Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 5


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Un uomo di nome Ananìa con la moglie Saffìra vendette un suo podere1 Ανθρωπος δε τις Ανανιας το ονομα μετα της γυναικος αυτου Σαπφειρης επωλησε κτημα
2 e, tenuta per sé una parte dell'importo d'accordo con la moglie, consegnò l'altra parte deponendola ai piedi degli apostoli.2 και εκρατησεν απο της τιμης, εν γνωσει και της γυναικος αυτου, και φερων μερος τι εθεσεν εις τους ποδας των αποστολων.
3 Ma Pietro gli disse: "Ananìa, perché mai satana si è così impossessato del tuo cuore che tu hai mentito allo Spirito Santo e ti sei trattenuto parte del prezzo del terreno?3 Ειπε δε ο Πετρος? Ανανια, δια τι εγεμισεν ο Σατανας την καρδιαν σου, ωστε να ψευσθης εις το Πνευμα το Αγιον και να κρατησης απο της τιμης του αγρου;
4 Prima di venderlo, non era forse tua proprietà e, anche venduto, il ricavato non era sempre a tua disposizione? Perché hai pensato in cuor tuo a quest'azione? Tu non hai mentito agli uomini, ma a Dio".4 Ενω εμενε, δεν ητο σου; και αφου επωληθη, δεν ητο εν τη εξουσια σου; δια τι εβαλες εν τη καρδια σου το πραγμα τουτο; δεν εψευσθης εις ανθρωπους, αλλ' εις τον Θεον.
5 All'udire queste parole, Ananìa cadde a terra e spirò. E un timore grande prese tutti quelli che ascoltavano.5 Ενω δε ηκουεν ο Ανανιας τους λογους τουτους, επεσε και εξεψυχησε, και επεπεσε φοβος μεγας επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
6 Si alzarono allora i più giovani e, avvoltolo in un lenzuolo, lo portarono fuori e lo seppellirono.
6 Σηκωθεντες δε οι νεωτεροι, ετυλιξαν αυτον και εκβαλοντες εθαψαν.
7 Avvenne poi che, circa tre ore più tardi, entrò anche sua moglie, ignara dell'accaduto.7 Μετα δε περιπου τρεις ωρας εισηλθεν η γυνη αυτου, μη εξευρουσα το γεγονος.
8 Pietro le chiese: "Dimmi: avete venduto il campo a tal prezzo?". Ed essa: "Sì, a tanto".8 Και απεκριθη προς αυτην ο Πετρος? Ειπε μοι, δια τοσον επωλησατε τον αγρον; Και εκεινη ειπε? Ναι, δια τοσον.
9 Allora Pietro le disse: "Perché vi siete accordati per tentare lo Spirito del Signore? Ecco qui alla porta i passi di coloro che hanno seppellito tuo marito e porteranno via anche te".9 Και ο Πετρος ειπε προς αυτην? Δια τι συνεφωνησατε να πειραζητε το Πνευμα του Κυριου; ιδου, εις την θυραν οι ποδες των θαψαντων τον ανδρα σου και θελουσιν εκβαλει και σε.
10 D'improvviso cadde ai piedi di Pietro e spirò. Quando i giovani entrarono, la trovarono morta e, portatala fuori, la seppellirono accanto a suo marito.10 Και επεσε παρευθυς εις τους ποδας αυτου και εξεψυχησεν? εισελθοντες δε οι νεανισκοι, ευρον αυτην νεκραν και εκβαλοντες εθαψαν πλησιον του ανδρος αυτης.
11 E un grande timore si diffuse in tutta la Chiesa e in quanti venivano a sapere queste cose.

11 Και επεπεσε φοβος μεγας εφ' ολην την εκκλησιαν και επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
12 Molti miracoli e prodigi avvenivano fra il popolo per opera degli apostoli. Tutti erano soliti stare insieme nel portico di Salomone;12 Πολλα δε σημεια και τερατα εγινοντο εν τω λαω δια των χειρων των αποστολων? και ησαν ομοθυμαδον απαντες εν τη στοα του Σολομωντος.
13 degli altri, nessuno osava associarsi a loro, ma il popolo li esaltava.13 Εκ δε των λοιπων ουδεις ετολμα να προσκολληθη εις αυτους, ο λαος ομως εμεγαλυνεν αυτους?
14 Intanto andava aumentando il numero degli uomini e delle donne che credevano nel Signore14 και προσετιθεντο μαλλον πιστευοντες εις τον Κυριον, πληθη ανδρων τε και γυναικων,
15 fino al punto che portavano gli ammalati nelle piazze, ponendoli su lettucci e giacigli, perché, quando Pietro passava, anche solo la sua ombra coprisse qualcuno di loro.15 ωστε εφερον εξω εις τας πλατειας τους ασθενεις και εθετον επι κλινων και κραββατων, δια να επισκιαση καν η σκια του Πετρου ερχομενου τινα εξ αυτων.
16 Anche la folla delle città vicine a Gerusalemme accorreva, portando malati e persone tormentate da spiriti immondi e tutti venivano guariti.

