Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Bírák könyve 9


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ekkor Abimelek, Jerobaál fia elment Szíchembe, anyja testvéreihez, és szólt hozzájuk s anyja apai házának egész nemzetségéhez, ezeket mondva:1 και επορευθη αβιμελεχ υιος ιεροβααλ εις σικιμα προς τους αδελφους της μητρος αυτου και ελαλησεν προς αυτους και προς πασαν την συγγενειαν του οικου της μητρος αυτου λεγων
2 »Szóljatok Szíchem valamennyi emberéhez: ‘Mi jobb nektek, az-e, hogy hetven ember, Jerobaál valamennyi fia uralkodjon rajtatok, vagy az, hogy egy ember uralkodjon rajtatok? Vegyétek tekintetbe azt is, hogy én csontotok és húsotok vagyok.’« –2 λαλησατε δη εν ωσιν των ανδρων σικιμων ποιον βελτιον εστιν το αρχειν υμων εβδομηκοντα ανδρας παντας υιους ιεροβααλ η κυριευειν υμων ανδρα ενα και μνησθητε οτι σαρξ υμων και οστουν υμων εγω ειμι
3 Anyja testvérei el is mondták róla mindezeket a dolgokat Szíchem valamennyi emberének, s Abimelek felé hajlították azoknak a szívét, mert azt mondták: »Testvérünk ő nekünk!«3 και ελαλησαν περι αυτου οι αδελφοι της μητρος αυτου εν τοις ωσιν παντων των ανδρων σικιμων παντας τους λογους τουτους και εκλινεν καρδια αυτων οπισω αβιμελεχ οτι ειπαν αδελφος ημων εστιν
4 Anyja testvérei el is mondták róla mindezeket a dolgokat Szíchem valamennyi emberének, s Abimelek felé hajlították azoknak a szívét, mert azt mondták: »Testvérünk ő nekünk!«4 και εδωκαν αυτω εβδομηκοντα αργυριου εκ του οικου βααλ διαθηκης και εμισθωσατο εν αυτοις αβιμελεχ ανδρας κενους και θαμβουμενους και επορευθησαν οπισω αυτου
5 Aztán elment Efrába, apja házába, s megölte testvéreit, Jerobaál fiait, a hetven férfit, egy kövön; csak Jótám, Jerobaál legkisebbik fia maradt meg, mert az elrejtőzött.5 και εισηλθεν εις τον οικον του πατρος αυτου εις εφραθα και απεκτεινεν τους αδελφους αυτου υιους ιεροβααλ εβδομηκοντα ανδρας επι λιθον ενα και απελειφθη ιωαθαμ υιος ιεροβααλ ο νεωτερος οτι εκρυβη
6 Erre összegyűlt Szíchem minden embere és Milló városának valamennyi családja, és elmentek, s királlyá tették Abimeleket az alatt a tölgyfa alatt, amely Szíchemnél állott.6 και συνηχθησαν παντες οι ανδρες σικιμων και πας ο οικος μααλλων και επορευθησαν και εβασιλευσαν τον αβιμελεχ εις βασιλεα προς τη βαλανω της στασεως εν σικιμοις
7 Amikor ezt hírül vitték Jótámnak, ő elment, s megállt a Garizim hegyének tetején és harsány hangon kiáltva így szólt: »Hallgassatok meg, Szíchem emberei, hogy Isten meghallgasson titeket!7 και ανηγγειλαν τω ιωαθαμ και επορευθη και εστη επι της κορυφης του ορους γαριζιν και επηρεν την φωνην αυτου και εκαλεσεν και ειπεν αυτοις ακουσατε μου ανδρες σικιμων και ακουσαι υμων ο θεος
