Jób könyve 42
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 És felelt Jób az Úrnak, és mondta: | 1 υπολαβων δε ιωβ λεγει τω κυριω |
2 »Tudom, hogy mindent megtehetsz, és hogy egy gondolat sincs rejtve előtted. | 2 οιδα οτι παντα δυνασαι αδυνατει δε σοι ουθεν |
3 Ki az, aki a gondviselést elhomályosítja értelem nélkül? Valóban balgán beszéltem olyanról, ami tudásomat messze meghaladja! | 3 τις γαρ εστιν ο κρυπτων σε βουλην φειδομενος δε ρηματων και σε οιεται κρυπτειν τις δε αναγγελει μοι α ουκ ηδειν μεγαλα και θαυμαστα α ουκ ηπισταμην |
4 Hallgass meg csak, hadd beszéljek, én kérdezlek, te meg felelj nekem! | 4 ακουσον δε μου κυριε ινα καγω λαλησω ερωτησω δε σε συ δε με διδαξον |
5 Eddig szóbeszédből hallottam felőled, most pedig saját szememmel látlak! | 5 ακοην μεν ωτος ηκουον σου το προτερον νυνι δε ο οφθαλμος μου εορακεν σε |
6 Korholom tehát önmagamat, bánom bűneimet porban és hamuban!« | 6 διο εφαυλισα εμαυτον και ετακην ηγημαι δε εμαυτον γην και σποδον |
7 Miután pedig az Úr Jóbhoz ezekkel a szavakkal szólt, a temáni Elifáznak ezt mondta: »Haragra gyúltam ellened és a két barátod ellen, mert nem beszéltetek előttem igazat, úgy, mint Jób, az én szolgám. | 7 εγενετο δε μετα το λαλησαι τον κυριον παντα τα ρηματα ταυτα τω ιωβ ειπεν ο κυριος ελιφας τω θαιμανιτη ημαρτες συ και οι δυο φιλοι σου ου γαρ ελαλησατε ενωπιον μου αληθες ουδεν ωσπερ ο θεραπων μου ιωβ |
8 Azért most vegyetek hét fiatal bikát és hét kost, menjetek Jób szolgámhoz és mutassatok be egészen elégő áldozatot magatokért, és szolgám, Jób könyörögjön értetek. Az ő kedvéért teszem, ha nem tudom be nektek a dőreséget; mert nem beszéltetek felőlem igazat úgy, mint Jób, az én szolgám.« | 8 νυν δε λαβετε επτα μοσχους και επτα κριους και πορευθητε προς τον θεραποντα μου ιωβ και ποιησει καρπωσιν περι υμων ιωβ δε ο θεραπων μου ευξεται περι υμων οτι ει μη προσωπον αυτου λημψομαι ει μη γαρ δι' αυτον απωλεσα αν υμας ου γαρ ελαλησατε αληθες κατα του θεραποντος μου ιωβ |
9 Elmentek tehát a temáni Elifáz, a súhi Bildád és a naámai Szófár, és úgy cselekedtek, amint az Úr nekik mondta. És az Úr tekintettel volt Jób személyére. | 9 επορευθη δε ελιφας ο θαιμανιτης και βαλδαδ ο σαυχιτης και σωφαρ ο μιναιος και εποιησαν καθως συνεταξεν αυτοις ο κυριος και ελυσεν την αμαρτιαν αυτοις δια ιωβ |
10 Az Úr hajlott is Jób bűnbánatára, miután ő a barátaiért imádkozott, és mindenből, amije volt Jóbnak, kétannyit adott neki az Úr. | 10 ο δε κυριος ηυξησεν τον ιωβ ευξαμενου δε αυτου και περι των φιλων αυτου αφηκεν αυτοις την αμαρτιαν εδωκεν δε ο κυριος διπλα οσα ην εμπροσθεν ιωβ εις διπλασιασμον |