16 Συνηρχετο δε και το πληθος των περιξ πολεων εις Ιερουσαλημ φεροντες ασθενεις και ενοχλουμενους υπο πνευματων ακαθαρτων, οιτινες εθεραπευοντο απαντες.
17 Si alzò allora il sommo sacerdote e quelli della sua parte, cioè la setta dei sadducei, pieni di livore,17 Και σηκωθεις ο αρχιερευς και παντες οι μετ' αυτου, οιτινες ησαν αιρεσις των Σαδδουκαιων, επλησθησαν ζηλου
18 e fatti arrestare gli apostoli li fecero gettare nella prigione pubblica.18 και επεβαλον τας χειρας αυτων επι τους αποστολους, και εβαλον αυτους εις δημοσιαν φυλακην.
19 Ma durante la notte un angelo del Signore aprì le porte della prigione, li condusse fuori e disse:19 Αγγελος ομως Κυριου δια της νυκτος ηνοιξε τας θυρας της φυλακης, και εκβαλων αυτους ειπεν.
20 "Andate, e mettetevi a predicare al popolo nel tempio tutte queste parole di vita".20 Υπαγετε, και σταθεντες λαλειτε εν τω ιερω προς τον λαον παντας τους λογους της ζωης ταυτης.
21 Udito questo, entrarono nel tempio sul far del giorno e si misero a insegnare.

Quando arrivò il sommo sacerdote con quelli della sua parte, convocarono il sinedrio e tutti gli anziani dei figli d'Israele; mandarono quindi a prelevare gli apostoli nella prigione.
21 Και ακουσαντες εισηλθον την αυγην εις το ιερον και εδιδασκον. Ελθων δε ο αρχιερευς και οι μετ' αυτου, συνεκαλεσαν το συνεδριον και ολην την γερουσιαν των υιων του Ισραηλ και εστειλαν εις το δεσμωτηριον, δια να φερωσιν αυτους.
22 Ma gli incaricati, giunti sul posto, non li trovarono nella prigione e tornarono a riferire:22 Οι δε υπηρεται ελθοντες δεν ευρον αυτους εν τη φυλακη, και επιστρεψαντες απηγγειλαν,
23 "Abbiamo trovato il carcere scrupolosamente sbarrato e le guardie ai loro posti davanti alla porta, ma, dopo aver aperto, non abbiamo trovato dentro nessuno".23 λεγοντες οτι το μεν δεσμωτηριον ευρομεν κεκλεισμενον μετα πασης ασφαλειας, και τους φυλακας ισταμενους εξω εμπροσθεν των θυρων, ανοιξαντες δε ουδενα ευρομεν εσω.
24 Udite queste parole, il capitano del tempio e i sommi sacerdoti si domandavano perplessi che cosa mai significasse tutto questo,24 Ως δε ηκουσαν τους λογους τουτους και ο ιερευς και ο στρατηγος του ιερου και οι αρχιερεις, ησαν εν απορια περι αυτων εις τι εμελλε να καταντηση τουτο.
25 quando arrivò un tale ad annunziare: "Ecco, gli uomini che avete messo in prigione si trovano nel tempio a insegnare al popolo".
25 Και ελθων τις απηγγειλε προς αυτους, λεγων οτι ιδου, οι ανθρωποι, τους οποιους εβαλετε εις την φυλακην, ιστανται εν τω ιερω και διδασκουσι τον λαον.
26 Allora il capitano uscì con le sue guardie e li condusse via, ma senza violenza, per timore di esser presi a sassate dal popolo.26 Τοτε υπηγεν ο στρατηγος μετα των υπηρετων και εφερεν αυτους, ουχι μετα βιας? διοτι εφοβουντο τον λαον, μη λιθοβοληθωσι.
27 Li condussero e li presentarono nel sinedrio; il sommo sacerdote cominciò a interrogarli dicendo:27 Και αφου εφεραν αυτους, εστησαν εν τω συνεδριω. Και ηρωτησεν αυτους ο αρχιερευς
28 "Vi avevamo espressamente ordinato di non insegnare più nel nome di costui, ed ecco voi avete riempito Gerusalemme della vostra dottrina e volete far ricadere su di noi il sangue di quell'uomo".28 λεγων? Δεν σας παρηγγειλαμεν ρητως να μη διδασκητε εν τω ονοματι τουτω; και ιδου, εγεμισατε την Ιερουσαλημ απο της διδαχης σας, και θελετε να φερητε εφ' ημας το αιμα του ανθρωπου τουτου.
29 Rispose allora Pietro insieme agli apostoli: "Bisogna obbedire a Dio piuttosto che agli uomini.29 Αποκριθεις δε ο Πετρος και οι αποστολοι, ειπον? Πρεπει να πειθαρχωμεν εις τον Θεον μαλλον παρα εις τους ανθρωπους.
30 Il Dio dei nostri padri ha risuscitato Gesù, che voi avevate ucciso appendendolo alla croce.30 Ο Θεος των πατερων ημων ανεστησε τον Ιησουν, τον οποιον σεις εθανατωσατε κρεμασαντες επι ξυλου?
31 Dio lo ha innalzato con la sua destra facendolo capo e salvatore, per dare a Israele la grazia della conversione e il perdono dei peccati.31 τουτον ο Θεος υψωσε δια της δεξιας αυτου Αρχηγον και Σωτηρα, δια να δωση μετανοιαν εις τον Ισραηλ και αφεσιν αμαρτιων.
32 E di questi fatti siamo testimoni noi e lo Spirito Santo, che Dio ha dato a coloro che si sottomettono a lui".32 Και ημεις ειμεθα μαρτυρες αυτου περι των λογων τουτων, και το Πνευμα δε το Αγιον, το οποιον εδωκεν ο Θεος εις τους πειθαρχουντας εις αυτον.
33 All'udire queste cose essi si irritarono e volevano metterli a morte.