8 Elmentek a fák, hogy királyt kenjenek föl maguknak. Azt mondták azért az olajfának: ‘Uralkodj rajtunk!’8 πορευομενα επορευθησαν τα ξυλα του χρισαι εαυτοις βασιλεα και ειπον τη ελαια βασιλευσον εφ' ημων
9 Az így felelt: ‘Elhagyhatnám-e zsiradékomat, amelyet istenek, emberek élveznek, s elmehetnék-e, hogy a fák között ide-oda mozogjak?’9 και ειπεν αυτοις η ελαια αφεισα την πιοτητα μου ην εν εμοι εδοξασεν ο θεος και ανθρωποι πορευθω αρχειν των ξυλων
10 Azt mondták erre a fák a fügefának: ‘Gyere, s vedd át közöttünk az uralkodást!’10 και ειπαν τα ξυλα τη συκη δευρο βασιλευσον εφ' ημων
11 Az ezt felelte nekik: ‘Elhagyhatnám-e édességemet és pompás gyümölcseimet, s elmehetnék-e, hogy a többi fa között ide-oda mozogjak?’11 και ειπεν αυτοις η συκη αφεισα την γλυκυτητα μου και το γενημα μου το αγαθον πορευθω αρχειν επι ξυλων
12 Azt mondták erre a fák a szőlőtőnek: ‘Gyere, s uralkodj rajtunk!’12 και ειπαν τα ξυλα τη αμπελω δευρο βασιλευσον εφ' ημων
13 Az ezt felelte nekik: ‘Elhagyhatnám-e boromat, amely Istent és embert felvidít, hogy a többi fa között ide-oda mozogjak?’13 και ειπεν αυτοις η αμπελος αφεισα τον οινον μου την ευφροσυνην την παρα του θεου των ανθρωπων πορευθω αρχειν ξυλων
14 Azt mondták erre a fák mindnyájan a galagonyának: ‘Gyere és uralkodj rajtunk!’14 και ειπαν τα ξυλα προς την ραμνον δευρο συ βασιλευσον εφ' ημων
15 Az ezt felelte nekik: ‘Ha csakugyan királyotokká tesztek, gyertek, s pihenjetek meg árnyékomban; de ha ezt nem akarjátok, jöjjön ki tűz a galagonyából, s eméssze meg a Libanon cédrusait.’15 και ειπεν η ραμνος προς τα ξυλα ει εν αληθεια υμεις χριετε με εις βασιλεα εφ' υμων δευτε πεποιθατε εν τη σκεπη μου και ει μη εξελθοι πυρ εκ της ραμνου και καταφαγοι τας κεδρους του λιβανου
16 Nos tehát, ha becsülettel s bűn nélkül tettétek királyotokká Abimeleket, s ha jól cselekedtetek Jerobaállal s házával, s megháláltátok jótéteményeit – ő hadakozott értetek,16 και νυν ει εν αληθεια και εν τελειοτητι εποιησατε και εβασιλευσατε τον αβιμελεχ και ει καλως εποιησατε μετα ιεροβααλ και μετα του οικου αυτου και ει κατα το ανταποδομα της χειρος αυτου εποιησατε αυτω
17 s veszélynek tette ki életét, hogy megszabadítson titeket a mádiániták kezéből,17 ως επολεμησεν ο πατηρ μου υπερ υμων και ερριψεν την ψυχην αυτου εξ εναντιας και εξειλατο υμας εκ χειρος μαδιαμ
18 ti pedig most felkeltetek apám háza ellen, s megöltétek fiait, a hetven férfit egy kövön és Abimeleket, az ő rabszolganőjének a fiát tettétek Szíchem lakóinak királyává azért, mert a testvéretek –,18 και υμεις επανεστητε επι τον οικον του πατρος μου σημερον και απεκτεινατε τους υιους αυτου εβδομηκοντα ανδρας επι λιθον ενα και εβασιλευσατε τον αβιμελεχ υιον της παιδισκης αυτου επι τους ανδρας σικιμων οτι αδελφος υμων εστιν