11 És meglátogatta őt minden fivére, minden nővére, és régi ismerősei is, valahányan voltak, vele étkeztek házában, sajnálkoztak fölötte, és megvigasztalták mindazon csapások miatt, amelyeket az Úr rábocsátott, és mindenki adott neki egy-egy juhot és egy arany fülbevalót. | 11 ηκουσαν δε παντες οι αδελφοι αυτου και αι αδελφαι αυτου παντα τα συμβεβηκοτα αυτω και ηλθον προς αυτον και παντες οσοι ηδεισαν αυτον εκ πρωτου φαγοντες δε και πιοντες παρ' αυτω παρεκαλεσαν αυτον και εθαυμασαν επι πασιν οις επηγαγεν αυτω ο κυριος εδωκεν δε αυτω εκαστος αμναδα μιαν και τετραδραχμον χρυσουν ασημον |
12 Az Úr pedig jobban megáldotta Jóbot azután, mint azelőtt, mert lett neki tizennégyezer juha, hatezer tevéje, ezer iga marhája és ezer szamárkancája. | 12 ο δε κυριος ευλογησεν τα εσχατα ιωβ η τα εμπροσθεν ην δε τα κτηνη αυτου προβατα μυρια τετρακισχιλια καμηλοι εξακισχιλιαι ζευγη βοων χιλια ονοι θηλειαι νομαδες χιλιαι |
13 És született neki hét fia és három leánya. | 13 γεννωνται δε αυτω υιοι επτα και θυγατερες τρεις |
14 Az egyiket Jemimának, a másikat Kassziának, a harmadikat pedig Kerenhappuknak hívta. | 14 και εκαλεσεν την μεν πρωτην ημεραν την δε δευτεραν κασιαν την δε τριτην αμαλθειας κερας |
15 Az egész földön sem lehetett olyan szép leányokat találni, mint amilyenek Jób leányai voltak, és atyjuk örökrészt adott nekik fiútestvéreikkel. | 15 και ουχ ευρεθησαν κατα τας θυγατερας ιωβ βελτιους αυτων εν τη υπ' ουρανον εδωκεν δε αυταις ο πατηρ κληρονομιαν εν τοις αδελφοις |
16 Jób pedig ezek után még száznegyven évig élt és látta nemcsak gyermekeit, hanem gyermekeinek a gyermekeit is negyedízig. – Majd meghalt vénségben, napokkal betelten. | 16 εζησεν δε ιωβ μετα την πληγην ετη εκατον εβδομηκοντα τα δε παντα εζησεν ετη διακοσια τεσσαρακοντα οκτω και ειδεν ιωβ τους υιους αυτου και τους υιους των υιων αυτου τεταρτην γενεαν |
17 και ετελευτησεν ιωβ πρεσβυτερος και πληρης ημερων [17α] γεγραπται δε αυτον παλιν αναστησεσθαι μεθ' ων ο κυριος ανιστησιν [17β] ουτος ερμηνευεται εκ της συριακης βιβλου εν μεν γη κατοικων τη αυσιτιδι επι τοις οριοις της ιδουμαιας και αραβιας προυπηρχεν δε αυτω ονομα ιωβαβ [17χ] λαβων δε γυναικα αραβισσαν γεννα υιον ω ονομα εννων ην δε αυτος πατρος μεν ζαρε των ησαυ υιων υιος μητρος δε βοσορρας ωστε ειναι αυτον πεμπτον απο αβρααμ [17δ] και ουτοι οι βασιλεις οι βασιλευσαντες εν εδωμ ης και αυτος ηρξεν χωρας πρωτος βαλακ ο του βεωρ και ονομα τη πολει αυτου δενναβα μετα δε βαλακ ιωβαβ ο καλουμενος ιωβ μετα δε τουτον ασομ ο υπαρχων ηγεμων εκ της θαιμανιτιδος χωρας μετα δε τουτον αδαδ υιος βαραδ ο εκκοψας μαδιαμ εν τω πεδιω μωαβ και ονομα τη πολει αυτου γεθθαιμ [17ε] οι δε ελθοντες προς αυτον φιλοι ελιφας των ησαυ υιων θαιμανων βασιλευς βαλδαδ ο σαυχαιων τυραννος σωφαρ ο μιναιων βασιλευς . |