Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Bírák könyve 15


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Bizonyos idő múltán azonban, amikor éppen a búzaaratás napjai közeledtek, elment Sámson, hogy meglátogassa feleségét, s vitt neki egy kecskegödölyét. De amikor szokása szerint be akart menni hálókamrájába, az asszony apja eltiltotta és azt mondta:1 Και μετα τινα καιρον, εν ταις ημεραις του θερισμου του σιτου επεσκεφθη ο Σαμψων την γυναικα αυτου, φερων εριφιον εξ αιγων? και ειπε, Θελω εισελθει προς την γυναικα μου εις τον κοιτωνα. Αλλ' ο πατηρ αυτης δεν αφηκεν αυτον να εισελθη.
2 »Azt hittem, hogy meggyűlölted, s azért odaadtam barátodnak. Van azonban neki egy nővére, aki fiatalabb és szebb nála, legyen az a feleséged helyette.«2 Και ειπεν ο πατηρ αυτης, Ειπα κατ' εμαυτον οτι διολου εμισησας αυτην? δια τουτο εδωκα αυτην εις τον συντροφον σου? η μικροτερα αδελφη αυτης δεν ειναι ωραιοτερα αυτης; λαβε λοιπον αυτην αντ' εκεινης.
3 Azt mondta neki Sámson: »Ettől a naptól kezdve nem érhet engem vád a filiszteusok részéről, ha rosszat teszek nektek.«3 Ο δε Σαμψων ειπε περι αυτων, Τωρα θελω εισθαι αθωος προς τους Φιλισταιους, αν εγω κακοποιω αυτους.
4 Azzal elment, összefogdosott háromszáz rókát, egymáshoz kötözte farkukat, csóvákat kötözött közéjük,4 Και υπηγεν ο Σαμψων και επιασε τριακοσιας αλωπεκας, και ελαβε λαμπαδας, και εστρεψεν ουραν προς ουραν και εβαλε μιαν λαμπαδα μεταξυ των δυο ουρων εις το μεσον.
5 azokat tűzzel meggyújtotta, aztán elengedte őket, hogy fussanak szét mindenfelé. Azok legott belementek a filiszteusok vetésébe és felgyújtották, úgyhogy elégett a már összehordott gabona is, a még szárban álló is, sőt a szőlőket és az olajfakerteket is megemésztette a láng.5 Και αναψας τας λαμπαδας, απελυσεν εις τα σπαρτα των Φιλισταιων, και εκαυσε τας θημωνιας, εως και τα αθεριστα ασταχυα, εως και τας αμπελους και ελαιας.
6 Azt mondták erre a filiszteusok: »Ki tette ezt?« Azt mondták nekik: »Sámson, a tamnátai ember veje cselekedte, mert az elvette feleségét, s máshoz adta.« Felmentek erre a filiszteusok, s elégették az asszonyt is, az apját is.6 Τοτε οι Φιλισταιοι ειπον, Τις εκαμε τουτο; Και απεκριθησαν, Σαμψων ο γαμβρος του Θαμναθαιου? διοτι ελαβε την γυναικα αυτου και εδωκεν αυτην εις τον συντροφον αυτου. Και ανεβησαν οι Φιλισταιοι και εκαυσαν αυτην και τον πατερα αυτης εν πυρι.
7 Azt mondta nekik Sámson: »Ámbár ezt cselekedtétek, mégsem nyugszom mindaddig, amíg még egyszer bosszút nem állok rajtatok.«7 Και ειπε προς αυτους ο Σαμψων, Αν και σεις εκαμετε τουτο, εγω ομως θελω εκδικηθη εναντιον σας, και μετα ταυτα θελω παυσει.
8 Meg is verte őket akkora veréssel, hogy rémületükben lábukat a hasuk alá húzták. Aztán lement, és Etám sziklabarlangjában telepedett meg.8 Και επαταξεν αυτους κνημην και μηρον εν σφαγη μεγαλη? και κατεβη και εκαθισεν εις το χασμα της πετρας Ηταμ.
9 Erre felvonultak a filiszteusok Júda földjére és tábort ütöttek azon a helyen, amelyet később Lechinek, azaz Állkapocsnak neveztek, s ott felállt a seregük.9 Ανεβησαν δε οι Φιλισταιοι και εστρατοπεδευσαν εν γη Ιουδα και διεχυθησαν εις Λεχι.
10 Azt mondták ekkor nekik a Júda törzséből valók: »Miért jöttetek fel ellenünk?« Azok ezt felelték: »Azért jöttünk fel, hogy megkötözzük Sámsont, s visszafizessük neki, amit velünk művelt.«10 Και ειπον οι ανδρες Ιουδα, Δια τι ανεβητε εναντιον ημων; Οι δε απεκριθησαν, Δια να δεσωμεν τον Σαμψων ανεβημεν, να καμωμεν εις αυτον ως εκαμεν εις ημας.
