Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 22


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Dávid aztán elment onnan és Adullám barlangjába menekült. Amikor ezt bátyjai s apjának egész házanépe meghallották, lementek oda hozzá.1 Ανεχωρησε δε ο Δαβιδ εκειθεν και διεσωθη εις το σπηλαιον Οδολλαμ? και οτε ηκουσαν οι αδελφοι αυτου και πας ο οικος του πατρος αυτου, κατεβησαν εκει προς αυτον.
2 Majd köréje sereglettek mindazok, akik szorongatott helyzetben voltak, s akiket adósság terhelt, meg akik szívükben elkeseredtek, s ő lett a vezérük; mintegy négyszáz ember volt vele.2 Και συνηθροισθησαν προς αυτον, πας οστις ητο εν στενοχωρια και πας χρεωφειλετης και πας δυσηρεστημενος? και εγεινεν αρχηγος επ' αυτων? και ησαν μετ' αυτου εως τετρακοσιοι ανδρες.
3 Onnan aztán Dávid a moábi Micpába ment és azt mondta Moáb királyának: »Hadd maradjon, kérlek, apám és anyám nálatok, amíg megtudom, mit tesz velem Isten.«3 Και ανεχωρησεν ο Δαβιδ εκειθεν εις Μισπα της Μωαβ? και ειπε προς τον βασιλεα Μωαβ, Ας ελθωσι, παρακαλω, ο πατηρ μου και η μητηρ μου προς εσας, εωσου γνωρισω τι θελει καμει ο Θεος εις εμε.
4 Ott is hagyta őket Moáb királyának színe előtt, s azok nála maradtak mindaddig, amíg Dávid a várban tartózkodott.4 Και εφερεν αυτους ενωπιον του βασιλεως Μωαβ και κατωκησαν μετ' αυτου ολον τον καιρον καθ' ον ο Δαβιδ ητο εν τω οχυρωματι.
5 Gád próféta ugyanis azt mondta Dávidnak: »Ne maradj tovább a várban, hanem indulj el és menj Júda földjére.« Erre Dávid elindult és a Háret erdőségbe ment.5 Ειπε δε Γαδ ο προφητης προς τον Δαβιδ, Μη μενης εν τω οχυρωματι? αναχωρησον και εισελθε εις την γην Ιουδα. Τοτε ανεχωρησεν ο Δαβιδ και εισηλθεν εις το δασος Αρεθ.
6 Meghallotta azonban Saul, hogy Dávid s a vele levő emberek előkerültek. Erre Saul, aki ekkor Gibeában tartózkodott, és a tamariszkuszfa alatt üldögélt, miközben a dárdát tartotta kezében, s valamennyi szolgája körülötte állott,6 Ακουσας δε ο Σαουλ οτι εφανερωθη ο Δαβιδ και οι ανδρες οι μετ' αυτου εκαθητο δε ο Σαουλ εν Γαβαα υπο το δενδρον εν Ραμα, εχων το δορυ αυτου εν τη χειρι αυτου, και παντες οι δουλοι αυτου ισταντο ενωπιον αυτου,
7 így szólt a körülötte álló szolgáinak: »Halljátok Jemini fiai: Vajon Izáj fia fog-e adni mindnyájatoknak mezőket és szőlőket, és megtesz-e mindnyájatokat ezredesekké és századosokká,7 τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου τους παρεστωτας ενωπιον αυτου, Ακουσατε τωρα, Βενιαμιται? μηπως εις ολους σας θελει δωσει ο υιος του Ιεσσαι αγρους και αμπελωνας, και ολους σας θελει καμει χιλιαρχους και εκατονταρχους,
8 mivel mindannyian összeesküdtetek ellenem, és nincs senki, aki értesítene engem a dolgokról, sőt még a fiam is szövetséget kötött Izáj fiával? Nincs senki, aki megszánná sorsomat közületek, s értesítene engem arról, hogy fiam fellázította ellenem szolgámat, s az leselkedik rám mindmáig!«8 ωστε σεις να συνομοσητε παντες εναντιον μου και να μη ηναι μηδεις οστις να απαγγειλη εις εμε οτι ο υιος μου εκαμε συνθηκην μετα του υιου του Ιεσσαι, και μηδεις απο σας να μη ηναι οστις να πονη δι' εμε η να απαγγειλη εις εμε οτι ο υιος μου διηγειρε τον δουλον μου εναντιον μου, δια να ενεδρευη καθως την σημερον;
9 Azt felelte erre az edomita Dóeg, aki éppen ott állt és az első volt Saul szolgái között: »Én láttam Izáj fiát Nóbban, Ahimelek papnál, Ahitób fiánál,9 Και απεκριθη Δωηκ ο Ιδουμαιος, οστις ητο διωρισμενος επι τους δουλους του Σαουλ, και ειπεν, Ειδον τον υιον του Ιεσσαι ελθοντα εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον υιον του Αχιτωβ?
10 aki tanácsot kért számára az Úrtól, eleséget adott neki, sőt a filiszteus Góliát kardját is odaadta neki.«10 οστις ηρωτησε περι αυτου τον Κυριον, και τροφας εδωκεν εις αυτον, και την ρομφαιαν Γολιαθ του Φιλισταιου εδωκεν εις αυτον.
11 Erre elküldött a király, hogy hívják el Ahimelek papot, Ahitóbnak a fiát meg apja egész házanépét, a nóbi papokat, s azok mindannyian el is jöttek a királyhoz.11 Τοτε απεστειλεν ο βασιλευς να καλεσωσιν Αχιμελεχ τον υιον του Αχιτωβ, τον ιερεα, και παντα τον οικον του πατρος αυτου, τους ιερεις τους εν Νωβ? και ηλθον παντες προς τον βασιλεα.
