Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Ezekiel jövendölése 17


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Az Úr ezt a szózatot intézte hozzám:1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 »Emberfia, adj fel talányt és mondj példázatot Izrael házának,2 Υιε ανθρωπου, προβαλε αινιγμα και παροιμιασθητι παροιμιαν προς τον οικον Ισραηλ?
3 és mondd: Így szól az Úr Isten: A hatalmas, nagyszárnyú sas, hatalmas szárnycsapásokkal, sűrű, tarka tollazattalelment a Libanonra, és elvitte egy cédrusfa hegyét.3 και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ο αετος ο μεγας ο μεγαλοπτερυγος, ο μακρος εις την εκτασιν, ο πληρης πτερων ποικιλοχροων, ηλθεν εις τον Λιβανον και ελαβε τον υψηλοτερον κλαδον της κεδρου?
4 Legfelső ágát letörte és átvitte a kereskedők országába; a kereskedők városába tette le.4 απεκοψε τα ακρα των τρυφερων αυτου κλαδων και εφερεν αυτα εις γην εμπορικην? εθεσεν αυτα εις πολιν εμπορων.
5 S vett az ország magvából és a vetésre váró földbe helyezte, hogy gyökeret verjen a bőséges víz mellett; a föld színére helyezte.5 Και ελαβεν απο του σπερματος της γης και εθεσεν αυτο εις πεδιον σποριμον? πλησιον πολλων υδατων εφερεν αυτο? ως ιτεαν εθεσεν αυτο.
6 Az kisarjadzott és szélesen elterülő, alacsony tőkéjű szőlővé növekedett, hogy ágai feléje forduljanak és gyökerei alatta legyenek. Szőlővé lett tehát, venyigéket növesztett és hajtásokat eresztett.6 Και εβλαστησε και εγεινεν αμπελος πλατεια, χαμηλη εις το αναστημα, της οποιας τα κληματα εστρεφοντο προς αυτον και αι ριζαι αυτης ησαν υποκατω αυτου? και εγεινεν αμπελος και εκαμε κληματα και εξεδωκε βλαστους.
7 Volt egy másik hatalmas, nagyszárnyú, sűrű tollazatú sas is; és íme, az a szőlő mintha efelé nyújtotta volna gyökereit, efelé terjesztette volna ki vesszeit, hogy ez táplálja őt nedvességgel ültetésének ágyaiból.7 Ητο και αλλος αετος μεγας, ο μεγαλοπτερυγος και πολυπτερος? και ιδου, η αμπελος αυτη εξετεινε τας ριζας αυτης προς αυτον, και ηπλωσε τους κλαδους αυτης προς αυτον, δια να ποτιση αυτην δια των αυλακιων της φυτευσεως αυτης.
8 Jó földbe, sok víz mellé volt ültetve, hogy lombot hajtson és gyümölcsöt teremjen, hogy nagy szőlőtővé legyen.8 Ητο πεφυτευμενη εν γη καλη πλησιον υδατων πολλων, δια να καμη βλαστους και να φερη καρπον, ωστε να γεινη αμπελος αγαθη.
9 És mondd: Így szól az Úr Isten: Vajon jól fog-e járni? Vajon az nem fogja-e kitépni gyökereit, leszakítani gyümölcseit és elfonnyasztani minden kisarjadt vesszejét, hogy elszáradjon? Nem is kell hozzá sem hatalmas kar, sem nagyszámú nép, hogy gyökerestül kitépje!9 Ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? θελει ευοδωθη; δεν θελει ανασπασει αυτος τας ριζας αυτης και κοψει τον καρπον αυτης, ωστε να ξηρανθη; θελει ξηρανθη κατα παντα τα φυλλα του βλαστηματος αυτης, χωρις μαλιστα μεγαλης δυναμεως η πολλου λαου, δια να εκσπαση αυτην εκ των ριζων αυτης.
10 Íme, el van ültetve; vajon jól fog-e járni? Ha megérinti a perzselő szél, nem fonnyad-e el, és ágyának barázdáiban nem szárad-e el?«10 Ναι, ιδου, φυτευθεισα θελει ευοδωθη; δεν θελει ξηρανθη ολοκληρως, ως οταν εγγιση αυτην ο ανατολικος ανεμος; θελει ξηρανθη εν ταις αυλαξιν οπου εβλαστησε.
11 Akkor az Úr ezt a szózatot intézte hozzám:11 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
12 »Ezt mondd az ellenszegülő háznak: Nem tudjátok, mit jelentenek ezek? Mondd: Íme, Babilon királya Jeruzsálembe érkezett, elhurcolta királyát és fejedelmeit és elvitte őket magához Babilonba.12 Ειπε τωρα προς τον οικον τον αποστατην? δεν εννοειτε τι δηλουσι ταυτα; ειπε, Ιδου, ο βασιλευς της Βαβυλωνος ηλθεν εις Ιερουσαλημ, και ελαβε τον βασιλεα αυτης και τους αρχοντας αυτης, και εφερεν αυτους μεθ' εαυτου εις Βαβυλωνα?
13 Aztán fogott valakit a királyi nemzetségből, szövetségre lépett vele és esküt vett ki tőle; de az ország hatalmasait is elvitte,13 και ελαβεν απο του σπερματος του βασιλικου και εκαμε συνθηκην μετ' αυτου και εκαμεν αυτον να ορκισθη? ελαβε και τους δυνατους του τοπου,
14 hogy az jelentéktelen királyság legyen és fel ne fuvalkodjék, hanem őrizze meg szövetségét és tartsa meg azt.14 δια να ταπεινωθη το βασιλειον, ωστε να μη ανορθωθη, δια να φυλαττη την συνθηκην αυτου, ωστε να στηριζη αυτην.
