Hosea 7
1234567891011121314
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 wenn ich Israel heile, dann wird die Schuld Efraims sichtbar und die Bosheit Samarias. Denn was sie tun, ist Betrug: Der Dieb bricht in die Häuser ein, auf der Straße plündern die Banden. | 1 Ενω ιατρευον τον Ισραηλ, απεκαλυφθη τοτε η ανομια του Εφραιμ και η κακια της Σαμαρειας? διοτι επραξαν ψευδος? και ο κλεπτης εισερχεται, ο ληστης γυμνονει εξωθεν. |
2 Sie bedenken nicht, dass ich all ihr böses Tun im Gedächtnis behalte. Jetzt werden sie umringt von ihren Taten, die mir vor Augen stehen. | 2 Και αυτοι δεν λεγουσιν εν τη καρδια αυτων, οτι ενθυμουμαι πασαν την ανομιαν αυτων? τωρα περιεκυκλωσαν αυτους αι πραξεις αυτων? εμπροσθεν του προσωπου μου εγειναν. |
3 In ihrer Schlechtigkeit erheitern sie den König, in ihrer Falschheit seine Fürsten. | 3 Εν τη κακια αυτων ευφραναν τον βασιλεα και εν τοις ψευδεσιν αυτων τους αρχοντας. |
4 Sie alle sind Ehebrecher. Sie sind wie ein angeheizter Backofen, dessen Feuer der Bäcker nicht mehr schürt, wenn er den Teig knetet und ihn aufgehen lässt. | 4 Παντες ειναι μοιχοι, ως ο κλιβανος ο πεπυρωμενος υπο του αρτοποιου? οστις, αφου ζυμωση το φυραμα, παυει του να θερμαινη αυτον, εωσου γεινη η ζυμωσις. |
5 Am «Tag unseres Königs» machen sie die Fürsten schwach mit der Glut des Weins, dessen Kraft die Wortführer umwirft. | 5 Εν τη ημερα του βασιλεως ημων, οι αρχοντες ησθενησαν υπο της φλογωσεως του οινου, και αυτος εξηπλωσε την χειρα αυτου προς τους αχρειους. |
6 Ja, hinterhältig nähern sie sich, mit einem Herzen, das wie ein Backofen glüht: Die ganze Nacht über schläft ihr Zorn, am Morgen aber entbrennt er wie ein loderndes Feuer. | 6 Διοτι ενασχολουσι την καρδιαν αυτων φλεγωμενην ως κλιβανον εν ταις ενεδραις αυτων? ο αρτοποιος αυτων κοιμαται ολην την νυκτα? την δε αυγην αυτη καιει ως πυρ φλογιζον. |
7 Sie alle glühen wie ein Backofen; sie fressen ihre Regenten. Alle ihre Könige stürzen; doch zu mir ruft keiner von ihnen. | 7 Παντες ουτοι εθερμανθησαν ως κλιβανος και κατεφαγον τους κριτας αυτων? παντες οι βασιλεις αυτων επεσον? δεν υπαρχει μεταξυ αυτων ο επικαλουμενος με. |
8 Efraim lässt sich unter die Völker verrühren, Efraim ist ein Brot, das man beim Backen nicht wendet. | 8 Ο Εφραιμ, αυτος συνεμιγη μετα των λαων? ο Εφραιμ ειναι ως εγκρυφιας οστις δεν εστραφη. |
9 Fremde zehren an seiner Kraft, ohne dass er es merkt. Auch werden seine Haare grau, ohne dass er es merkt. | 9 Ξενοι κατεφαγον την δυναμιν αυτου και αυτος δεν γνωριζει τουτο? και λευκαι τριχες ανεφυησαν σποραδην εν αυτω και αυτος δεν γνωριζει τουτο. |
10 Sein eigener Hochmut klagt Israel an; doch es kehrt nicht um zum Herrn, seinem Gott, und sucht ihn trotz alldem nicht. | 10 Και η υπερηφανια του Ισραηλ μαρτυρει κατα προσωπον αυτου? και δεν επιστρεφουσι προς Κυριον τον Θεον αυτων ουδε εκζητουσιν αυτον δια παντα ταυτα. |
11 Efraim ist wie eine Taube, leicht zu betören, ohne Verstand. Sie rufen Ägypten zu Hilfe und laufen nach Assur. | 11 Και ο Εφραιμ ειναι ως περιστερα δελεαζομενη, μη εχουσα συνεσιν? επικαλουνται την Αιγυπτον, υπαγουσιν εις την Ασσυριαν. |
12 Während sie laufen, werfe ich mein Netz über sie, ich hole sie herunter wie die Vögel des Himmels; sobald ihr Schwarm sich hören lässt, fange ich sie. | 12 Οταν υπαγωσι, θελω εξαπλωσει επ' αυτους το δικτυον μου? θελω καταβιβασει αυτους καθως τα πετεινα του ουρανου? θελω παιδευσει αυτους καθως εκηρυχθη εν τη συναγωγη αυτων. |
13 Weh ihnen, weil sie mir weggelaufen sind. Verderben über sie, weil sie mir abtrünnig wurden. Und da sollte ich sie loskaufen, ich, über den sie nur Lügen verbreiten? | 13 Ουαι εις αυτους, διοτι απεσκιρτησαν απ' εμου? ολεθρος εις αυτους, διοτι ησεβησαν εις εμε? ενω εγω εξηγορασα αυτους, αυτοι ελαλησαν κατ' εμου ψευδη. |
14 Wenn sie zu mir schreien, kommt es nicht aus dem Herzen; sie liegen nur da und heulen. Sie ritzen sich wund, um Korn und Wein zu erflehen; sie widersetzen sich mir. | 14 Και δεν με επεκαλεσθησαν εν τη καρδια αυτων, αλλα ωλολυζον επι τας κλινας αυτων? βασανιζονται δια σιτον και οινον και στασιαζουσιν εναντιον μου. |
15 Ich bin es, der ihre Arme geübt und gestärkt hat, aber gegen mich planen sie Böses. | 15 Και εγω επαιδευσα αυτους ενω ενισχυσα τους βραχιονας αυτων, αυτοι ομως διελογιζοντο πονηρα εναντιον μου. |
16 Sie wenden sich dem «Nichtsnutz» zu, sie sind wie ein Bogen, der versagt. Ihre Fürsten kommen um durch das Schwert wegen ihrer frechen Zunge. Deshalb wird man in Ägypten über sie spotten. | 16 Επιστρεφουσιν, ουχι εις τον Υψιστον? εγειναν ως τοξον στρεβλον? οι αρχοντες αυτων θελουσι πεσει εν ρομφαια δια την αυθαδειαν της γλωσσης αυτων? τουτο θελει εισθαι το ονειδος αυτων εν τη γη της Αιγυπτου. |