Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 20


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Meghallotta Fássúr pap, Immer fia, aki főfelügyelő volt az Úr házában, hogy Jeremiás ezeket az igéket prófétálta.1 Ο δε Πασχωρ, ο υιος του Ιμμηρ ο ιερευς, ο και προισταμενος εν τω οικω του Κυριου, ηκουσε τον Ιερεμιαν προφητευοντα τους λογους τουτους.
2 Ezért megverette Fássúr Jeremiás prófétát, és kalodába záratta, amely a felső Benjamin-kapuban volt az Úr házában.2 Και επαταξεν ο Πασχωρ Ιερεμιαν τον προφητην και εβαλεν αυτον εις το δεσμωτηριον το εν τη ανω πυλη του Βενιαμιν, το εν τω οικω του Κυριου.
3 Történt pedig másnap, hogy kiengedte Fássúr Jeremiást a kalodából. Ekkor így szólt hozzá Jeremiás: »Nem Fássúrnak hívta nevedet az Úr, hanem így: Rettenet mindenfelől.3 Και την επαυριον εξηγαγεν ο Πασχωρ τον Ιερεμιαν εκ του δεσμωτηριου. Και ο Ιερεμιας ειπε προς αυτον, Ο Κυριος δεν εκαλεσε το ονομα σου Πασχωρ, αλλα Μαγορ-μισσαβιβ.
4 Mert így szól az Úr: Íme, én téged rettenetté teszlek önmagad és minden barátod számára: elesnek majd ellenségeik kardja által, és szemed látni fogja. Egész Júdát Babilon királyának kezébe adom, aki majd fogságba viszi Babilonba, vagy karddal sújtja őket.4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, θελω σε καμει τρομον εις σεαυτον και εις παντας τους φιλους σου? και θελουσι πεσει δια της μαχαιρας των εχθρων αυτων και οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τουτο? και θελω δωσει παντα τον Ιουδαν εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, και θελει φερει αυτους αιχμαλωτους εις την Βαβυλωνα και θελει παταξει αυτους εν μαχαιρα.
5 Odaadom ennek a városnak minden vagyonát, minden szerzeményét és minden drágaságát; Júda királyainak minden kincsét ellenségeik kezébe adom, elrabolják, elveszik és elviszik azokat Babilonba.5 Και θελω δωσει πασαν την δυναμιν της πολεως ταυτης και παντας τους κοπους αυτης και παντα τα πολυτιμα αυτης και παντας τους θησαυρους των βασιλεων Ιουδα θελω δωσει εις την χειρα των εχθρων αυτων, και θελουσι λεηλατησει αυτους και λαβει αυτους και φερει αυτους εις την Βαβυλωνα.
6 Te pedig, Fássúr, és házadnak minden lakója, fogságba mentek; Babilonba mégy, ott halsz meg, és ott temetnek el téged és minden barátodat, akiknek hazugságot prófétáltál.«6 Και συ, Πασχωρ, και παντες οι κατοικουντες εν τω οικω σου, θελετε υπαγει εις αιχμαλωσιαν? και θελεις ελθει εις την Βαβυλωνα, και εκει θελεις αποθανει και εκει θελεις ταφη, συ και παντες οι φιλοι σου, εις τους οποιους προεφητευσας ψευδως.
7 Rászedtél, Uram, és hagytam, hogy rászedj! Erősebb voltál nálam, és győztél! Nevetség tárgya lettem egész nap, mindenki gúnyolódik rajtam.7 Κυριε, με εδελεασας και εδελεασθην? υπερισχυσας κατ' εμου και κατισχυσας? εγεινα χλευασμος ολην την ημεραν? παντες με εμπαιζουσι.
8 Mert ahányszor csak beszélek, kiáltoznom kell, erőszakot és elnyomást kiáltanom; mert az Úr igéje gyalázatomra lett, és csúfságomra egész nap.8 Διοτι αφου ηνοιξα στομα, βοω, φωναζω βιαν και αρπαγην? οθεν ο λογος του Κυριου εγεινεν εις εμε προς ονειδισμον και προς χλευασμον ολην την ημεραν.