33 Οι δε ακουσαντες ετριζον τους οδοντας και εβουλευοντο να θανατωσωσιν αυτους.
34 Si alzò allora nel sinedrio un fariseo, di nome Gamalièle, dottore della legge, stimato presso tutto il popolo. Dato ordine di far uscire per un momento gli accusati,34 Σηκωθεις δε εν τω συνεδριω Φαρισαιος τις Γαμαλιηλ το ονομα, νομοδιδασκαλος τιμωμενος υπο παντος του λαου, προσεταξε να εκβαλωσι τους αποστολους δι' ολιγην ωραν,
35 disse: "Uomini di Israele, badate bene a ciò che state per fare contro questi uomini.35 και ειπε προς αυτους? Ανδρες Ισραηλιται, προσεχετε εις εαυτους περι των ανθρωπων τουτων τι μελλετε να πραξητε.
36 Qualche tempo fa venne Tèuda, dicendo di essere qualcuno, e a lui si aggregarono circa quattrocento uomini. Ma fu ucciso, e quanti s'erano lasciati persuadere da lui si dispersero e finirono nel nulla.36 Διοτι προ τουτων των ημερων εσηκωθη ο Θευδας, λεγων εαυτον οτι ειναι μεγας τις, εις τον οποιον προσεκολληθη αριθμος ανδρων εως τετρακοσιων? οστις εφονευθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διελυθησαν και κατηντησαν εις ουδεν.
37 Dopo di lui sorse Giuda il Galileo, al tempo del censimento, e indusse molta gente a seguirlo, ma anch'egli perì e quanti s'erano lasciati persuadere da lui furono dispersi.37 Μετα τουτον εσηκωθη Ιουδας ο Γαλιλαιος εν ταις ημεραις της απογραφης και εσυρεν οπισω αυτου αρκετον λαον? και εκεινος απωλεσθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διεσκορπισθησαν.
38 Per quanto riguarda il caso presente, ecco ciò che vi dico: Non occupatevi di questi uomini e lasciateli andare. Se infatti questa teoria o questa attività è di origine umana, verrà distrutta;38 Και τωρα σας λεγω, απεχετε απο των ανθρωπων τουτων και αφησατε αυτους? διοτι εαν η βουλη αυτη η το εργον τουτο ηναι εξ ανθρωπων, θελει ματαιωθη?
39 ma se essa viene da Dio, non riuscirete a sconfiggerli; non vi accada di trovarvi a combattere contro Dio!".
39 εαν ομως ηναι εκ Θεου, δεν δυνασθε να ματαιωσητε αυτο, και προσεχετε μηπως ευρεθητε και θεομαχοι. Και επεισθησαν εις αυτον,
40 Seguirono il suo parere e, richiamati gli apostoli, li fecero fustigare e ordinarono loro di non continuare a parlare nel nome di Gesù; quindi li rimisero in libertà.40 και προσκαλεσαντες τους αποστολους, εδειραν και παρηγγειλαν να μη λαλωσιν εν τω ονοματι του Ιησου, και απελυσαν αυτους.
41 Ma essi se ne andarono dal sinedrio lieti di essere stati oltraggiati per amore del nome di Gesù.41 Εκεινοι λοιπον ανεχωρουν απο προσωπου του συνεδριου, χαιροντες οτι υπερ του ονοματος αυτου ηξιωθησαν να ατιμασθωσι.
42 E ogni giorno, nel tempio e a casa, non cessavano di insegnare e di portare il lieto annunzio che Gesù è il Cristo.42 Και πασαν ημεραν εν τω ιερω και κατ' οικον δεν επαυον διδασκοντες και ευαγγελιζομενοι τον Ιησουν Χριστον.