19 tehát ha becsülettel s vétek nélkül jártatok el Jerobaállal s házával, akkor örüljetek ma Abimeleknek, s ő is örüljön nektek;19 και ει εν αληθεια και τελειοτητι εποιησατε μετα ιεροβααλ και του οικου αυτου τη ημερα ταυτη ευλογηθειητε υμεις και ευφρανθειητε εν αβιμελεχ και ευφρανθειη και αυτος εν υμιν
20 ha azonban gonoszul: jöjjön ki tűz belőle, s eméssze meg Szíchem lakóit s Milló városát, s jöjjön ki tűz Szíchem embereiből s Milló városából, s eméssze meg Abimeleket.«20 και ει μη εξελθοι πυρ εξ αβιμελεχ και καταφαγοι τους ανδρας σικιμων και τον οικον μααλλων και ει μη εξελθοι πυρ απο ανδρων σικιμων και εκ του οικου μααλλων και καταφαγοι τον αβιμελεχ
21 Ezt mondta, aztán elfutott, és elment Beerbe. Ott telepedett meg, mert félt fivérétől, Abimelektől.21 και απεδρα ιωαθαμ και επορευθη εν οδω και εφυγεν εις ραρα και κατωκησεν εκει απο προσωπου αβιμελεχ του αδελφου αυτου
22 Így uralkodott Abimelek Izraelen három esztendeig.22 και ηρξεν αβιμελεχ επι ισραηλ τρια ετη
23 Akkor az Úr gonosz lelket küldött Abimelek és Szíchem lakói közé, s azok elkezdték őt utálni,23 και εξαπεστειλεν ο θεος πνευμα πονηρον ανα μεσον αβιμελεχ και ανα μεσον των ανδρων σικιμων και ηθετησαν οι ανδρες σικιμων εν τω οικω αβιμελεχ
24 és Jerobaál hetven fia megölésének vétkét és vére ontását Abimelekre, a testvérükre meg a szíchemiek többi főemberére, az ő segítőtársaira hárítani.24 του επαγαγειν την αδικιαν των εβδομηκοντα υιων ιεροβααλ και το αιμα αυτων επιθειναι επι αβιμελεχ τον αδελφον αυτων τον αποκτειναντα αυτους και επι τους ανδρας σικιμων τους κατισχυσαντας τας χειρας αυτου ωστε αποκτειναι τους αδελφους αυτου
25 Azért csapdát állítottak neki a hegyek tetején, s amíg odajöttére várakoztak, kirabolták és kifosztották az arra menőket. Ezt hírül vitték Abimeleknek.25 και εθεντο αυτω οι ανδρες σικιμων ενεδρα επι τας κεφαλας των ορεων και ανηρπαζον παντας τους διαπορευομενους επ' αυτους εν τη οδω και απηγγελη τω αβιμελεχ
26 Ugyanakkor odaérkezett Gaál, Obed fia a testvéreivel együtt, s átment Szíchembe. Ennek eljövetelére nekibátorodtak Szíchem lakói,26 και ηλθεν γααλ υιος αβεδ και οι αδελφοι αυτου εις σικιμα και επεποιθησαν εν αυτω οι ανδρες σικιμων
27 s kimentek a mezőkre, leszüretelték a szőlőket, kipréselték a fürtöket, éneklő karokba oszlottak, s bementek istenük templomába, s ott lakoma s pohár között szidalmazták Abimeleket.27 και ηλθον εις αγρον και ετρυγησαν τους αμπελωνας αυτων και κατεπατουν και εποιησαν χορους και εισηλθον εις οικον θεου αυτων και εφαγον και επιον και κατηρωντο τον αβιμελεχ
28 Gaál, Obed fia azt kiáltotta: »Kicsoda Abimelek és micsoda Szíchem, hogy szolgáljunk neki? Nemde Jerobaál fia és Zebult, a szolgáját, nevezte ki helytartónak Emor, Szíchem atyjának emberei fölé? Miért szolgáljunk tehát neki?28 και ειπεν γααλ υιος αβεδ τι εστιν αβιμελεχ και τις εστιν ο υιος συχεμ οτι δουλευσομεν αυτω ουχ ουτος υιος ιεροβααλ και ζεβουλ επισκοπος αυτου δουλος αυτου συν τοις ανδρασιν εμμωρ πατρος συχεμ και τι οτι δουλευσομεν αυτω ημεις
