Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Luke 19


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 He came to Jericho and intended to pass through the town.1 Και εισελθων διηρχετο την Ιεριχω?
2 Now a man there named Zacchaeus, who was a chief tax collector and also a wealthy man,2 και ιδου, ανθρωπος ονομαζομενος Ζακχαιος, οστις ητο αρχιτελωνης, και ουτος ητο πλουσιος,
3 was seeking to see who Jesus was; but he could not see him because of the crowd, for he was short in stature.3 και εζητει να ιδη τον Ιησουν τις ειναι, και δεν ηδυνατο δια τον οχλον, διοτι ητο μικρος το αναστημα.
4 So he ran ahead and climbed a sycamore tree in order to see Jesus, who was about to pass that way.4 και δραμων εμπρος ανεβη επι συκομορεαν δια να ιδη αυτον? επειδη δι' εκεινης της οδου εμελλε να περαση.
5 When he reached the place, Jesus looked up and said to him, "Zacchaeus, come down quickly, for today I must stay at your house."5 Και ως ηλθεν εις τον τοπον ο Ιησους, αναβλεψας ειδεν αυτον και ειπε προς αυτον? Ζακχαιε, καταβα ταχεως? διοτι σημερον πρεπει να μεινω εν τω οικω σου.
6 And he came down quickly and received him with joy.6 Και κατεβη ταχεως και υπεδεχθη αυτον μετα χαρας.
7 When they all saw this, they began to grumble, saying, "He has gone to stay at the house of a sinner."7 Και ιδοντες απαντες εγογγυζον, λεγοντες οτι εις αμαρτωλον ανθρωπον εισηλθε να καταλυση.
8 But Zacchaeus stood there and said to the Lord, "Behold, half of my possessions, Lord, I shall give to the poor, and if I have extorted anything from anyone I shall repay it four times over."8 Σταθεις δε ο Ζακχαιος, ειπε προς τον Κυριον? Ιδου, τα ημιση των υπαρχοντων μου, Κυριε, διδω εις τους πτωχους, και εαν εσυκοφαντησα τινα εις τι, αποδιδω τετραπλουν.
9 And Jesus said to him, "Today salvation has come to this house because this man too is a descendant of Abraham.9 Ειπε δε προς αυτον ο Ιησους οτι, Σημερον εγεινε σωτηρια εις τον οικον τουτον, καθοτι και αυτος υιος του Αβρααμ ειναι.
10 For the Son of Man has come to seek and to save what was lost."10 Διοτι ο Υιος του ανθρωπου ηλθε να ζητηση και να σωση το απολωλος.
11 While they were listening to him speak, he proceeded to tell a parable because he was near Jerusalem and they thought that the kingdom of God would appear there immediately.11 Και ενω αυτοι ηκουον ταυτα, προσθεσας ειπε παραβολην, διοτι ητο πλησιον της Ιερουσαλημ και αυτοι ενομιζον οτι η βασιλεια του Θεου εμελλεν ευθυς να φανη?
12 So he said, "A nobleman went off to a distant country to obtain the kingship for himself and then to return.12 ειπε λοιπον? Ανθρωπος τις ευγενης υπηγεν εις χωραν μακραν δια να λαβη εις εαυτον βασιλειαν και να υποστρεψη.
13 He called ten of his servants and gave them ten gold coins and told them, 'Engage in trade with these until I return.'13 Και καλεσας δεκα δουλους εαυτου, εδωκεν εις αυτους δεκα μνας και ειπε προς αυτους? Πραγματευθητε εωσου ελθω.
14 His fellow citizens, however, despised him and sent a delegation after him to announce, 'We do not want this man to be our king.'14 Οι συμπολιται αυτου ομως εμισουν αυτον και απεστειλαν κατοπιν αυτου πρεσβεις, λεγοντες? Δεν θελομεν τουτον να βασιλευση εφ' ημας.
15 But when he returned after obtaining the kingship, he had the servants called, to whom he had given the money, to learn what they had gained by trading.15 Και αφου υπεστρεψε λαβων την βασιλειαν, ειπε να προσκληθωσι προς αυτον οι δουλοι εκεινοι, εις τους οποιους εδωκε το αργυριον, δια να μαθη τι εκερδησεν εκαστος.
