Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Az apostolok cselekedetei 8


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Saul pedig egyetértett azzal, hogy megöljék őt. Azon a napon nagy üldözés tört ki a jeruzsálemi egyház ellen, s az apostolok kivételével mindnyájan szétszóródtak Júdea és Szamaria tartományában.1 Ο δε Σαυλος ητο συμφωνος εις τον φονον αυτου. Και εγεινεν εν εκεινη τη ημερα διωγμος μεγας κατα της εκκλησιας της εν Ιεροσολυμοις και παντες διεσπαρησαν εις τους τοπους της Ιουδαιας και Σαμαρειας, πλην των αποστολων.
2 Istvánt pedig istenfélő férfiak eltemették, és nagyon megsiratták.2 Εφεραν δε τον Στεφανον εις τον ταφον ανδρες ευλαβεις και εκαμον θρηνον μεγαν επ' αυτον.
3 Saul meg pusztította az egyházat, sorra járva a házakat, elhurcolta a férfiakat és asszonyokat, s őrizetbe vetette őket.3 Ο δε Σαυλος εκακοποιει την εκκλησιαν, εμβαινων εις πασαν οικιαν και συρων ανδρας και γυναικας, παρεδιδεν εις την φυλακην.
4 Azok, akik szétszóródtak, eközben körüljártak, és hirdették az Isten igéjét.4 Οι μεν λοιπον διασπαρεντες διηλθον ευαγγελιζομενοι τον λογον.
5 Így jutott el Fülöp Szamaria városába, és hirdette nekik Krisztust.5 Ο δε Φιλιππος, καταβας εις την πολιν της Σαμαρειας, εκηρυττεν εις αυτους τον Χριστον.
6 Tömegesen és egyetértően figyeltek mindarra, amit Fülöp mondott, hallva és látva a jeleket, amelyeket cselekedett.6 Και οι οχλοι προσειχον ομοθυμαδον εις τα λεγομενα υπο του Φιλιππου, ακουοντες και βλεποντες τα θαυματα, τα οποια εκαμνε.
7 Mert a tisztátalan lelkek hangos kiáltással kimentek sokakból, akikben laktak, és sok inaszakadt és sánta meggyógyult.7 Διοτι εκ πολλων εχοντων πνευματα ακαθαρτα εξηρχοντο αυτα φωναζοντα μετα μεγαλης φωνης, και πολλοι παραλυτικοι και χωλοι εθεραπευθησαν,
8 Nagy öröm támadt abban a városban.8 και εγεινε χαρα μεγαλη εν εκεινη τη πολει.
9 Volt azonban a városban egy Simon nevű férfi, aki azelőtt varázslással foglalkozott, és elámította Szamaria népét, azt állítva, hogy ő rendkívüli valaki.9 Ανθρωπος δε τις Σιμων ονομαζομενος προυπηρχεν εν τη πολει, καμνων μαγειας και εκπληττων τον λαον της Σαμαρειας, λεγων εαυτον οτι ειναι μεγας τις?
10 Nagyok és kicsik, mindenki egyaránt hallgatott rá, s azt mondták: »Az Isten ereje ő, akit Nagynak hívnak.«10 εις τον οποιον εδιδον προσοχην παντες απο μικρου εως μεγαλου, λεγοντες? Ουτος ειναι η δυναμις του Θεου η μεγαλη.
11 És követték őt, mert jó ideje ámította őket varázslataival.11 Εδιδον δε προσοχην εις αυτον, διοτι ειχεν εκπληξει αυτους πολυν καιρον με τας μαγειας.
12 Amikor azonban hittek Fülöpnek, aki hirdette az örömhírt Isten országáról, a férfiak és az asszonyok megkeresztelkedtek Jézus Krisztus nevében.12 Οτε ομως επιστευσαν εις τον Φιλιππον ευαγγελιζομενον τα περι της βασιλειας του Θεου και του ονοματος του Ιησου Χριστου, εβαπτιζοντο ανδρες τε και γυναικες.
13 Sőt, maga Simon is hitt, és megkeresztelkedése után Fülöphöz szegődött. Mikor látta, hogy jelek és igen nagy csodák is történnek, álmélkodva csodálkozott.13 Ο δε Σιμων και αυτος επιστευσε, και βαπτισθεις εμενε παντοτε μετα του Φιλιππου, και θεωρων σημεια και θαυματα μεγαλα γινομενα εξεπληττετο.