29 Csak adná valaki kezem alá e népet, hogy eltávolíthatnám Abimeleket. Erre megüzenték Abimeleknek: Gyűjts hatalmas sereget és jöjj.«29 και τις δωη τον λαον τουτον εν χειρι μου και μεταστησω τον αβιμελεχ και ερω τω αβιμελεχ πληθυνον την δυναμιν σου και εξελθε
30 Amikor ugyanis Zebul, a város kapitánya Gaálnak, Obed fiának beszédeit meghallotta, igen megharagudott,30 και ηκουσεν ζεβουλ ο αρχων της πολεως τους λογους γααλ υιου αβεδ και εθυμωθη οργη
31 s titkon követeket küldött Abimelekhez ezzel az üzenettel: »Íme, Gaál, Obed fia Szíchembe jött a testvéreivel és harcra tüzeli ellened a várost.31 και απεστειλεν αγγελους προς αβιμελεχ μετα δωρων λεγων ιδου γααλ υιος αβεδ και οι αδελφοι αυτου παραγεγονασιν εις σικιμα και οιδε πολιορκουσιν την πολιν επι σε
32 Éppen azért kerekedj fel az éjszaka a veled levő néppel együtt, és állj lesben a mezőn,32 και νυν αναστηθι νυκτος συ και ο λαος ο μετα σου και ενεδρευσον εν τω αγρω
33 kora reggel, napkeltekor pedig ronts a városra, s amikor ő kivonul ellened népével, tegyél vele azt, amit csak bírsz.«33 και εσται το πρωι αμα τω ανατειλαι τον ηλιον και ορθρισεις και εκτενεις επι την πολιν και ιδου αυτος και ο λαος ο μετ' αυτου εκπορευονται προς σε και ποιησεις αυτω καθαπερ εαν ευρη η χειρ σου
34 Erre Abimelek éjjel egész seregével együtt felkerekedett és Szíchem mellett négy helyen csapatokat helyezett lesbe.34 και ανεστη αβιμελεχ και πας ο λαος ο μετ' αυτου νυκτος και ενηδρευσαν επι σικιμα τεσσαρας αρχας
35 Amikor aztán Gaál, Obed fia kijött és megállt a város kapujának bejárójában, Abimelek s az egész vele levő sereg felkelt a leshelyről.35 και εγενετο πρωι και εξηλθεν γααλ υιος αβεδ και εστη προς τη θυρα της πυλης της πολεως και ανεστη αβιμελεχ και ο λαος ο μετ' αυτου εκ των ενεδρων
36 Amikor Gaál a népet meglátta, azt mondta Zebulnak: »Íme, valami sereg ereszkedik le a hegyekről!« Az így felelt neki: »A hegyek árnyékát nézed te emberi fejeknek, az téveszt meg téged!«36 και ειδεν γααλ υιος αβεδ τον λαον και ειπεν προς ζεβουλ ιδου λαος καταβαινων απο των κορυφων των ορεων και ειπεν προς αυτον ζεβουλ την σκιαν των ορεων συ ορας ως ανδρας
37 Ám Gaál ismét szólt: »Íme, valami nép ereszkedik alá a táj köldökéről, s egy csapat jön azon az úton, amely a tölgyfára néz.«37 και προσεθετο ετι γααλ του λαλησαι και ειπεν ιδου λαος καταβαινων κατα θαλασσαν απο του εχομενα του ομφαλου της γης και αρχη μια παραγινεται απο οδου δρυος αποβλεποντων
