Jeremiás könyve 33
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Másodszor is hangzott az Úr igéje Jeremiáshoz, amikor még be volt zárva az őrség udvarába: | 1 εν αρχη βασιλεως ιωακιμ υιου ιωσια εγενηθη ο λογος ουτος παρα κυριου |
2 »Így szól az Úr, aki cselekszi ezt, az Úr, aki formálja, hogy előkészítse, akinek az Úr a neve: | 2 ουτως ειπεν κυριος στηθι εν αυλη οικου κυριου και χρηματιεις απασι τοις ιουδαιοις και πασι τοις ερχομενοις προσκυνειν εν οικω κυριου απαντας τους λογους ους συνεταξα σοι αυτοις χρηματισαι μη αφελης ρημα |
3 Kiálts hozzám, és válaszolok neked; nagy és megfoghatatlan dolgokat hirdetek neked, melyeket nem ismersz! | 3 ισως ακουσονται και αποστραφησονται εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και παυσομαι απο των κακων ων εγω λογιζομαι του ποιησαι αυτοις ενεκεν των πονηρων επιτηδευματων αυτων |
4 Mert így szól az Úr, Izrael Istene ennek a városnak házairól és Júda királyainak házairól, melyeket lebontottak az ostromsáncokkal szemben és a karddal szemben | 4 και ερεις ουτως ειπεν κυριος εαν μη ακουσητε μου του πορευεσθαι εν τοις νομιμοις μου οις εδωκα κατα προσωπον υμων |
5 azok, akik jönnek, hogy harcoljanak a káldeaiakkal, és megtöltsék azokat a helyeket az emberek holttestével, akikre lesújtottam haragomban és indulatomban, mivel elrejtettem arcomat ez elől a város elől minden gonoszságuk miatt: | 5 εισακουειν των λογων των παιδων μου των προφητων ους εγω αποστελλω προς υμας ορθρου και απεστειλα και ουκ εισηκουσατε μου |
6 Íme, én behegesztem és meggyógyítom sebeit, meggyógyítom őket, és feltárom nekik a béke és biztonság kincsét. | 6 και δωσω τον οικον τουτον ωσπερ σηλωμ και την πολιν δωσω εις καταραν πασιν τοις εθνεσιν πασης της γης |
7 Jóra fordítom Júda sorsát és Izrael sorsát, s felépítem őket, mint kezdetben. | 7 και ηκουσαν οι ιερεις και οι ψευδοπροφηται και πας ο λαος του ιερεμιου λαλουντος τους λογους τουτους εν οικω κυριου |
8 Megtisztítom őket minden bűnüktől, amellyel vétkeztek ellenem, és megbocsátom minden bűnüket, amellyel vétkeztek ellenem és elpártoltak tőlem. | 8 και εγενετο ιερεμιου παυσαμενου λαλουντος παντα α συνεταξεν αυτω κυριος λαλησαι παντι τω λαω και συνελαβοσαν αυτον οι ιερεις και οι ψευδοπροφηται και πας ο λαος λεγων θανατω αποθανη |
9 Hírnévvé, örömmé, dicsőséggé és ékességgé lesz az számomra a föld minden nemzete előtt, amelyek hallják mindazt a jót, amit cselekszem velük; megijednek és megremegnek majd mindazon jó és mindazon békesség miatt, amit cselekszem velük. | 9 οτι επροφητευσας τω ονοματι κυριου λεγων ωσπερ σηλωμ εσται ο οικος ουτος και η πολις αυτη ερημωθησεται απο κατοικουντων και εξεκκλησιασθη πας ο λαος επι ιερεμιαν εν οικω κυριου |
10 Így szól az Úr: Ezen a helyen, melyről azt mondjátok, hogy puszta az, ember nélkül és állat nélkül, és Júda városaiban meg Jeruzsálem utcáin, melyek pusztasággá lettek ember nélkül, lakó nélkül és állat nélkül, hallatszani fog még | 10 και ηκουσαν οι αρχοντες ιουδα τον λογον τουτον και ανεβησαν εξ οικου του βασιλεως εις οικον κυριου και εκαθισαν εν προθυροις πυλης κυριου της καινης |
11 az öröm hangja és a vidámság hangja, a vőlegény hangja és a menyasszony hangja, azoknak a hangja, akik így szólnak: ‘Adjatok hálát a Seregek Urának, mert jó az Úr, mert kegyelme örökkévaló!’ Hálaáldozatot hoznak az Úr házába, mert jóra fordítom az ország sorsát, mint kezdetben volt – mondja az Úr. – | 11 και ειπαν οι ιερεις και οι ψευδοπροφηται προς τους αρχοντας και παντι τω λαω κρισις θανατου τω ανθρωπω τουτω οτι επροφητευσεν κατα της πολεως ταυτης καθως ηκουσατε εν τοις ωσιν υμων |
12 Így szól a Seregek Ura: Ezen a puszta helyen, ahol nincs ember, sem állat, és minden városában lesz még pásztorok tanyája, akik nyájat pihentetnek. | 12 και ειπεν ιερεμιας προς τους αρχοντας και παντι τω λαω λεγων κυριος απεστειλεν με προφητευσαι επι τον οικον τουτον και επι την πολιν ταυτην παντας τους λογους τουτους ους ηκουσατε |