16 The first came forward and said, 'Sir, your gold coin has earned ten additional ones.'16 Και ηλθεν ο πρωτος, λεγων? Κυριε, η μνα σου εκερδησε δεκα μνας.
17 He replied, 'Well done, good servant! You have been faithful in this very small matter; take charge of ten cities.'17 Και ειπε προς αυτον? Ευγε, αγαθε δουλε? επειδη εις το ελαχιστον εφανης πιστος, εχε εξουσιαν επανω δεκα πολεων.
18 Then the second came and reported, 'Your gold coin, sir, has earned five more.'18 Και ηλθεν ο δευτερος, λεγων? Κυριε, η μνα σου εκαμε πεντε μνας.
19 And to this servant too he said, 'You, take charge of five cities.'19 Ειπε δε και προς τουτον? Και συ γενου εξουσιαστης επανω πεντε πολεων.
20 Then the other servant came and said, 'Sir, here is your gold coin; I kept it stored away in a handkerchief,20 Ηλθε και αλλος, λεγων? Κυριε, ιδου η μνα σου, την οποιαν ειχον πεφυλαγμενην εν μανδηλιω.
21 for I was afraid of you, because you are a demanding person; you take up what you did not lay down and you harvest what you did not plant.'21 Διοτι σε εφοβουμην, επειδη εισαι ανθρωπος αυστηρος? λαμβανεις ο, τι δεν κατεβαλες, και θεριζεις ο, τι δεν εσπειρας.
22 He said to him, 'With your own words I shall condemn you, you wicked servant. You knew I was a demanding person, taking up what I did not lay down and harvesting what I did not plant;22 Και λεγει προς αυτον? Εκ του στοματος σου θελω σε κρινει, πονηρε δουλε? ηξευρες οτι εγω ειμαι ανθρωπος αυστηρος, λαμβανων ο, τι δεν κατεβαλον, και θεριζων ο, τι δεν εσπειρα?
23 why did you not put my money in a bank? Then on my return I would have collected it with interest.'23 δια τι λοιπον δεν εδωκας το αργυριον μου εις την τραπεζαν, ωστε εγω ελθων ηθελον συναξει αυτο μετα του τοκου;
24 And to those standing by he said, 'Take the gold coin from him and give it to the servant who has ten.'24 Και ειπε προς τους παρεστωτας? Αφαιρεσατε απ' αυτου την μναν και δοτε εις τον εχοντα τας δεκα μνας.
25 But they said to him, 'Sir, he has ten gold coins.'25 Και ειπον προς αυτον? Κυριε, εχει δεκα μνας.
26 'I tell you, to everyone who has, more will be given, but from the one who has not, even what he has will be taken away.26 Διοτι σας λεγω οτι εις παντα τον εχοντα θελει δοθη, απο δε του μη εχοντος και ο, τι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
27 Now as for those enemies of mine who did not want me as their king, bring them here and slay them before me.'"27 Πλην τους εχθρους μου εκεινους, οιτινες δεν με ηθελησαν να βασιλευσω επ' αυτους, φερετε εδω και κατασφαξατε εμπροσθεν μου.
28 After he had said this, he proceeded on his journey up to Jerusalem.28 Και ειπων ταυτα, προεχωρει αναβαινων εις Ιεροσολυμα.
29 As he drew near to Bethphage and Bethany at the place called the Mount of Olives, he sent two of his disciples.29 Και ως επλησιασεν εις Βηθφαγη και Βηθανιαν, προς το ορος το καλουμενον Ελαιων, απεστειλε δυο των μαθητων αυτου,
30 He said, "Go into the village opposite you, and as you enter it you will find a colt tethered on which no one has ever sat. Untie it and bring it here.30 ειπων? Υπαγετε εις την κατεναντι κωμην, εις την οποιαν εμβαινοντες θελετε ευρει πωλαριον δεδεμενον, επι του οποιου ουδεις ανθρωπος εκαθησε ποτε? λυσατε αυτο και φερετε.
31 And if anyone should ask you, 'Why are you untying it?' you will answer, 'The Master has need of it.'"31 Και εαν τις σας ερωτηση, Δια τι λυετε αυτο ουτω θελετε ειπει προς αυτον, Οτι ο Κυριος εχει χρειαν αυτου.