14 Mikor pedig az apostolok, akik Jeruzsálemben voltak, meghallották, hogy Szamaria befogadta az Isten igéjét, elküldték hozzájuk Pétert és Jánost.14 Ακουσαντες δε οι αποστολοι οι εν Ιεροσολυμοις οτι η Σαμαρεια εδεχθη τον λογον του Θεου, απεστειλαν προς αυτους τον Πετρον και Ιωαννην?
15 Amint odaérkeztek, imádkoztak értük, hogy elnyerjék a Szentlelket,15 Οιτινες καταβαντες προσηυχηθησαν περι αυτων δια να λαβωσι Πνευμα Αγιον?
16 mert az még egyikükre sem szállt le, csak meg voltak keresztelve az Úr Jézus nevében.16 διοτι δεν ειχεν ετι επιπεσει επ' ουδενα εξ αυτων, αλλα μονον ησαν βεβαπτισμενοι εις το ονομα του Κυριου Ιησου.
17 Ekkor rájuk tették kezüket, és azok elnyerték a Szentlelket.17 Τοτε επεθετον τας χειρας επ' αυτους, και ελαμβανον Πνευμα Αγιον.
18 Amikor Simon látta, hogy az apostolok kézrátétellel megadják a Szentlelket, pénzt kínált nekik,18 Ιδων δε ο Σιμων οτι δια της επιθεσεως των χειρων των αποστολων διδεται το Πνευμα το Αγιον, προσεφερεν εις αυτους χρηματα,
19 és azt mondta: »Adjátok meg nekem is ezt a hatalmat, hogy akire ráteszem a kezemet, megkapja a Szentlelket!«19 λεγων? Δοτε και εις εμε την εξουσιαν ταυτην, ωστε εις οντινα επιθεσω τας χειρας να λαμβανη Πνευμα Αγιον.
20 Péter azonban így szólt hozzá: »Vesszen a pénzed veled együtt, mivel azt gondoltad, hogy Isten ajándékát pénzért lehet megszerezni!20 Και ο Πετρος ειπε προς αυτον? το αργυριον σου ας ηναι μετα σου εις απωλειαν, διοτι ενομισας οτι η δωρεα του Θεου αποκταται δια χρηματων.
21 Sem részed nincs ebben, sem jussod nincs hozzá, mert a szíved nem igaz Isten előtt.21 Συ δεν εχεις μεριδα ουδε κληρον εν τω λογω τουτω? διοτι η καρδια σου δεν ειναι ευθεια ενωπιον του Θεου.
22 Térj meg tehát ebből a gonoszságodból, s kérd Istent, hogy szívednek ez a gondolata bocsánatot nyerjen!22 Μετανοησον λοιπον απο της κακιας σου ταυτης και δεηθητι του Θεου, ισως συγχωρηθη εις σε η επινοια της καρδιας σου?
23 Mert azt látom, hogy a keserűség epéjében és a gonoszság kötelékében vagy.«23 επειδη σε βλεπω οτι εισαι εις χολην πικριας και δεσμον αδικιας.
24 Erre Simon azt felelte: »Könyörögjetek értem az Úrhoz, hogy semmi se érjen engem abból, amit mondtatok!«24 Αποκριθεις δε ο Σιμων, ειπε? Δεηθητε σεις υπερ εμου προς τον Κυριον, δια να μη ελθη επ' εμε μηδεν εξ οσων ειπετε.
25 Ők pedig, miután tanúságot tettek és az Úr igéjét hirdették, visszatértek Jeruzsálembe. Közben a szamariaiak sok helységének hirdették az evangéliumot.25 Εκεινοι λοιπον, αφου εμαρτυρησαν και ελαλησαν τον λογον του Κυριου, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ, κηρυξαντες το ευαγγελιον και εν πολλαις κωμαις των Σαμαρειτων.
26 Ezek után az Úr angyala így szólt Fülöphöz: »Kelj föl és menj délre, arra az elhagyatott útra, amely Jeruzsálemből Gázába visz le!«26 Αγγελος δε Κυριου ελαλησε προς τον Φιλιππον, λεγων? Σηκωθητι και υπαγε προς μεσημβριαν εις την οδον την καταβαινουσαν απο Ιερουσαλημ εις Γαζαν? αυτη ειναι ερημος.
27 Az fölkelt tehát, és elment. S íme, egy etióp férfi, Kandakénak, az etiópok királynőjének hatalmas udvari tisztje és minden kincsének kezelője, aki Jeruzsálembe jött imádkozni,27 Και σηκωθεις υπηγε. Και ιδου, ανθρωπος Αιθιοψ ευνουχος, αρχων της Κανδακης της βασιλισσης των Αιθιοπων, οστις ητο επι παντων των θησαυρων αυτης, ουτος ειχεν ελθει δια να προσκυνηση εις Ιερουσαλημ,
28 visszatértében kocsiján ülve Izajás prófétát olvasta.28 και υπεστρεφε και καθημενος επι της αμαξης αυτου, ανεγινωσκε τον προφητην Ησαιαν.
