Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Izajás könyve 38


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Azokban a napokban Hiszkija halálosan megbetegedett. Akkor bement hozzá Izajás próféta, Ámosz fia, és azt mondta neki: »Így szól az Úr: Rendelkezz házadról, mert meghalsz, nem maradsz életben!«1 Κατ' εκεινας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εις θανατον? και ηλθε προς αυτον Ησαιας ο προφητης ο υιος του Αμως και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Διαταξον περι του οικου σου? επειδη αποθνησκεις και δεν θελεις ζησει.
2 Erre Hiszkija a fal felé fordította arcát, és imádkozott az Úrhoz.2 Τοτε εστρεψεν ο Εζεκιας το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυχηθη εις τον Κυριον,
3 Ezt mondta: »Ó, Uram, emlékezzél meg, kérlek, arról, hogy hűséggel és egész szívvel jártam színed előtt, és azt tettem, ami jó a te szemedben!« És sírt Hiszkija, hangos sírással.3 και ειπε, Δεομαι, Κυριε, ενθυμηθητι τωρα πως περιεπατησα ενωπιον σου εν αληθεια και εν καρδια τελεια και επραξα το αρεστον ενωπιον σου. Και εκλαυσεν ο Εζεκιας κλαυθμον μεγαν.
4 Ekkor szólt az Úr szava Izajáshoz:4 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς τον Ησαιαν λεγων,
5 »Menj, és mondd meg Hiszkijának: ‘Így szól az Úr, atyádnak, Dávidnak Istene: Meghallgattam imádságodat, láttam könnyeidet; íme, megtoldom napjaidat tizenöt évvel.5 Υπαγε και ειπε προς τον Εζεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Ηκουσα την προσευχην σου, ειδον τα δακρυα σου? ιδου, θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη?
6 Asszíria királyának kezétől megmentelek téged és ezt a várost, és megoltalmazom ezt a várost.’6 και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην?
7 Ez lesz számodra a jel az Úrtól, hogy teljesíti az Úr azt az igét, amelyet mondott:7 και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον παρα Κυριου οτι θελει καμει ο Κυριος το πραγμα τουτο, το οποιον ελαλησεν?
8 Íme, visszahúzom az árnyékot azokon a fokokon, amelyeken már túlhaladt Ácház napóráján, és visszatérítem a napot tíz fokkal.« Vissza is tért a nap tíz fokkal azokon a fokokon, amelyeken már túlhaladt az árnyék.8 ιδου, θελω στρεψει οπισω δεκα βαθμους την σκιαν των βαθμων, τους οποιους κατεβη εις το ηλιακον ωρολογιον του Αχαζ. Και εστραφη ο ηλιος δεκα βαθμους, δια των οποιων ειχε καταβη.
9 Hiszkijának, Júda királyának írása, amikor beteg volt, és felgyógyult betegségéből:9 Ταυτα ειναι τα γραφεντα υπο Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα, οτε ηρρωστησε και ανελαβεν εκ της αρρωστιας αυτου?
10 »Így szóltam én: Napjaim közepén kell elmennem az alvilág kapuiba, megfosztva hátralevő éveimtől!10 Εγω ειπα, Εν τη μεσημβρια των ημερων μου θελω υπαγει εις τας πυλας του ταφου? εστερηθην το υπολοιπον των ετων μου.
11 Azt mondtam: Nem látom az Urat az élők földjén, nem látok többé embert a világ lakói között.11 Ειπα, δεν θελω ιδει πλεον τον Κυριον, τον Κυριον, εν γη ζωντων? δεν θελω ιδει πλεον ανθρωπον μετα των κατοικων του κοσμου.
12 Hajlékomat felszedték és elvitték tőlem, mint a pásztorok sátrát. Összegöngyöli, mint a takács, életemet, a fonalról levág engem. Nappaltól éjszakáig végzel velem.12 Η ζωη μου εφυγε και μετετοπισθη απ' εμου ως ποιμενος σκηνη? εκοπη η ζωη μου ως υπο υφαντου? απο του στημονιου θελει με κοψει? απο πρωιας εως εσπερας θελεις με τελειωσει.
13 Elterülve fekszem reggelig; mint az oroszlán, úgy töri össze minden csontomat. Nappaltól éjszakáig végzel velem.13 Εστοχαζομην εως πρωιας, ως λεων θελει συντριψει παντα τα οστα μου? απο πρωιας εως εσπερας θελεις με τελειωσει.
14 Mint fecskefióka, úgy csipogok, nyögök, mint a galamb; szemem bágyadtan tekint a magasba. Uram, erőszakot szenvedek, felelj értem!14 Ως γερανος, ως χελιδων, ουτω εψελλιζον? ωδυρομην ως τρυγων? οι οφθαλμοι μου απεκαμον ατενιζοντες εις τα ανω. Καταθλιβομαι, Κυριε? ανακουφισον με.
15 Mit szóljak? És mit mond majd nekem? Ő cselekedett! Minden évemen át lelkem keserűségében járok.15 Τι να ειπω; αυτος και ειπε προς εμε και εξετελεσε? θελω διαγει παντα τα ετη μου εν τη πικρια της ψυχης μου.
16 Uram, benned remél a szívem; hadd éljen a lelkem, gyógyíts meg, és éltess engem!16 Εν τουτοις, Κυριε, ζωσιν οι ανθρωποι, και εν πασι τουτοις υπαρχει ζωη του πνευματος μου? συ βεβαιως με θεραπευεις και με αναζωοποιεις.
17 Íme, javamra válik legkeserűbb keservem; hiszen te megmentetted lelkemet az enyészet vermétől, mivel hátad mögé dobtad minden vétkemet.17 Ιδου, αντι ειρηνης επηλθεν επ' εμε μεγαλη πικρια? αλλα συ, δι' αγαπην της ψυχης μου, ελυτρωσας αυτην απο του λακκου της φθορας? διοτι ερριψας οπισω των νωτων σου πασας τας αμαρτιας μου.
18 Mert nem az alvilág magasztal téged, és a halál sem dicsőít; akik a sírgödörbe szállnak, nem remélnek hűségedben.18 Διοτι ο ταφος δεν θελει σε υμνησει? ο θανατος δεν θελει σε δοξολογησει? οι καταβαινοντες εις τον λακκον δεν θελουσιν ελπιζει επι την αληθειαν σου.
19 Az élő, csak az élő magasztal téged, ahogyan ma én is; az apa a fiaival ismertesse meg hűségedet!19 Ο ζων, ο ζων, αυτος θελει σε υμνει, καθως εγω ταυτην την ημεραν? ο πατηρ θελει εις τα τεκνα γνωστοποιησει την αληθειαν σου.
20 Az Úr kész megszabadítani engem, hogy dalainkat citerával kísérhessük életünknek minden napján az Úr házában.«20 Ο Κυριος ηλθε να με σωση? δια τουτο θελομεν ψαλλει το ασμα μου επι εντεταμενων οργανων πασας τας ημερας της ζωης ημων εν τω οικω του Κυριου.
21 Akkor meghagyta Izajás, hogy hozzanak egy csomó préselt fügét, és kenjék rá a kelevényre, akkor életben marad.21 Διοτι ο Ησαιας ειχεν ειπει, Ας λαβωσι παλαθην συκων και ας βαλωσιν αυτην ως εμπλαστρον επι το ελκος και θελει ιατρευθη.
22 Erre így szólt Hiszkija: »Mi lesz a jele, hogy föl fogok menni az Úr házába?«22 Και ο Εζεκιας ειχεν ειπει, Τι ειναι το σημειον οτι εγω θελω αναβη εις τον οικον του Κυριου;