13 A hegyvidék városaiban, az alföld városaiban és a délvidék városaiban, Benjamin földjén, Jeruzsálem környékén és Júda városaiban átmennek még a juhok annak kezén, aki megszámlálja – mondja az Úr. – | 13 και νυν βελτιους ποιησατε τας οδους υμων και τα εργα υμων και ακουσατε της φωνης κυριου και παυσεται κυριος απο των κακων ων ελαλησεν εφ' υμας |
14 Íme, jönnek napok – mondja az Úr –, amikor valóra váltom azt a jó igét, amelyet Izrael házáról és Júda házáról mondottam. | 14 και ιδου εγω εν χερσιν υμων ποιησατε μοι ως συμφερει και ως βελτιον υμιν |
15 Azokban a napokban és abban az időben igaz sarjat sarjasztok Dávidnak, aki majd jogot és igazságot szolgáltat az országban. | 15 αλλ' η γνοντες γνωσεσθε οτι ει αναιρειτε με αιμα αθωον διδοτε εφ' υμας και επι την πολιν ταυτην και επι τους κατοικουντας εν αυτη οτι εν αληθεια απεσταλκεν με κυριος προς υμας λαλησαι εις τα ωτα υμων παντας τους λογους τουτους |
16 Azokban a napokban megszabadul Júda, és Jeruzsálem biztonságban lakik; így fogják nevezni: Az Úr a mi igazságunk. | 16 και ειπαν οι αρχοντες και πας ο λαος προς τους ιερεις και προς τους ψευδοπροφητας ουκ εστιν τω ανθρωπω τουτω κρισις θανατου οτι επι τω ονοματι κυριου του θεου ημων ελαλησεν προς ημας |
17 Mert így szól az Úr: Nem lesz Dávid olyan férfi híján, aki Izrael házának trónján ül. | 17 και ανεστησαν ανδρες των πρεσβυτερων της γης και ειπαν παση τη συναγωγη του λαου |
18 És a levita papok sem lesznek olyan férfi híján színem előtt, aki égőáldozatot mutat be, ételtáldozatot füstölögtet, és véresáldozatot készít minden nap.« | 18 μιχαιας ο μωραθιτης ην εν ταις ημεραις εζεκιου βασιλεως ιουδα και ειπεν παντι τω λαω ιουδα ουτως ειπεν κυριος σιων ως αγρος αροτριαθησεται και ιερουσαλημ εις αβατον εσται και το ορος του οικου εις αλσος δρυμου |
19 Így hangzott az Úr igéje Jeremiáshoz: | 19 μη ανελων ανειλεν αυτον εζεκιας και πας ιουδα ουχι οτι εφοβηθησαν τον κυριον και οτι εδεηθησαν του προσωπου κυριου και επαυσατο κυριος απο των κακων ων ελαλησεν επ' αυτους και ημεις εποιησαμεν κακα μεγαλα επι ψυχας ημων |
20 »Így szól az Úr: Ha fel tudjátok bontani szövetségemet a nappallal és szövetségemet az éjszakával, hogy ne legyen nappal és éjszaka a maga idejében, | 20 και ανθρωπος ην προφητευων τω ονοματι κυριου ουριας υιος σαμαιου εκ καριαθιαριμ και επροφητευσεν περι της γης ταυτης κατα παντας τους λογους ιερεμιου |
21 akkor bomlik fel szövetségem szolgámmal, Dáviddal is, úgyhogy nem lesz fia, aki trónján uralkodjék, és a levita papokkal, az én szolgáimmal. | 21 και ηκουσεν ο βασιλευς ιωακιμ και παντες οι αρχοντες παντας τους λογους αυτου και εζητουν αποκτειναι αυτον και ηκουσεν ουριας και εισηλθεν εις αιγυπτον |
22 Ahogy nem lehet megszámlálni az ég seregét és megmérni a tenger fövenyét, úgy sokasítom meg szolgámnak, Dávidnak ivadékát és a levitákat, akik engem szolgálnak.« | 22 και εξαπεστειλεν ο βασιλευς ανδρας εις αιγυπτον |
23 Így hangzott az Úr igéje Jeremiáshoz: | 23 και εξηγαγοσαν αυτον εκειθεν και εισηγαγοσαν αυτον προς τον βασιλεα και επαταξεν αυτον εν μαχαιρα και ερριψεν αυτον εις το μνημα υιων λαου αυτου |
24 »Nem láttad, mit beszél ez a nép, amikor ezt mondja: ‘A két nemzetséget, melyet kiválasztott az Úr, el is vetette’, és hogy annyira megvetik népemet, hogy már nem is nemzet előttük? | 24 πλην χειρ αχικαμ υιου σαφαν ην μετα ιερεμιου του μη παραδουναι αυτον εις χειρας του λαου του μη ανελειν αυτον |
25 Így szól az Úr: Ha nincs szövetségem a nappallal és éjszakával, ha nem szabtam törvényeket az égnek és földnek, | |
26 akkor vetem el Jákobnak és szolgámnak, Dávidnak ivadékát is, úgyhogy nem az ő ivadékából veszek uralkodókat Ábrahám, Izsák és Jákob ivadékának; mert jóra fordítom sorsukat, és megkönyörülök rajtuk.« |