38 Azt mondta ekkor neki Zebul: »Hol van most a szád, amellyel azt mondtad: ‘Kicsoda Abimelek, hogy szolgáljunk neki?’ Nemde ez az a nép, amelyet becsméreltél? Eredj ki, s kelj harcra vele!«38 και ειπεν προς αυτον ζεβουλ που εστιν νυν το στομα σου το λεγον τις εστιν αβιμελεχ οτι δουλευσομεν αυτω ουκ ιδου ουτος εστιν ο λαος ον εξουδενωσας εξελθε νυν και πολεμει προς αυτον
39 Ki is vonult Gaál, a szíchemiek népének láttára, s harcra kelt Abimelekkel,39 και εξηλθεν γααλ απο προσωπου των ανδρων σικιμων και επολεμησεν εν αβιμελεχ
40 de megfutamodott, s az üldözőbe vette és bekergette a városba, miközben a város kapujáig igen sokan elestek Gaál részéről.40 και κατεδιωξεν αυτον αβιμελεχ και εφυγεν απο προσωπου αυτου και επεσον τραυματιαι πολλοι εως θυρων της πολεως
41 Aztán Abimelek Rúmában helyezkedett el, Zebul pedig kiűzte Gaált s társait a városból, s nem tűrte, hogy ott tartózkodjanak.41 και εκαθισεν αβιμελεχ εν αριμα και εξεβαλεν ζεβουλ τον γααλ και τους αδελφους αυτου του μη οικειν εν σικιμοις
42 Másnap aztán kiment a nép a mezőre. Amikor ezt hírül vitték Abimeleknek,42 και εγενηθη τη επαυριον και εξηλθεν ο λαος εις το πεδιον και απηγγελη τω αβιμελεχ
43 ő vette seregét, három csapatra osztotta és lesben állt a mezőn. Amint aztán meglátta, hogy a nép kijött a városból, felkelt és rájuk rontott;43 και παρελαβεν τον λαον και διειλεν αυτον τρεις αρχας και ενηδρευσεν εν αυτω και ειδεν και ιδου λαος εξηλθεν εκ της πολεως και επανεστη αυτοις και επαταξεν αυτους
44 a maga csapatával ostrom alá vette és körülfogta a várost, a másik két csapat pedig a mezőn kószáló ellenség után nyomult.44 και αβιμελεχ και αι αρχαι αι μετ' αυτου εξεταθησαν και εστησαν παρα την πυλην της πολεως και αι δυο αρχαι εξεχυθησαν επι παντας τους εν τω αγρω και επαταξεν αυτους
45 Abimelek egész nap ostromolta a várost, végül pedig bevette, lakosait leölte, magát a várost pedig lerombolta, és sót hintett rá.45 και αβιμελεχ επολεμει εν τη πολει ολην την ημεραν εκεινην και κατελαβοντο την πολιν και τον λαον τον εν αυτη ανειλεν και την πολιν καθειλεν και εσπειρεν αυτην αλας
46 Amikor ezt a szíchemiek tornyának lakói meghallották, bementek Berít istenük templomába, oda, ahol a szövetséget kötötték vele, amiről a hely a nevét is kapta; ez ugyanis igen meg volt erősítve.46 και ηκουσαν παντες οι ανδρες πυργου σικιμων και εισηλθον εις το οχυρωμα οικου του βααλ διαθηκης
47 Amint Abimelek meghallotta, hogy a szíchemiek tornyának emberei mind odagyűltek,47 και απηγγελη τω αβιμελεχ οτι συνηχθησαν παντες οι ανδρες του πυργου σικιμων
48 felment egész népével együtt a Szelmon hegyére, fejszét ragadott, levágott egy faágat, a vállára tette, elvitte és azt mondta társainak: »Amit láttok, hogy én cselekszem, cselekedjétek gyorsan ti is!«48 και ανεβη αβιμελεχ εις ορος σελμων αυτος και πας ο λαος ο μετ' αυτου και ελαβεν αβιμελεχ αξινην εν τη χειρι αυτου και εκοψεν φορτιον ξυλων και ελαβεν αυτο και επεθηκεν επι τους ωμους αυτου και ειπεν προς τον λαον τον μετ' αυτου τι ειδετε με ποιουντα ταχεως ποιησατε ως και εγω