29 Ekkor a Lélek így szólt Fülöphöz: »Menj oda, és szegődj ahhoz a kocsihoz!«29 Ειπε δε το Πνευμα προς τον Φιλιππον? Πλησιασον και προσκολληθητι εις την αμαξαν ταυτην.
30 Amint Fülöp odasietett és hallotta, hogy Izajás prófétát olvassa, megszólította: »Azt gondolod, hogy érted, amit olvasol?«30 Και ο Φιλιππος εδραμε πλησιον και ηκουσεν αυτον αναγινωσκοντα τον προφητην Ησαιαν και ειπεν? Αρα γε γινωσκεις α αναγινωσκεις;
31 Az így felelt: »Hogyan érteném, ha nincs, aki megmagyarázza nekem?« Megkérte tehát Fülöpöt, hogy szálljon fel és üljön melléje.31 Ο δε ειπε? Και πως ηθελον δυνηθη, εαν δεν με οδηγηση τις; Και παρεκαλεσε τον Φιλιππον να αναβη και να καθηση μετ' αυτου.
32 Az Írás helye pedig, amelyet olvasott, ez volt: »Mint a bárány, amelyet leölésre visznek, és mint a juh, mely nyírója előtt elnémul, nem nyitotta ki száját.32 Το δε χωριον της γραφης, το οποιον ανεγινωσκεν, ητο τουτο. Εφερθη ως προβατον επι σφαγην? και ως αρνιον εμπροσθεν του κειροντος αυτο αφωνον, ουτω δεν ανοιγει το στομα αυτου.
33 Megaláztatásban hoztak fölötte ítéletet. A sorsával ki törődik? Hisz életét elvették e földön« .33 Εν τη ταπεινωσει αυτου αφηρεθη η κρισις αυτου? την δε γενεαν αυτου τις θελει διηγηθη; διοτι σηκονεται απο της γης η ζωη αυτου.
34 Erre az udvari tiszt megkérdezte Fülöpöt: »Kérlek, kiről mondja ezt a próféta, önmagáról vagy valaki másról?«34 Αποκριθεις δε ο ευνουχος προς τον Φιλιππον, ειπε? Παρακαλω σε, περι τινος λεγει τουτο ο προφητης; περι εαυτου περι αλλου τινος;
35 Ekkor Fülöp megnyitotta száját, s ebből az Írásból kiindulva hirdette neki Jézust.35 Και ανοιξας ο Φιλιππος το στομα αυτου και αρχισας απο της γραφης ταυτης, ευηγγελισατο εις αυτον τον Ιησουν.
36 Amint haladtak az úton, egy vízhez értek. Erre az udvari tiszt így szólt: »Íme a víz; mi gátol abban, hogy megkeresztelkedjem?«36 Και καθως εξηκολουθουν την οδον, ηλθον εις το υδωρ, και λεγει ο ευνουχος? Ιδου υδωρ? τι με εμποδιζει να βαπτισθω;
37 Και ο Φιλιππος ειπεν? Εαν πιστευης εξ ολης της καρδιας, δυνασαι. Και αποκριθεις ειπε? Πιστευω οτι ο Ιησους Χριστος ειναι ο Υιος του Θεου.
38 Azután megállította a kocsit. Mindketten lementek a vízbe, Fülöp és az udvari tiszt, és megkeresztelte őt.38 Και προσεταξε να σταθη η αμαξα, και κατεβησαν αμφοτεροι εις το υδωρ, ο Φιλιππος και ο ευνουχος, και εβαπτισεν αυτον.
39 Mikor a vízből feljöttek, az Úr Lelke elragadta Fülöpöt. Az udvari tiszt nem látta őt többé, s örvendezve folytatta útját.39 Οτε δε ανεβησαν εκ του υδατος, Πνευμα Κυριου ηρπασε τον Φιλιππον, και δεν ειδεν αυτον πλεον ο ευνουχος? αλλ' επορευετο την οδον αυτου χαιρων.
40 Fülöp pedig Asdódban termett, körüljárt, és hirdette az evangéliumot, amíg Cézáreába nem érkezett.40 Ο δε Φιλιππος ευρεθη εις Αζωτον, και διερχομενος εκηρυττεν εις πασας τας πολεις, εωσου ηλθεν εις Καισαρειαν.