Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

A bölcsesség könyve 17


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Mivel kifürkészhetetlenek a te ítéleteid, Uram, és kimondhatatlanok igéid, azért estek tévedésbe a bárdolatlan lelkek.1 μεγάλαι γάρ σου αἱ κρίσεις καὶ δυσδιήγητοι διὰ τοῦτο ἀπαίδευτοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν
2 Amíg ugyanis azt hitték a gonoszok, hogy elnyomhatják a szent népet, a sötétség és a hosszú éjjel bilincsei megkötözték őket, úgyhogy tető alá zárva, s az örök gondviseléstől számkivetve feküdtek.2 ὑπειληφότες γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνος ἅγιον ἄνομοι δέσμιοι σκότους καὶ μακρᾶς πεδῆται νυκτὸς κατακλεισθέντες ὀρόφοις φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας ἔκειντο
3 Amíg azt hitték, hogy titkos bűneik mellett, a feledés sötét leple alatt rejtve lehetnek, elszéledtek, iszonyúan megdöbbentek, és szörnyű ámulatukban megzavarodtak.3 λανθάνειν γὰρ νομίζοντες ἐπὶ κρυφαίοις ἁμαρτήμασιν ἀφεγγεῖ λήθης παρακαλύμματι ἐσκορπίσθησαν θαμβούμενοι δεινῶς καὶ ἰνδάλμασιν ἐκταρασσόμενοι
4 Még az őket befogadó zugban sem szabadultak a félelemtől, mert rettenetes zaj háborgatta őket, komor alakok jelentek meg előttük és félemlítették meg őket.4 οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβους διεφύλαττεν ἦχοι δ’ ἐκταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο
5 Semmiféle tűznek sem volt számukra elegendő világító ereje, de a csillagok lobogó fénye sem tudta e komor éjjelt beragyogni.5 καὶ πυρὸς μὲν οὐδεμία βία κατίσχυεν φωτίζειν οὔτε ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες καταυγάζειν ὑπέμενον τὴν στυγνὴν ἐκείνην νύκτα
6 De hirtelen kigyúlt félelmes lángok jelentek meg nekik, és a soha nem látott jelenségtől megriadva, a látottakat a valónál rosszabbnak gondolták.6 διεφαίνετο δ’ αὐτοῖς μόνον αὐτομάτη πυρὰ φόβου πλήρης ἐκδειματούμενοι δὲ τῆς μὴ θεωρουμένης ἐκείνης ὄψεως ἡγοῦντο χείρω τὰ βλεπόμενα
7 A bűvészek szemfényvesztése is kudarcot vallott, és csúfosan végződött a bölcsességgel való kérkedés próbája.7 μαγικῆς δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνης καὶ τῆς ἐπὶ φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος
8 Akik ugyanis fogadkoztak, hogy kiűznek a beteg lélekből félelmet, nyugtalanságot, maguk is nevetséges aggódás betegei lettek,8 οἱ γὰρ ὑπισχνούμενοι δείματα καὶ ταραχὰς ἀπελαύνειν ψυχῆς νοσούσης οὗτοι καταγέλαστον εὐλάβειαν ἐνόσουν 9καὶ γὰρ εἰ μηδὲν αὐτοὺς ταραχῶδες ἐφόβει κνωδάλων παρόδοις καὶ ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι διώλλυντο ἔντρομοι καὶ τὸν μηδαμόθεν φευκτὸν ἀέρα προσιδεῖν ἀρνούμενοι
9 mert akkor is, amikor nem ijesztette őket semmi rémség, ha mellettük állatok szaladtak vagy kígyók sziszegtek, megborzadtak, és remegve majdhogy ki nem múltak. Még a levegőbe sem mertek tekinteni, holott azt sehogysem lehet elkerülni.9 -
10 Mivel ugyanis a gonoszság gyáva, tanúsítja azt is, hogy elítélik, és kegyetlen dolgokat vár mindig a zaklatott lelkiismeret.10 δειλὸν γὰρ ἰδίῳ πονηρία μάρτυρι καταδικαζομένη ἀεὶ δὲ προσείληφεν τὰ χαλεπὰ συνεχομένη τῇ συνειδήσει
11 A félelem ugyanis nem egyéb, mint a segítség gondolatának feladása.11 οὐθὲν γάρ ἐστιν φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων
12 Minél gyengébb tehát belül a remény, annál kínosabbnak érzik a bizonytalanságot a csapás forrása felől.12 ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας
13 Azokat pedig, akik az alélt éjjelen, amely az alvilág mélységes fenekéről jött elő, egyazon álomba merülten feküdtek,13 οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντως νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου μυχῶν ἐπελθοῦσαν τὸν αὐτὸν ὕπνον κοιμώμενοι
14 hol rémes kísértetek űzték, hol pedig a lélek kábultságában ernyedtek, mert hirtelen, váratlan félelem jött rájuk.14 τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο φαντασμάτων τὰ δὲ τῆς ψυχῆς παρελύοντο προδοσίᾳ αἰφνίδιος γὰρ αὐτοῖς καὶ ἀπροσδόκητος φόβος ἐπεχύθη
15 Így aztán, ha valaki leroskadt közülük, fogollyá lett, vasbilincs nélkül is börtönbe zárva.15 εἶθ’ οὕτως ὃς δή ποτ’ οὖν ἦν ἐκεῖ καταπίπτων ἐφρουρεῖτο εἰς τὴν ἀσίδηρον εἱρκτὴν κατακλεισθείς
16 Akit meglepett, akár földműves volt, akár pásztor vagy mezei munkás, el nem kerülhető kényszerbe jutott,16 εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ ποιμὴν ἢ τῶν κατ’ ἐρημίαν ἐργάτης μόχθων προλημφθεὶς τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην μιᾷ γὰρ ἁλύσει σκότους πάντες ἐδέθησαν
17 mert mindannyiukat egyazon sötétség bilincsei fogták. Akár suhogó szél volt az, akár sűrű lombú csalitból hangzott szépcsengésű madárszó, akár sebesen iramló víznek moraja,17 εἴ τε πνεῦμα συρίζον ἢ περὶ ἀμφιλαφεῖς κλάδους ὀρνέων ἦχος εὐμελὴς ἢ ῥυθμὸς ὕδατος πορευομένου βίᾳ ἢ κτύπος ἀπηνὴς καταρριπτομένων πετρῶν
18 akár aláhulló sziklák hatalmas robaja, akár ugrándozó állatok láthatatlan futása, vagy ordító vadállatok üvöltése, akár pedig a magas hegyekről verődő visszhang: mind megfélemlítette s megdermesztette őket.18 ἢ σκιρτώντων ζῴων δρόμος ἀθεώρητος ἢ ὠρυομένων ἀπηνεστάτων θηρίων φωνὴ ἢ ἀντανακλωμένη ἐκ κοιλότητος ὀρέων ἠχώ παρέλυεν αὐτοὺς ἐκφοβοῦντα
19 Mert az egész földkerekség tündöklő fényben úszott, és fennakadás nélkül élhetett a munkának,19 ὅλος γὰρ ὁ κόσμος λαμπρῷ κατελάμπετο φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοις συνείχετο ἔργοις
20 csak őrájuk borult a terhes éjjel, a rájuk váró sötétség képe. De a sötétségnél is inkább terhükre voltak önmaguknak.20 μόνοις δὲ ἐκείνοις ἐπετέτατο βαρεῖα νὺξ εἰκὼν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς διαδέχεσθαι σκότους ἑαυτοῖς δὲ ἦσαν βαρύτεροι σκότους
21 -
22 ελεημοσυνη ανδρος ως σφραγις μετ' αυτου και χαριν ανθρωπου ως κορην συντηρησει
23 μετα ταυτα εξαναστησεται και ανταποδωσει αυτοις και το ανταποδομα αυτων εις κεφαλην αυτων αποδωσει
24 πλην μετανοουσιν εδωκεν επανοδον και παρεκαλεσεν εκλειποντας υπομονην
25 επιστρεφε επι κυριον και απολειπε αμαρτιας δεηθητι κατα προσωπον και σμικρυνον προσκομμα
26 επαναγε επι υψιστον και αποστρεφε απο αδικιας και σφοδρα μισησον βδελυγμα
27 υψιστω τις αινεσει εν αδου αντι ζωντων και διδοντων ανθομολογησιν
28 απο νεκρου ως μηδε οντος απολλυται εξομολογησις ζων και υγιης αινεσει τον κυριον
29 ως μεγαλη η ελεημοσυνη του κυριου και εξιλασμος τοις επιστρεφουσιν επ' αυτον
30 ου γαρ δυναται παντα ειναι εν ανθρωποις οτι ουκ αθανατος υιος ανθρωπου
31 τι φωτεινοτερον ηλιου και τουτο εκλειπει και πονηρον ενθυμηθησεται σαρξ και αιμα
32 δυναμιν υψους ουρανου αυτος επισκεπτεται και ανθρωποι παντες γη και σποδος