Józsue könyve 2
123456789101112131415161718192021222324
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Erre Józsue, Nún fia, elküldött titokban két kémet Sittímből és azt mondta nekik: »Menjetek és vegyétek szemügyre a földet és Jerikó városát.« – Azok el is mentek és betértek egy erkölcstelen nő házába, akit Ráhábnak hívtak és megpihentek nála. – | 1 Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει. |
2 Jerikó királyának azonban jelentették: »Izrael fiai közül való emberek jöttek ide az éjjel, hogy kikémleljék a földet.« | 2 Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην. |
3 Elküldött erre Jerikó királya Ráhábhoz, és azt üzente: »Add ki azokat az embereket, akik hozzád jöttek és házadba tértek, mert kémek, s azért jöttek, hogy szemügyre vegyék ezt az egész földet.« | 3 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου? διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην. |
4 Fogta erre a nő az embereket, elrejtette őket és azt mondta: »Megvallom, hozzám jöttek, de nem tudtam, honnan valók. | 4 Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν? |
5 Amikor azonban a sötétség beálltakor bezárták a kaput, ki is mentek. Nem tudom, hova mentek, de vegyétek gyorsan üldözőbe, s még eléritek őket.« | 5 ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον? δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες? τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους. |
6 Ő pedig felvitte az embereket háza tetejére, s letakarta az ott levő lenszárral. | 6 Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος. |
7 A kiküldöttek el is kezdték üldözni őket a Jordán átkelője felé vivő úton. Mihelyt kimentek, rögtön bezárták a kaput utánuk. | 7 Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων? και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη. |
8 Az elrejtőzött emberek még el sem aludtak, amikor a nő felment hozzájuk és így szólt: | 8 Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα. |
9 »Tudom, hogy az Úr nektek adta ezt a földet, mert megszállt minket a tőletek való félelem és elcsüggedt ennek a földnek valamennyi lakosa. | 9 Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην? και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ' ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας? |
10 Hallottuk, hogy az Úr kiszárította előttetek a Vörös-tenger vizét, amikor kijöttetek Egyiptomból, s hogy mit tettetek az amoritáknak azzal a két királyával, akik a Jordánon túl voltak, Szihonnal és Óggal, akiket megöltetek. | 10 επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου? και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε? |
11 Amikor ezt hallottuk, félni kezdtünk, s elcsüggedt a szívünk, s nem maradt bennünk bátorság arra, hogy bejöveteletek idején szembeszálljunk veletek, hiszen az Úr, a ti Istenetek Isten fenn az égben, és lenn a földön. | 11 και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας? διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω. |
12 Most azért esküdjetek meg nekem az Úrra, hogy amint én irgalmasságot cselekedtem veletek, úgy ti is azt tesztek majd apám házával, és biztos jelét adjátok nekem, | 12 Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου? και δοτε εις εμε σημειον πιστεως, |
13 hogy életben hagyjátok apámat és anyámat, fivéreimet és nővéreimet s mindenüket és megmentitek életünket a haláltól.« | 13 οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου. |
14 Ők azt felelték neki: »Életünkkel kezeskedünk értetek, hogyha el nem árulsz minket, s ha majd az Úr nekünk adja ezt a földet, irgalmasságot és hűséget fogunk cselekedni veled.« | 14 Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε. |
15 Erre ő kötélen lebocsátotta őket az ablakon – háza ugyanis a város falában volt – | 15 Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος? διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει. |
16 és azt mondta nekik: »A hegység felé tartsatok, hogy ne találkozzanak veletek visszatérő üldözőitek, s ott rejtőzködjetek három napig, míg ők vissza nem érkeznek; akkor aztán menjetek utatokra.« | 16 Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες? και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες? και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας. |
17 Ők pedig azt mondták neki: »Kifogástalanul megtartjuk ezt az esküt, mellyel megeskettél minket, | 17 Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν? |
18 ha, amikor mi bevonulunk erre a földre, ezt a karmazsin színű zsinórt jelként alkalmazod, s rákötöd arra az ablakra, amelyen lebocsátottál minket, apádat, anyádat, testvéreidet s minden rokonságodat pedig a házadba gyűjtöd. | 18 ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας? και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν? |
19 Aki házad ajtaján kijön, annak a vére az ő fején lesz, s azért minket felelősség nem terhel. Mindazoknak a vére azonban, akik veled benn lesznek a házban, a mi fejünkre száll, ha valaki érinti őket. | 19 και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι? οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ' αυτον? |
20 De ha elárulsz minket és ezt a megállapodást nyilvánosságra hozod, akkor mentesek leszünk ettől az eskütől, mellyel megeskettél minket.« | 20 αλλ' εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν. |
21 Ő erre azt felelte: »Úgy legyen, ahogy mondtátok.« Azzal útjukra bocsátotta őket, a karmazsin színű fonalat pedig rákötötte az ablakra. | 21 Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν? αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα. |
22 Ők elmentek és eljutottak a hegységbe, s ott maradtak három napig, míg vissza nem tértek az üldözők. Ezek ugyanis keresték őket az egész úton, de nem akadtak rájuk, | 22 Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες? και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ' ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν. |
23 s azért visszamentek a városba. Erre a kémek megfordultak és lejöttek a hegyről, s miután átkeltek a Jordánon, eljutottak Józsuéhoz, Nún fiához és elbeszéltek neki mindent, ami velük történt | 23 Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους. |
24 és azt mondták: »Kezünkbe adta az Úr ezt az egész földet: a félelem leterítette valamennyi lakosát.« | 24 Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην? και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων. |