11 Erre lement háromezer férfi Júdából Etám sziklabarlangjához, s azt mondták Sámsonnak: »Nem tudod, hogy a filiszteusok uralkodnak rajtunk? Miért művelted ezt?« Ő így felelt nekik: »Ahogy ők tettek velem, úgy tettem velük.«11 Και κατεβησαν τρεις χιλιαδες ανδρων εκ του Ιουδα εις το χασμα της πετρας Ηταμ και ειπον προς τον Σαμψων, Δεν εξευρεις οτι οι Φιλισταιοι εξουσιαζουσιν εφ' ημων; τι τουτο λοιπον το οποιον εκαμες εις ημας; Ο δε ειπε προς αυτους, Ως εκαμαν εις εμε, ουτως εκαμον εις αυτους.
12 Erre ők így szóltak: »Azért jöttünk, hogy megkötözzünk, s a filiszteusok kezébe adjunk.« Azt mondta nekik Sámson: »Esküdjetek meg, s ígérjétek meg nekem, hogy nem öltök meg engem.«12 Και ειπον προς αυτον, Κατεβημεν να σε δεσωμεν, δια να σε παραδωσωμεν εις την χειρα των Φιλισταιων. Και ειπε προς αυτους ο Σαμψων, Ορκισθητε προς εμε, οτι σεις δεν θελετε επιπεσει κατ' εμου.
13 Azok azt mondták: »Nem ölünk meg, csak megkötözünk és kiszolgáltatunk.« Meg is kötözték két új kötéllel, s felhozták Etám sziklájából.13 Και ειπαν προς αυτον, λεγοντες, Ουχι? αλλα θελομεν σε δεσει δυνατα και σε παραδωσει εις την χειρα αυτων? πλην βεβαιως δεν θελομεν σε θανατωσει. Εδεσαν λοιπον αυτον με δυο νεα σχοινια και ανεβιβασαν αυτον εκ της πετρας.
14 Amikor azonban ő az Állkapocs-helyére érkezett, s a filiszteusok ujjongva eléje jöttek, megszállta az Úr lelke, s úgy lemállottak s lefoszlottak róla a kötelek, amelyekkel megkötözték, mint ahogy szét szokott foszlani a len, amikor tűz éri.14 Και οτε ηλθεν εις Λεχι, οι Φιλισταιοι αλαλαζοντες εδραμον εις συναντησιν αυτου. Και επηλθεν επ' αυτον Πνευμα Κυριου? και τα σχοινια, τα εις τους βραχιονας αυτου, εγειναν ως λιναριον το οποιον εξαπτεται εν τω πυρι, και τα δεσμα αυτου επεσον εκ των χειρων αυτου, διεσπασμενα.
15 Talált aztán egy ott heverő szamár állkapcsot, s azt felkapta és megölt vele ezer férfit.15 Και ευρηκε σιαγονα ονου νωπην, και εκτεινας την χειρα αυτου ελαβεν αυτην και εφονευσε δι' αυτης χιλιους ανδρας.
16 Erre így szólt: »Szamár állkapcsával, szamárcsikó állcsontjával Őket íme, eltöröltem, ezer embert leütöttem.«16 Και ειπεν ο Σαμψων, Δια σιαγονος ονου εκαμα σωρους, σωρους, δια σιαγονος ονου εφονευσα χιλιους ανδρας.
17 Amikor aztán befejezte ezt az éneket, elhajította kezéből az állcsontot, s elnevezte azt a helyet Rámát-Lechinek, ami annyit jelent, mint Állkapocs-magaslat.17 Και αφου επαυσε λαλων, ερριψε την σιαγονα απο της χειρος αυτου? και ωνομασε τον τοπον εκεινον, Ραμαθ-λεχι.
18 Mivel igen megszomjazott, felkiáltott az Úrhoz és azt mondta: »Te adtad szolgád kezébe ezt a nagy győzelmet és diadalt: s íme, szomjan kell halnom, s a körülmetéletlenek kezébe jutnom.«18 Και διψησας σφοδρα, εβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Συ εδωκας δια χειρος του δουλου σου την μεγαλην ταυτην σωτηριαν? και τωρα να αποθανω υπο διψης και να πεσω εις την χειρα των απεριτμητων;
19 Erre az Úr megnyitotta a Zápfogat a Szamár-állkapcsában, s víz fakadt belőle. Amint ő ebből ivott, felüdült, s visszanyerte erejét. Ezért nevezik azt a helyet az Állkapocs mellől felkiáltó forrásának mind a mai napig.19 Και εσχισεν ο Θεος το κοιλωμα το εν Λεχι, και εξηλθεν υδωρ απ' αυτου? και αφου επιεν, ανελαβε το πνευμα αυτου, και ανεζωοποιηθη? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου, Εν-ακκορε, το οποιον ειναι εν Λεχι εως της ημερας ταυτης.
20 Húsz esztendeig bíráskodott Izraelen a filiszteusok idejében.20 Και αυτος εκρινε τον Ισραηλ εν ταις ημεραις των Φιλισταιων εικοσι ετη.