Jób könyve 1
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Volt Úc földjén egy férfi, akinek Jób volt a neve. Ez a férfi feddhetetlen volt és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó. | 1 Ανθρωπος τις ητο εν τη γη της Αυσιτιδος ονομαζομενος Ιωβ? και ο ανθρωπος ουτος ητο αμεμπτος και ευθυς και φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου. |
2 És született neki hét fia és három leánya, | 2 Και εγεννηθησαν εις αυτον επτα υιοι και τρεις θυγατερες. |
3 vagyona pedig hétezer juh volt és háromezer teve, ötszáz iga szarvasmarha és ötszáz szamár; cselédje is igen sok volt, úgyhogy ez a férfi túltett az összes napkeletin. | 3 Και ησαν τα κτηνη αυτου επτακισχιλια προβατα και τρισχιλιαι καμηλοι και πεντακοσια ζευγη βοων και πεντακοσιαι ονοι και πληθος πολυ υπηρετων? και ητο ο ανθρωπος εκεινος ο μεγαλητερος παντων των κατοικων της Ανατολης. |
4 A fiai pedig vendégséget szoktak adni házanként, mindenki a maga napján, és meg szokták hívni a három nővérüket is, hogy evésben, ivásban velük tartsanak. | 4 Και υπηγαινον οι υιοι αυτου και εκαμνον συμποσια εν ταις οικιαις αυτων, εκαστος κατα την ημεραν αυτου, και εστελλον και προσεκαλουν τας τρεις αδελφας αυτων δια να τρωγωσι και να πινωσι μετ' αυτων. |
5 Valahányszor a vendégség napjainak sora lejárt, Jób elküldött értük és megszentelte őket; majd korán reggel felkelt és egészen elégő áldozatot mutatott be külön mindegyikért. Azt mondta ugyanis: »Talán vétkeztek a gyermekeim és ‘áldották’ Istent a szívükben!« Így járt el Jób mindenkor. | 5 Και οτε ετελειονον αι ημεραι του συμποσιου, εστελλεν ο Ιωβ και ηγιαζεν αυτους, και εξεγειρομενος πρωι προσεφερεν ολοκαυτωματα κατα τον αριθμον παντων αυτων? διοτι ελεγεν ο Ιωβ, Μηπως οι υιοι μου ημαρτησαν και εβλασφημησαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων. Ουτως εκαμνεν ο Ιωβ, παντοτε. |
6 Egy napon pedig, amikor eljöttek az Isten fiai, hogy az Úrnál jelentkezzenek, a sátán is közöttük volt. | 6 Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου, και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας. |
7 Az Úr megkérdezte tőle: »Honnét jössz?« Az így felelt: »Szerte bolyongtam a földön és bejártam azt.« | 7 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι. |
8 Az Úr így folytatta: »Észrevetted-e szolgámat, Jóbot? Nincs a földön hozzá hasonló férfi, feddhetetlen és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó!« | 8 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου; |
9 A sátán erre megkérdezte: »Vajon ok nélkül istenfélő-e Jób? | 9 Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Μηπως δωρεαν φοβειται ο Ιωβ τον Θεον; |
10 Hisz te megoltalmaztad őt, a házát és egész vagyonát; megáldottad keze munkáját és gyarapodott jószága a földön! | 10 δεν περιεφραξας κυκλοθεν αυτον και την οικιαν αυτου και παντα οσα εχει; τα εργα των χειρων αυτου ευλογησας, και τα κτηνη αυτου επληθυνθησαν επι της γης? |
11 De bocsásd csak rá egy kissé a kezedet és verd meg mindenét, amije van, akkor bizony szemtől szembe áld majd téged!« | 11 πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον παντα οσα εχει, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον. |
12 Ezt mondta erre az Úr a sátánnak: »Nos, a kezedbe adom mindenét, amije van; őrá azonban ne nyújtsd ki kezedet!« Erre eltávozott a sátán az Úr színe elől. | 12 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, εις την χειρα σου παντα οσα εχει? μονον επ' αυτον μη επιβαλης την χειρα σου. Και εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου. |
13 Amikor pedig egyik napon Jób fiai és leányai ettek és bort ittak elsőszülött testvérük házában, | 13 Ημεραν δε τινα οι υιοι αυτου και αι θυγατερες αυτου ετρωγον και επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρωτοτοκου. |
14 hírnök jött Jóbhoz és mondta: »A marhák éppen szántottak, a szamarak pedig legeltek mellettük, | 14 Και ηλθε μηνυτης προς τον Ιωβ και ειπεν, Οι βοες ηροτριαζον και αι ονοι εβοσκον πλησιον αυτων? |
15 amikor rajtuk ütöttek a sábiak és elhajtottak mindent, a szolgákat pedig kardélre hányták; csak magam tudtam elmenekülni, hogy hírt hozzak neked.« | 15 και επεπεσαν οι Σαβαιοι και ηρπασαν αυτα? και τους δουλους επαταξαν εν στοματι μαχαιρας? και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω. |
16 Még beszélt az, amikor jött egy másik is, és azt mondta: »Az Isten tüze hullott le az égből, leütötte és elemésztette a juhokat és a szolgákat; egyedül én menekültem meg, hogy hírt hozzak neked.« | 16 Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπε, Πυρ Θεου επεσεν εξ ουρανου και εκαυσε τα προβατα και τους δουλους και κατεφαγεν αυτους? και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω. |
17 De még ez sem fejezte be szavait, máris jött egy másik és azt mondta: »A kaldeusok három rajba állva meglepték a tevéket és elhajtották őket, a szolgákat pedig kardélre hányták; csak magam menekültem meg, hogy hírt hozzak neked.« | 17 Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπεν, Οι Χαλδαιοι εκαμον τρεις λοχους και εφωρμησαν εις τας καμηλους και ηρπασαν αυτας? και τους δουλους επαταξαν εν στοματι μαχαιρας? και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω. |
18 Míg ez beszélt, íme, jött egy másik és mondta: »Fiaid és leányaid ettek és bort ittak elsőszülött testvérük házában, | 18 Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπεν, Οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ετρωγον και επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρωτοτοκου? |
19 amikor hirtelen hatalmas vihar kerekedett a sivatag felől, megrendítette a ház négy sarkát, úgyhogy az összeomlott és rászakadt gyermekeidre és meghaltak; egyedül én menekültem meg, hogy hírül hozzam neked.« | 19 και ιδου, ηλθε μεγας ανεμος εκ του περαν της ερημου και προσεβαλε τας τεσσαρας γωνιας του οικου και επεσεν επι τα παιδια, και απεθανον? και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω. |
20 Ekkor felkelt Jób, megszaggatta ruháit, megnyírta fejét, leborult a földre | 20 Τοτε σηκωθεις ο Ιωβ διεσχισε το επενδυμα αυτου και εξυρισε την κεφαλην αυτου και επεσεν επι την γην και προσεκυνησε, |
21 és így imádkozott: »Mezítelen jöttem ki anyám méhéből és meztelen térek oda vissza; az Úr adta s az Úr elvette, amint az Úrnak tetszett, úgy lett, legyen áldott az Úr neve!« | 21 και ειπε, Γυμνος εξηλθον εκ κοιλιας μητρος μου και γυμνος θελω επιστρεψει εκει? ο Κυριος εδωκε και ο Κυριος αφηρεσεν? ειη το ονομα Κυριου ευλογημενον. |
22 Mindezekben nem vétkezett Jób az ajkával és nem beszélt semmi dőreséget sem Isten ellen. | 22 Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ και δεν εδωκεν αφροσυνην εις τον Θεον. |