32 So those who had been sent went off and found everything just as he had told them.32 Υπηγαν δε οι απεσταλμενοι και ευρον καθως ειπε προς αυτους?
33 And as they were untying the colt, its owners said to them, "Why are you untying this colt?"33 και ενω ελυον το πωλαριον, ειπον προς αυτους οι κυριοι αυτου? Δια τι λυετε το πωλαριον;
34 They answered, "The Master has need of it."34 Οι δε ειπον? Ο Κυριος εχει χρειαν αυτου,
35 So they brought it to Jesus, threw their cloaks over the colt, and helped Jesus to mount.35 και εφεραν αυτο προς τον Ιησουν? και ριψαντες επι το πωλαριον τα ιματια αυτων, επεκαθισαν τον Ιησουν.
36 As he rode along, the people were spreading their cloaks on the road;36 Ενω δε επορευετο, υπεστρωνον τα ιματια αυτων εις την οδον.
37 and now as he was approaching the slope of the Mount of Olives, the whole multitude of his disciples began to praise God aloud with joy for all the mighty deeds they had seen.37 Και οτε επλησιαζεν ηδη εις την καταβασιν του ορους των Ελαιων, ηρχισαν απαν το πληθος των μαθητων χαιροντες να υμνωσι τον Θεον μεγαλοφωνως δια παντα τα θαυματα, τα οποια ειδον,
38 They proclaimed: "Blessed is the king who comes in the name of the Lord. Peace in heaven and glory in the highest."38 λεγοντες? Ευλογημενος ο ερχομενος Βασιλευς εν ονοματι του Κυριου? ειρηνη εν ουρανω, και δοξα εν υψιστοις.
39 Some of the Pharisees in the crowd said to him, "Teacher, rebuke your disciples."39 Και τινες των Φαρισαιων απο του οχλου ειπον προς αυτον? Διδασκαλε, επιπληξον τους μαθητας σου.
40 He said in reply, "I tell you, if they keep silent, the stones will cry out!"40 Και αποκριθεις ειπε προς αυτους? Σας λεγω οτι εαν ουτοι σιωπησωσιν, οι λιθοι θελουσι φωναξει.
41 As he drew near, he saw the city and wept over it,41 Και οτε επλησιασεν, ιδων την πολιν εκλαυσεν επ' αυτην,
42 saying, "If this day you only knew what makes for peace--but now it is hidden from your eyes.42 λεγων, Ειθε να εγνωριζες και συ, τουλαχιστον εν τη ημερα σου ταυτη, τα προς ειρηνην σου αποβλεποντα? αλλα τωρα εκρυφθησαν απο των οφθαλμων σου?
43 For the days are coming upon you when your enemies will raise a palisade against you; they will encircle you and hem you in on all sides.43 διοτι θελουσιν ελθει ημεραι επι σε και οι εχθροι σου θελουσι καμει χαρακωμα περι σε, και θελουσι σε περικυκλωσει και θελουσι σε στενοχωρησει πανταχοθεν,
44 They will smash you to the ground and your children within you, and they will not leave one stone upon another within you because you did not recognize the time of your visitation."44 και θελουσι κατεδαφισει σε και τα τεκνα σου εν σοι, και δεν θελουσιν αφησει εν σοι λιθον επι λιθον, διοτι δεν εγνωρισας τον καιρον της επισκεψεως σου.
45 Then Jesus entered the temple area and proceeded to drive out those who were selling things,45 Και εισελθων εις το ιερον, ηρχισε να εκβαλλη τους πωλουντας εν αυτω και αγοραζοντας,
46 saying to them, "It is written, 'My house shall be a house of prayer, but you have made it a den of thieves.'"46 λεγων προς αυτους? Ειναι γεγραμμενον, Ο οικος μου ειναι οικος προσευχης? σεις δε εκαμετε αυτον σπηλαιον ληστων.
47 And every day he was teaching in the temple area. The chief priests, the scribes, and the leaders of the people, meanwhile, were seeking to put him to death,47 Και εδιδασκε καθ' ημεραν εν τω ιερω οι δε αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρωτοι του λαου εζητουν να απολεσωσιν αυτον.
48 but they could find no way to accomplish their purpose because all the people were hanging on his words.48 Και δεν ευρισκον το τι να πραξωσι? διοτι πας ο λαος ητο προσηλωμενος εις το να ακουη αυτον.