d’argile; | 5 Εαν δυνασαι, αποκριθητι μοι? παραταχθητι εμπροσθεν μου? στηθι. |
6 33:4 fait par le souffle de Dieu, je suis vivant grâce à l’esprit du Puissant. | 6 Ιδου, εγω ειμαι κατα τον λογον σου απο μερους του Θεου? εκ πηλου ειμαι και εγω μεμορφωμενος. |
7 Tu n’as pas à craindre, comme avec sa terreur, tu ne sentiras pas le poids de ma main. | 7 Ιδου, ο τρομος μου δεν θελει σε ταραξει, ουδε η χειρ μου θελει εισθαι βαρεια επι σε. |
8 Du as donc dit devant moi, et je l’ai bien entendu: | 8 Συ τωοντι ειπας εις τα ωτα μου, και ηκουσα την φωνην των λογων σου, |
9 “Je suis innocent et sans fautes, je suis pur de tout crime. | 9 Ειμαι καθαρος χωρις αμαρτιας? ειμαι αθωος? και ανομια δεν υπαρχει εν εμοι? |
10 C’est Dieu qui me cherche des prétextes et qui me traite en ennemi. | 10 ιδου, ευρισκει αφορμας εναντιον μου? με νομιζει εχθρον αυτου? |
11 Il a mis des entraves à mes pieds, il surveille tous mes pas.” | 11 βαλλει τους ποδας μου εν τω ξυλω? παραφυλαττει πασας τας οδους μου. |
12 Je te réponds: Tu as tort de parler ainsi, car Dieu est bien plus grand qu’un humain. | 12 Ιδου, κατα τουτο δεν εισαι δικαιος? θελω αποκριθη προς σε, διοτι ο Θεος ειναι μεγαλητερος του ανθρωπου. |
13 Pourquoi lui fais-tu ce reproche qu’il laisse sans réponse toutes tes paroles? | 13 Δια τι αντιμαχεσαι προς αυτον; διοτι δεν διδει λογον περι ουδεμιας των πραξεων αυτου. |
14 Car Dieu parle, mais il ne le répète pas deux fois. | 14 Διοτι ο Θεος λαλει απαξ και δις, αλλ' ο ανθρωπος δεν προσεχει. |
15 Ce peut être un rêve, une vision dans la nuit: tandis que l’homme repose sur sa couche, il tombe dans un état de torpeur, | 15 Εν ενυπνιω, εν ορασει νυκτερινη, οτε βαθυς υπνος πιπτει επι τους ανθρωπους, οτε υπνωττουσιν επι της κλινης? |
16 et Dieu alors parle à l’oreille des humains, il les effraie par des apparitions. | 16 τοτε ανοιγει τα ωτα των ανθρωπων, και επισφραγιζει την προς αυτους νουθεσιαν? |
17 Il veut arrêter l’homme dans son projet et le guérir de son orgueil. | 17 δια να αποστρεψη τον ανθρωπον απο των πραξεων αυτου και να εκβαλη την υπερηφανιαν εκ του ανθρωπου. |
18 C’est ainsi qu’il épargne à son âme la tombe et l’empêche de descendre au séjour des morts. | 18 Προλαμβανει την ψυχην αυτου απο του λακκου και την ζωην αυτου απο του να διαπερασθη υπο ρομφαιας. |
19 Il corrige aussi l’être humain par la douleur, quand il est en proie aux frissons de la fièvre: | 19 Παλιν, τιμωρειται με πονους επι της κλινης αυτου, και το πληθος των οστεων αυτου με δυνατους πονους? |
20 quand il prend en dégoût son pain, et perd tout son appétit; | 20 ωστε η ζωη αυτου αποστρεφεται τον αρτον και η ψυχη αυτου το επιθυμητον φαγητον? |
21 quand il maigrit à vue d’œil, et déjà n’a plus que la peau sur les os; | 21 η σαρξ αυτου αναλισκεται, ωστε δεν φαινεται, και τα οστα αυτου τα αφανη εξεχουσιν? |
22 lorsque son âme approche de la fosse, et que sa vie aboutit au séjour des morts. | 22 η δε ψυχη αυτου πλησιαζει εις τον λακκον και η ζωη αυτου εις τους φονευτας. |
23 Mais alors un ange se penche sur lui, un parmi des milliers, un de ceux qui rappellent aux humains leur devoir. | 23 Εαν ηναι μηνυτης μετ' αυτου η ερμηνευτης, εις μεταξυ χιλιων, δια να αναγγειλη προς τον ανθρωπον την ευθυτητα αυτου? |
24 Il prend pitié de lui et il implore: “Ne l’oblige pas à descendre dans la fosse, j’ai trouvé le moyen de racheter sa vie!” | 24 τοτε θελει εισθαι ιλεως εις αυτον και θελει ειπει, Λυτρωσον αυτον απο του να καταβη εις τον λακκον? εγω ευρηκα εξιλασμον. |
25 Sa chair alors reprend vie: c’est une jeunesse! il revient aux jours de son adolescence; | 25 Η σαρξ αυτου θελει εισθαι ανθηροτερα νηπιου? θελει επιστρεψει εις τας ημερας της νεοτητος αυτου? |
26 Il se tourne vers Dieu qui le prend en grâce, il va le visiter et fait éclater sa joie, proclamant aux humains la justice de Dieu. | 26 θελει δεηθη του Θεου και θελει ευνοησει προς αυτον? και θελει βλεπει το προσωπον αυτου εν χαρα? και θελει αποδωσει εις τον ανθρωπον την δικαιοσυνην αυτου. |
27 Il reconnaît devant les humains: “J’avais péché, commis l’injustice, et je n’en ai pas été puni. | 27 Θελει βλεπει προς τους ανθρωπους και θελει λεγει, Ημαρτησα και διεστρεψα το ορθον, και δεν με ωφελησεν? |
28 Il m’a racheté, arraché à la fosse, et je vois encore la lumière!” | 28 αλλ' αυτος ελυτρωσε την ψυχην μου απο του να υπαγη εις τον λακκον? και η ζωη μου θελει ιδει το φως. |
29 Oui, voilà comment Dieu agit, deux fois, trois fois pour la même personne. | 29 Ιδου, παντα ταυτα εργαζεται ο Θεος δις και τρις μετα του ανθρωπου, |
30 C’est ainsi qu’il le ramène de la fosse, pour que brille sur lui la lumière des vivants. | 30 δια να αποστρεψη την ψυχην αυτου απο του λακκου, ωστε να φωτισθη εν τω φωτι των ζωντων. |
31 Sois donc attentif, Job, écoute-moi, tais-toi un peu, que je parle. | 31 Προσεχε, Ιωβ, ακουσον μου? σιωπα, και εγω θελω λαλησει. |
32 S’il y a quelque chose à redire, dis-le, parle, j’aimerais que tu aies raison. | 32 Εαν εχης τι να ειπης, αποκριθητι μοι? λαλησον, διοτι επιθυμω να δικαιωθης. |
33 Sinon, tais-toi, écoute-moi, fais silence, que je t’enseigne la sagesse. | 33 Ει δε μη, συ ακουσον μου? σιωπα και θελω σε διδαξει σοφιαν. |