49 Erre azok is gyorsan egy-egy faágat vágtak és követték a vezért, majd körülrakták és felgyújtották a várat, és így az történt, hogy a füst és a tűz megölt mintegy ezer embert, minden férfit és asszonyt, aki Szíchem tornyának lakója volt.49 και εκοψαν και αυτοι εκαστος φορτιον και ηραν και επορευθησαν οπισω αβιμελεχ και επεθηκαν επι το οχυρωμα και ενεπρησαν επ' αυτους το οχυρωμα εν πυρι και απεθανον παντες οι ανδρες πυργου σικιμων ωσει χιλιοι ανδρες και γυναικες
50 Aztán elindult onnan Abimelek és Tebesz városához ment, s azt körülvette és megszállta hadával.50 και επορευθη αβιμελεχ εις θεβες και περιεκαθισεν επ' αυτην και προκατελαβετο αυτην
51 A város közepén azonban egy magas torony volt, s abba menekült minden férfi és asszony s a város minden főembere; jó erősen bezárták az ajtót, s a torony tetejére, a bástyákra álltak.51 και πυργος ην οχυρος εν μεσω της πολεως και εφυγον εκει παντες οι ανδρες και αι γυναικες και παντες οι ηγουμενοι της πολεως και απεκλεισαν εφ' εαυτους και ανεβησαν επι το δωμα του πυργου
52 Ezért Abimelek a toronyhoz vonult és erős ostrom alá vette. Megközelítette az ajtót, s arra törekedett, hogy tüzet tegyen alá.52 και ηλθεν αβιμελεχ εως του πυργου και εξεπολεμησαν αυτον και ηγγισεν αβιμελεχ εως της θυρας του πυργου εμπρησαι αυτον εν πυρι
53 Ekkor, íme, fölülről egy asszony lehajított egy malomkődarabot, s eltalálta Abimelek fejét és bezúzta koponyáját.53 και ερριψεν γυνη μια κλασμα μυλου επι την κεφαλην αβιμελεχ και συνεθλασεν το κρανιον αυτου
54 Erre ő gyorsan odahívta fegyverhordozóját, s azt mondta neki: »Rántsd ki kardodat, s ölj meg, hogy azt ne találják mondani, hogy asszony ölt meg engem.« Az teljesítette a parancsot, s megölte.54 και εβοησεν το ταχος προς το παιδαριον τον αιροντα τα σκευη αυτου και ειπεν αυτω σπασαι την μαχαιραν σου και θανατωσον με μηποτε ειπωσιν γυνη απεκτεινεν αυτον και εξεκεντησεν αυτον το παιδαριον αυτου και απεθανεν αβιμελεχ
55 Miután meghalt, mindazok, akik vele voltak Izraelből, visszatértek lakóhelyükre.55 και ειδεν ανηρ ισραηλ οτι απεθανεν αβιμελεχ και απηλθον ανηρ εις τον τοπον αυτου
56 Így torolta meg Isten azt a gonoszságot, amelyet Abimelek az apja ellen elkövetett, amikor megölte hetven testvérét;56 και απεστρεψεν ο θεος την κακιαν αβιμελεχ ην εποιησεν τω πατρι αυτου αποκτειναι τους εβδομηκοντα αδελφους αυτου
57 a szíchemieknek is megfizetett azért, amit tettek, s így teljesedett rajtuk Jótámnak, Jerobaál fiának átka.57 και πασαν κακιαν ανδρων σικιμων επεστρεψεν ο θεος εις την κεφαλην αυτων και επηλθεν επ' αυτους η καταρα ιωαθαμ του υιου ιεροβααλ