15 Ő azonban elpártolt tőle és követeket küldött Egyiptomba, hogy neki lovakat és nagy sereget adjon. Vajon jól fog-e járni vagy megszabadulhat-e, aki így cselekedett? Vajon megmenekülhet-e, aki megszegte a szövetséget?15 Απεστατησεν ομως απ' αυτου, εξαποστειλας πρεσβεις εαυτου εις την Αιγυπτον, δια να δωσωσιν εις αυτον ιππους και λαον πολυν. Θελει ευοδωθη; θελει διασωθη ο πραττων ταυτα; η παραβαινων την συνθηκην θελει διασωθη;
16 Életemre mondom, én, az Úr Isten: Ama király lakóhelyén, aki őt királlyá tette, akinek esküjét megszegte és vele kötött szövetségét felbontotta, Babilon területén fog meghalni!16 Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, βεβαιως εν τω τοπω του βασιλεως του βασιλευσαντος αυτον, του οποιου τον ορκον κατεφρονησε και του οποιου την συνθηκην παρεβη, μετ' αυτου εν μεσω της Βαβυλωνος θελει τελευτησει.
17 Mert a fáraó nem visel majd ellene hadat nagy hadsereggel, sem sok hadinéppel, amikor az majd töltést készít és sáncot emel, hogy számos embert megöljön.17 Και δεν θελει καμει υπερ αυτου ουδεν εν τω πολεμω ο Φαραω, με το δυνατον στρατευμα και με το μεγα πληθος, υψονων προχωματα και οικοδομων προμαχωνας, δια να απολεση πολλας ψυχας.
18 Mert semmibe vette az esküt és megszegte a szövetséget, holott íme, kezet adott rá; és mivel mindezeket cselekedte, nem fog megmenekülni.18 Διοτι κατεφρονησε τον ορκον παραβαινων την συνθηκην? και ιδου, επειδη, αφου εδωκε την χειρα αυτου, επραξε παντα ταυτα, δεν θελει διασωθη.
19 Ezért így szól az Úr Isten: Életemre mondom: Az esküt, amelyet semmibe vett, és a szövetséget, amelyet megszegett, az ő fejére fordítom!19 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ζω εγω, βεβαιως τον ορκον μου τον οποιον κατεφρονησε, και την συνθηκην μου την οποιαν παρεβη, κατα της κεφαλης αυτου θελω ανταποδωσει αυτα.
20 Kivetem rá hálómat és megfogom őt varsámban és elviszem Babilonba, és ott megítélem hűtlensége miatt, amellyel engem megvetett.20 Και θελω εξαπλωσει το δικτυον μου επ' αυτον και θελει πιασθη εις τα βροχια μου? και θελω φερει αυτον εις Βαβυλωνα, και εκει θελω κριθη μετ' αυτου περι της ανομιας αυτου, την οποιαν ηνομησεν εις εμε.
21 S mindazok, akik vele megfutottak egész seregével együtt, kard által esnek el; akik pedig életben maradnak, a szél minden irányába szétszóródnak, és megtudjátok, hogy én, az Úr, szóltam!«21 Και παντες οι φυγαδες αυτου μετα παντων των ταγματων αυτου θελουσι πεσει εν μαχαιρα, και οι εναπολειφθεντες θελουσι διασκορπισθη εις παντα ανεμον? και θελετε γνωρισει οτι εγω ο Κυριος ελαλησα.
22 Így szól az Úr Isten: »Akkor majd én is veszek egy ágat a magas cédrusfa tetejéről és elültetem; ágainak tetejéről egy gyönge ágat letörök, és elültetem egy magas és kiemelkedő hegyen.22 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Και θελω λαβει εγω εκ του υψηλοτερου κλαδου της υψηλης κεδρου και φυτευσει? θελω κοψει εγω εκ της κορυφης των νεων αυτου κλωνων ενα τρυφερον και φυτευσει επι ορους υψηλου και εξοχου?
23 Izrael magas hegyén ültetem el, kisarjadzik majd és gyümölcsöt terem, és nagy cédrussá lesz; alatta laknak majd a madarak mind, és fészket rak valamennyi szárnyas lombjainak árnyékában;23 επι του υψηλου ορους του Ισραηλ θελω φυτευσει αυτον, και θελει εκφερει κλαδους και καρποφορησει και θελει γεινει κεδρος μεγαλη και υποκατω αυτης θελουσι κατασκηνωσει παν ορνεον και παν πτηνον? υπο την σκιαν των κλαδων αυτης θελουσι κατασκηνωσει.
24 Akkor megtudja majd a vidék minden fája, hogy én, az Úr, aláztam meg a magas fát és magasztaltam fel az alacsony fát; hogy én szárítottam ki a zöldellő fát és borítottam virágba a száraz fát. Én, az Úr, szóltam, és meg is cselekedtem!«24 Και παντα τα δενδρα του αγρου θελουσι γνωρισει, οτι εγω ο Κυριος εταπεινωσα το δενδρον το υψηλον, υψωσα το δενδρον το ταπεινον, κατεξηρανα το δενδρον το χλωρον, και εκαμον το δενδρον το ξηρον να αναθαλλη. Εγω ο Κυριος ελαλησα και εξετελεσα.