12 Azt mondta ekkor Saul Ahimeleknek: »Halld, Ahitób fia!« Az így felelt: »Itt vagyok, uram.«12 Και ειπεν ο Σαουλ, Ακουσον τωρα, υιε του Αχιτωβ. Ο δε απεκριθη, Ιδου εγω, κυριε μου.
13 Azt mondta erre neki Saul: »Miért esküdtetek össze ellenem, te és Izáj fia azzal, hogy kenyeret és kardot adtál neki, s tanácsot kértél számára Istentől, hogy így fellázadhasson ellenem, s leselkedhessék rám mindmáig?«13 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Δια τι συνωμοσατε εναντιον μου, συ και ο υιος του Ιεσσαι, ωστε να δωσης εις αυτον αρτον και ρομφαιαν και να ερωτησης τον Θεον περι αυτου, ωστε να σηκωθη εναντιον μου, να ενεδρευη, καθως την σημερον;
14 Ahimelek erre azt felelte a királynak: »Ki olyan megbízható valamennyi szolgád között, mint Dávid, aki veje a királynak, eljár parancsaidban, s tiszteletben áll házadban?14 Και απεκριθη ο Αχιμελεχ προς τον βασιλεα και ειπε, Και τις μεταξυ παντων των δουλων σου ειναι καθως ο Δαβιδ πιστος, και γαμβρος του βασιλεως και πορευομενος εις το προσταγμα σου και τιμωμενος εν τω οικω σου;
15 Vajon ma kértem először tanácsot számára Istentől? Távol legyen ez a dolog tőlem: ne gyanúsítsa a király ilyesmivel egyetlen szolgáját sem apám egész házában, mert nem tudott szolgád semmit sem erről a dologról, sem kicsit, sem nagyot.«15 σημερον ηρχισα να ερωτω τον Θεον περι αυτου; μη γενοιτο? ας μη αναθεση ο βασιλευς μηδεν επι τον δουλον αυτου μηδε επι παντα τον οικον του πατρος μου? διοτι ο δουλος σου δεν εξευρει ουδεν περι παντων τουτων, ουτε μικρον ουτε μεγα.
16 Ám a király azt mondta: »Halállal lakolsz, Ahimelek, te és apád egész házanépe.«16 Και ειπεν ο βασιλευς, Εξαπαντος θελεις αποθανει, Αχιμελεχ, συ και πας ο οικος του πατρος σου.
17 Azt mondta azért a király a körülötte álló futároknak: »Forduljatok meg, s öljétek meg az Úr papjait, mert kezük Dáviddal van: tudták, hogy szökik, s nem jelentették nekem.« Ám a király szolgái nem akarták kinyújtani kezüket az Úr papjaira.17 Και ειπεν ο βασιλευς προς τους δορυφορους τους περιεστωτας εις αυτον, Στρεψατε και θανατωσατε τους ιερεις του Κυριου? επειδη εχουσι και αυτοι την χειρα αυτων μετα του Δαβιδ, και επειδη εγνωρισαν οτι αυτος εφευγε και δεν μοι απηγγειλαν τουτο. Δεν ηθελησαν ομως οι δουλοι του βασιλεως να εκτεινωσι τας χειρας αυτων δια να πεσωσιν επι τους ιερεις του Κυριου.
18 Azt mondta erre a király Dóegnak: »Fordulj meg te, s ronts a papokra.« Megfordult erre az edomita Dóeg, s rárontott a papokra és nyolcvanöt gyolcs efódot viselő embert ölt meg azon a napon,18 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Δωηκ, Στρεψον συ και πεσον επι τους ιερεις. Και εστρεψε Δωηκ ο Ιδουμαιος και επεσεν επι τους ιερεις, και εθανατωσεν εκεινην την ημεραν ογδοηκοντα πεντε ανδρας φορουντας λινουν εφοδ.
19 Nóbot pedig, a papok városát kardélre hányta, megölt férfit és asszonyt, gyermeket és csecsemőt, marhát, szamarat és juhot egyaránt.19 Και την Νωβ, την πολιν των ιερεων, επαταξεν εν στοματι μαχαιρας, ανδρας και γυναικας, παιδια και βρεφη θηλαζοντα, και βοας και ονους και προβατα, εν στοματι μαχαιρας.
20 Ahimeleknek, Ahitób fiának egyik fia azonban, akinek Abjatár volt a neve, megmenekült és Dávidhoz futott20 Διεσωθη δε εις εκ των υιων του Αχιμελεχ υιου του Αχιτωβ, ονοματι Αβιαθαρ, και εφυγε κατοπιν του Δαβιδ.
21 és hírül vitte neki, hogy Saul megölette az Úr papjait.21 Και απηγγειλεν ο Αβιαθαρ προς τον Δαβιδ, οτι εθανατωσεν ο Σαουλ τους ιερεις του Κυριου.
22 Azt mondta erre Dávid Abjatárnak: »Tudtam én azt aznap, amikor az edomita Dóeg ott volt, hogy kétségkívül értesíti Sault: én okoztam apád háza minden emberének halálát!22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβιαθαρ, Ηξευρον εν εκεινη τη ημερα, καθ' ην Δωηκ ο Ιδουμαιος ητο εκει, οτι ηθελε βεβαιως απαγγειλει προς τον Σαουλ? εγω εσταθην αιτια του θανατου παντων των ανθρωπων του οικου του πατρος σου?
23 Maradj nálam, ne félj: hiszen aki az én éltemre tör, az tör a tiedre is, de velem együtt életben maradsz te is.«23 καθου μετ' εμου, μη φοβου? διοτι ο ζητων την ζωην μου ζητει και την ζωην σου? πλην συ θελεις εισθαι μετ' εμου εν ασφαλεια.