Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 8


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Saulo era fra coloro che approvarono la sua uccisione. In quel giorno scoppiò una violenta persecuzione contro la Chiesa di Gerusalemme e tutti, ad eccezione degli apostoli, furono dispersi nelle regioni della Giudea e della Samarìa.1 Ο δε Σαυλος ητο συμφωνος εις τον φονον αυτου. Και εγεινεν εν εκεινη τη ημερα διωγμος μεγας κατα της εκκλησιας της εν Ιεροσολυμοις και παντες διεσπαρησαν εις τους τοπους της Ιουδαιας και Σαμαρειας, πλην των αποστολων.
2 Persone pie seppellirono Stefano e fecero un grande lutto per lui.2 Εφεραν δε τον Στεφανον εις τον ταφον ανδρες ευλαβεις και εκαμον θρηνον μεγαν επ' αυτον.
3 Saulo intanto infuriava contro la Chiesa ed entrando nelle case prendeva uomini e donne e li faceva mettere in prigione.
3 Ο δε Σαυλος εκακοποιει την εκκλησιαν, εμβαινων εις πασαν οικιαν και συρων ανδρας και γυναικας, παρεδιδεν εις την φυλακην.
4 Quelli però che erano stati dispersi andavano per il paese e diffondevano la parola di Dio.

4 Οι μεν λοιπον διασπαρεντες διηλθον ευαγγελιζομενοι τον λογον.
5 Filippo, sceso in una città della Samarìa, cominciò a predicare loro il Cristo.5 Ο δε Φιλιππος, καταβας εις την πολιν της Σαμαρειας, εκηρυττεν εις αυτους τον Χριστον.
6 E le folle prestavano ascolto unanimi alle parole di Filippo sentendolo parlare e vedendo i miracoli che egli compiva.6 Και οι οχλοι προσειχον ομοθυμαδον εις τα λεγομενα υπο του Φιλιππου, ακουοντες και βλεποντες τα θαυματα, τα οποια εκαμνε.
7 Da molti indemoniati uscivano spiriti immondi, emettendo alte grida e molti paralitici e storpi furono risanati.7 Διοτι εκ πολλων εχοντων πνευματα ακαθαρτα εξηρχοντο αυτα φωναζοντα μετα μεγαλης φωνης, και πολλοι παραλυτικοι και χωλοι εθεραπευθησαν,
8 E vi fu grande gioia in quella città.