9 Azt mondtam: »Nem törődöm vele, és nem beszélek többé az ő nevében.« De olyan lett szívemben, mint égő tűz, bezárva csontjaimba; és hiába erőlködtem, hogy magamban tartsam, nem győzöm.9 Και ειπα, Δεν θελω αναφερει περι αυτου ουδε θελω λαλησει πλεον εν τω ονοματι αυτου? ομως ο λογος αυτου ητο εν τη καρδια μου ως καιομενον πυρ περικεκλεισμενον εν τοις οστεοις μου, και απεκαμον χαλινονων εμαυτον και δεν ηδυναμην πλεον.
10 Mert hallottam sokak rágalmát, rettenetet mindenfelől: »Jelentsétek! Jelentsük fel őt!« Akik barátságban voltak velem, mind bukásomat lesik: »Hátha rá lehet szedni, legyőzhetjük, és bosszút állhatunk rajta!«10 Διοτι ηκουσα υβριν παρα πολλων? τρομος πανταχοθεν? Κατηγορησατε, λεγουσι, και θελομεν κατηγορησει αυτον. Παντες οι ειρηνευοντες μετ' εμου παρεφυλαττον το προσκομμα μου, λεγοντες, Ισως δελεασθη, και θελομεν υπερισχυσει εναντιον αυτου και εκδικηθη κατ' αυτου.
11 De az Úr velem van, mint hatalmas hős, ezért üldözőim elbuknak, és nem győznek; nagyon megszégyenülnek, mert nem járnak sikerrel, örök gyalázatuk nem megy feledésbe.11 Αλλ' ο Κυριος ειναι μετ' εμου ως ισχυρος πολεμιστης? δια τουτο οι διωκται μου θελουσι προσκοψει και δεν θελουσιν υπερισχυσει? θελουσι καταισχυνθη σφοδρα? διοτι δεν ενοησαν? η αιωνιος αισχυνη αυτων δεν θελει λησμονηθη.
12 Seregek Ura, aki megvizsgálod az igazat, aki látod a veséket és a szívet, hadd lássam bosszúdat rajtuk, mert eléd tártam ügyemet!12 Αλλα, Κυριε των δυναμεων, ο δοκιμαζων τον δικαιον, ο βλεπων τους νεφρους και την καρδιαν, ας ιδω την εκδικησιν σου επ' αυτους? διοτι εις σε εφανερωσα την κρισιν μου.
13 Énekeljetek az Úrnak, dicsérjétek az Urat, mert megmentette a szegény lelkét a gonosztevők kezéből!13 Ψαλλετε εις τον Κυριον, αινειτε τον Κυριον? διοτι ηλευθερωσε την ψυχην του πτωχου εκ χειρος πονηρευομενων.
14 Átkozott az a nap, amelyen születtem! Az a nap, amelyen szült engem anyám, ne legyen áldott!14 Επικαταρατος η ημερα, καθ' ην εγεννηθην? η ημερα καθ' ην η μητηρ μου με εγεννησεν, ας μη ηναι ευλογημενη.
15 Átkozott az a férfi, aki az örömhírt vitte apámnak: »Fiúgyermeked született«, és nagy örömet szerzett neki!15 Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις ευηγγελισατο προς τον πατερα μου, λεγων, Εγεννηθη εις σε παιδιον αρσεν, ευφραινων αυτον σφοδρα.
16 Legyen olyan az a férfi, mint a városok, amelyeket feldúlt az Úr, és nem bánta meg; halljon jajkiáltást reggel, és harci riadót délidőben!16 Και ας ηναι ο ανθρωπος εκεινος ως αι πολεις, τας οποιας ο Κυριος κατεστρεψε και δεν μετεμεληθη? και ας ακουση κραυγην το πρωι και αλαλαγμον εν μεσημβρια.
17 Mert nem ölt meg engem az anyaméhben, hogy anyám lett volna a sírom, és méhe örökre terhes volna!17 Δια τι δεν εθανατωθην εκ μητρας; η η μητηρ μου δεν εγεινε ταφος εις εμε και η μητρα αυτης δεν με εβαστασεν εις αιωνιον συλληψιν;
18 Miért jöttem ki az anyaméhből? Hogy nyomorúságot és bánatot lássak, és szégyenben múljanak el napjaim?18 δια τι εξηλθον εκ της μητρας, δια να βλεπω μοχθον και λυπην και να τελειωσωσιν αι ημεραι μου εν αισχυνη;