8 και εγεινε χαρα μεγαλη εν εκεινη τη πολει.
9 V'era da tempo in città un tale di nome Simone, dedito alla magia, il quale mandava in visibilio la popolazione di Samarìa, spacciandosi per un gran personaggio.9 Ανθρωπος δε τις Σιμων ονομαζομενος προυπηρχεν εν τη πολει, καμνων μαγειας και εκπληττων τον λαον της Σαμαρειας, λεγων εαυτον οτι ειναι μεγας τις?
10 A lui aderivano tutti, piccoli e grandi, esclamando: "Questi è la potenza di Dio, quella che è chiamata Grande".10 εις τον οποιον εδιδον προσοχην παντες απο μικρου εως μεγαλου, λεγοντες? Ουτος ειναι η δυναμις του Θεου η μεγαλη.
11 Gli davano ascolto, perché per molto tempo li aveva fatti strabiliare con le sue magie.11 Εδιδον δε προσοχην εις αυτον, διοτι ειχεν εκπληξει αυτους πολυν καιρον με τας μαγειας.
12 Ma quando cominciarono a credere a Filippo, che recava la buona novella del regno di Dio e del nome di Gesù Cristo, uomini e donne si facevano battezzare.12 Οτε ομως επιστευσαν εις τον Φιλιππον ευαγγελιζομενον τα περι της βασιλειας του Θεου και του ονοματος του Ιησου Χριστου, εβαπτιζοντο ανδρες τε και γυναικες.
13 Anche Simone credette, fu battezzato e non si staccava più da Filippo. Era fuori di sé nel vedere i segni e i grandi prodigi che avvenivano.
13 Ο δε Σιμων και αυτος επιστευσε, και βαπτισθεις εμενε παντοτε μετα του Φιλιππου, και θεωρων σημεια και θαυματα μεγαλα γινομενα εξεπληττετο.
14 Frattanto gli apostoli, a Gerusalemme, seppero che la Samarìa aveva accolto la parola di Dio e vi inviarono Pietro e Giovanni.
14 Ακουσαντες δε οι αποστολοι οι εν Ιεροσολυμοις οτι η Σαμαρεια εδεχθη τον λογον του Θεου, απεστειλαν προς αυτους τον Πετρον και Ιωαννην?
15 Essi discesero e pregarono per loro perché ricevessero lo Spirito Santo;15 Οιτινες καταβαντες προσηυχηθησαν περι αυτων δια να λαβωσι Πνευμα Αγιον?
16 non era infatti ancora sceso sopra nessuno di loro, ma erano stati soltanto battezzati nel nome del Signore Gesù.16 διοτι δεν ειχεν ετι επιπεσει επ' ουδενα εξ αυτων, αλλα μονον ησαν βεβαπτισμενοι εις το ονομα του Κυριου Ιησου.
17 Allora imponevano loro le mani e quelli ricevevano lo Spirito Santo.
17 Τοτε επεθετον τας χειρας επ' αυτους, και ελαμβανον Πνευμα Αγιον.
18 Simone, vedendo che lo Spirito veniva conferito con l'imposizione delle mani degli apostoli, offrì loro del denaro18 Ιδων δε ο Σιμων οτι δια της επιθεσεως των χειρων των αποστολων διδεται το Πνευμα το Αγιον, προσεφερεν εις αυτους χρηματα,
19 dicendo: "Date anche a me questo potere perché a chiunque io imponga le mani, egli riceva lo Spirito Santo".19 λεγων? Δοτε και εις εμε την εξουσιαν ταυτην, ωστε εις οντινα επιθεσω τας χειρας να λαμβανη Πνευμα Αγιον.
20 Ma Pietro gli rispose: "Il tuo denaro vada con te in perdizione, perché hai osato pensare di acquistare con denaro il dono di Dio.20 Και ο Πετρος ειπε προς αυτον? το αργυριον σου ας ηναι μετα σου εις απωλειαν, διοτι ενομισας οτι η δωρεα του Θεου αποκταται δια χρηματων.
21 Non v'è parte né sorte alcuna per te in questa cosa, perché 'il tuo cuore non è retto davanti a Dio'.21 Συ δεν εχεις μεριδα ουδε κληρον εν τω λογω τουτω? διοτι η καρδια σου δεν ειναι ευθεια ενωπιον του Θεου.
22 Pèntiti dunque di questa tua iniquità e prega il Signore che ti sia perdonato questo pensiero.22 Μετανοησον λοιπον απο της κακιας σου ταυτης και δεηθητι του Θεου, ισως συγχωρηθη εις σε η επινοια της καρδιας σου?
23 Ti vedo infatti chiuso 'in fiele amaro e in lacci d'iniquità'".23 επειδη σε βλεπω οτι εισαι εις χολην πικριας και δεσμον αδικιας.
24 Rispose Simone: "Pregate voi per me il Signore, perché non mi accada nulla di ciò che avete detto".24 Αποκριθεις δε ο Σιμων, ειπε? Δεηθητε σεις υπερ εμου προς τον Κυριον, δια να μη ελθη επ' εμε μηδεν εξ οσων ειπετε.
25 Essi poi, dopo aver testimoniato e annunziato la parola di Dio, ritornavano a Gerusalemme ed evangelizzavano molti villaggi della Samarìa.

25 Εκεινοι λοιπον, αφου εμαρτυρησαν και ελαλησαν τον λογον του Κυριου, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ, κηρυξαντες το ευαγγελιον και εν πολλαις κωμαις των Σαμαρειτων.
26 Un angelo del Signore parlò intanto a Filippo: "Alzati, e va' verso il mezzogiorno, sulla strada che discende da Gerusalemme a Gaza; essa è deserta".26 Αγγελος δε Κυριου ελαλησε προς τον Φιλιππον, λεγων? Σηκωθητι και υπαγε προς μεσημβριαν εις την οδον την καταβαινουσαν απο Ιερουσαλημ εις Γαζαν? αυτη ειναι ερημος.
27 Egli si alzò e si mise in cammino, quand'ecco un Etìope, un eunuco, funzionario di Candràce, regina di Etiopia, sovrintendente a tutti i suoi tesori, venuto per il culto a Gerusalemme,27 Και σηκωθεις υπηγε. Και ιδου, ανθρωπος Αιθιοψ ευνουχος, αρχων της Κανδακης της βασιλισσης των Αιθιοπων, οστις ητο επι παντων των θησαυρων αυτης, ουτος ειχεν ελθει δια να προσκυνηση εις Ιερουσαλημ,
28 se ne ritornava, seduto sul suo carro da viaggio, leggendo il profeta Isaia.28 και υπεστρεφε και καθημενος επι της αμαξης αυτου, ανεγινωσκε τον προφητην Ησαιαν.
29 Disse allora lo Spirito a Filippo: "Va' avanti, e raggiungi quel carro".29 Ειπε δε το Πνευμα προς τον Φιλιππον? Πλησιασον και προσκολληθητι εις την αμαξαν ταυτην.
30 Filippo corse innanzi e, udito che leggeva il profeta Isaia, gli disse: "Capisci quello che stai leggendo?".30 Και ο Φιλιππος εδραμε πλησιον και ηκουσεν αυτον αναγινωσκοντα τον προφητην Ησαιαν και ειπεν? Αρα γε γινωσκεις α αναγινωσκεις;
31 Quegli rispose: "E come lo potrei, se nessuno mi istruisce?". E invitò Filippo a salire e a sedere accanto a lui.31 Ο δε ειπε? Και πως ηθελον δυνηθη, εαν δεν με οδηγηση τις; Και παρεκαλεσε τον Φιλιππον να αναβη και να καθηση μετ' αυτου.
32 Il passo della Scrittura che stava leggendo era questo:

'Come una pecora fu condotto al macello
e come un agnello senza voce innanzi a chi lo tosa,
così egli non apre la sua bocca.'
32 Το δε χωριον της γραφης, το οποιον ανεγινωσκεν, ητο τουτο. Εφερθη ως προβατον επι σφαγην? και ως αρνιον εμπροσθεν του κειροντος αυτο αφωνον, ουτω δεν ανοιγει το στομα αυτου.
33 'Nella sua umiliazione il giudizio gli è stato
negato,
ma la sua posterità chi potrà mai descriverla?
Poiché è stata recisa dalla terra la sua vita.'

33 Εν τη ταπεινωσει αυτου αφηρεθη η κρισις αυτου? την δε γενεαν αυτου τις θελει διηγηθη; διοτι σηκονεται απο της γης η ζωη αυτου.
34 E rivoltosi a Filippo l'eunuco disse: "Ti prego, di quale persona il profeta dice questo? Di se stesso o di qualcun altro?".34 Αποκριθεις δε ο ευνουχος προς τον Φιλιππον, ειπε? Παρακαλω σε, περι τινος λεγει τουτο ο προφητης; περι εαυτου περι αλλου τινος;
35 Filippo, prendendo a parlare e partendo da quel passo della Scrittura, gli annunziò la buona novella di Gesù.35 Και ανοιξας ο Φιλιππος το στομα αυτου και αρχισας απο της γραφης ταυτης, ευηγγελισατο εις αυτον τον Ιησουν.
36 Proseguendo lungo la strada, giunsero a un luogo dove c'era acqua e l'eunuco disse: "Ecco qui c'è acqua; che cosa mi impedisce di essere battezzato?".36 Και καθως εξηκολουθουν την οδον, ηλθον εις το υδωρ, και λεγει ο ευνουχος? Ιδου υδωρ? τι με εμποδιζει να βαπτισθω;
37 .37 Και ο Φιλιππος ειπεν? Εαν πιστευης εξ ολης της καρδιας, δυνασαι. Και αποκριθεις ειπε? Πιστευω οτι ο Ιησους Χριστος ειναι ο Υιος του Θεου.
38 Fece fermare il carro e discesero tutti e due nell'acqua, Filippo e l'eunuco, ed egli lo battezzò.38 Και προσεταξε να σταθη η αμαξα, και κατεβησαν αμφοτεροι εις το υδωρ, ο Φιλιππος και ο ευνουχος, και εβαπτισεν αυτον.
39 Quando furono usciti dall'acqua, lo Spirito del Signore rapì Filippo e l'eunuco non lo vide più e proseguì pieno di gioia il suo cammino.39 Οτε δε ανεβησαν εκ του υδατος, Πνευμα Κυριου ηρπασε τον Φιλιππον, και δεν ειδεν αυτον πλεον ο ευνουχος? αλλ' επορευετο την οδον αυτου χαιρων.
40 Quanto a Filippo, si trovò ad Azoto e, proseguendo, predicava il vangelo a tutte le città, finché giunse a Cesarèa.40 Ο δε Φιλιππος ευρεθη εις Αζωτον, και διερχομενος εκηρυττεν εις πασας τας πολεις, εωσου ηλθεν εις Καισαρειαν.