Kivonulás könyve 2
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Egy Lévi házából való férfi elment, és feleséget vett a maga nemzetségéből. | 1 Υπηγε δε ανθρωπος τις εκ του οικου Λευι, και ελαβεν εις γυναικα μιαν εκ των θυγατερων Λευι. |
2 Az fogant és fiút szült. Mivel látta, hogy szép, rejtegette három hónapig. | 2 Και συνελαβεν η γυνη και εγεννησεν υιον? ιδουσα δε αυτον οτι ητο ευμορφος, εκρυψεν αυτον τρεις μηνας. |
3 Amikor aztán tovább már nem titkolhatta, fogott egy gyékénykosárkát, bekente aszfalttal és szurokkal, beletette a gyermeket, és kitette a folyó partján levő sás közé. | 3 Μη δυναμενη δε να κρυπτη αυτον πλεον, ελαβε δι' αυτον κιβωτιον σπαρτινον και κατεχρισεν αυτο με ασφαλτον και πισσαν και ενεβαλε το παιδιον εις αυτο και εθεσεν εις το ελωδες μερος παρα το χειλος του ποταμου. |
4 A nénje pedig messzebb megállt, és figyelte a dolog kimenetelét. | 4 Η δε αδελφη αυτου παρεμονευε μακροθεν, δια να ιδη το αποβησομενον εις αυτο. |
5 A fáraó lánya éppen lement, hogy megfürödjék a folyóban. A szolgálói ezalatt a folyó partján járkáltak. Amikor a fáraó lánya meglátta a kosárkát a sás között, odaküldte egyik szolgálóját, elhozatta, | 5 Και κατεβη η θυγατηρ του Φαραω δια να λουσθη εις τον ποταμον, αι δε θεραπαιναι αυτης περιεπατουν επι την οχθην του ποταμου? και οτε ειδε το κιβωτιον εις το ελωδες μερος, εστειλε την παιδισκην αυτης και ελαβεν αυτο? |
6 és kinyitotta. Amikor látta, hogy egy nyöszörgő gyermek van benne, megkönyörült rajta, és így szólt: »Ez a héberek gyermekei közül való!« | 6 και ανοιξασα βλεπει το παιδιον και ιδου, το νηπιον εκλαιε? και ελυπηθη αυτο, λεγουσα, Εκ των παιδιων των Εβραιων ειναι τουτο. |
7 A gyermek nénje ekkor azt mondta neki: »Akarod-e, hogy elmenjek, és hívjak neked egy héber asszonyt, hogy szoptassa a gyermeket?« | 7 Τοτε ειπεν η αδελφη αυτου προς την θυγατερα του Φαραω, Θελεις να υπαγω να καλεσω εις σε γυναικα θηλαζουσαν εκ των Εβραιων, δια να σοι θηλαση το παιδιον; |
8 Az így felelt: »Menj!« Elment a lány, és elhívta a gyermek anyját. | 8 Και ειπε προς αυτην η θυγατηρ του Φαραω, Υπαγε. Και υπηγε το κορασιον και εκαλεσε την μητερα του παιδιου. |
9 A fáraó lánya így szólt hozzá: »Fogd ezt a gyermeket, és szoptasd nekem! Jutalmadat megadom majd neked!« Az asszony fogta a gyermeket, szoptatta, és amikor megnőtt, átadta a fáraó lányának. | 9 Και ειπε προς αυτην η θυγατηρ του Φαραω, Λαβε το παιδιον τουτο και θηλασον μοι αυτο, και εγω θελω σοι δωσει τον μισθον σου. |
10 A fáraó lánya fiává fogadta, és elnevezte Mózesnek, mondván: »Mert a vízből vettem ki.« | 10 Ελαβε δε η γυνη το παιδιον και εθηλαζεν αυτο. Και αφου εμεγαλωσε το παιδιον, εφερεν αυτο προς την θυγατερα του Φαραω, και εγεινεν υιος αυτης? και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωυσην, λεγουσα, Οτι εκ του υδατος ανεσυρα αυτο. |
11 Azokban a napokban, amikor Mózes már felnőtt, kiment testvéreihez. Látta sanyargatásukat, és hogy egy egyiptomi ember üti az ő egyik héber testvérét. | 11 Κατα δε τας ημερας εκεινας, αφου ο Μωυσης εμεγαλωσεν, εξηλθε προς τους αδελφους αυτου? και παρατηρων τα βαρη αυτων, βλεπει ανθρωπον Αιγυπτιον τυπτοντα Εβραιον τινα εκ των αδελφων αυτου. |
12 Ekkor szétnézett erre is, arra is, és amikor látta, hogy nincs ott senki sem, leütötte az egyiptomit, és elrejtette a homokban. | 12 Περιβλεψας δε εδω και εκει και ιδων οτι δεν ητο ουδεις, επαταξε τον Αιγυπτιον και εκρυψεν αυτον εν τη αμμω. |
13 Másnap ismét kiment, és azt látta, hogy két héber ember civódik. Azt mondta erre annak, aki jogtalanul cselekedett: »Miért ütöd felebarátodat?« | 13 Και εξηλθε την ακολουθον ημεραν και ιδου, δυο ανδρες Εβραιοι διεπληκτιζοντο? και λεγει προς τον αδικουντα, Δια τι τυπτεις τον πλησιον σου; |
14 Az így felelt: »Ki tett téged fejedelemmé és bíróvá fölénk? Talán meg akarsz ölni, ahogy tegnap megölted az egyiptomit?« Megijedt erre Mózes, és azt mondta: »Hogyan derülhetett ki ez a dolog?« | 14 Ο δε ειπε, Τις σε κατεστησεν αρχοντα και κριτην εφ' ημας; Μηπως θελεις συ να με φονευσης, καθως εφονευσας τον Αιγυπτιον; Και εφοβηθη ο Μωυσης και ειπε, Βεβαιως το πραγμα τουτο εγεινε γνωστον. |
15 De a fáraó is hallott a dologról, és halálra kerestette Mózest. Erre ő elmenekült a fáraó színe elől, és Mádián földjén telepedett meg. Elérkezett tehát Mádián földjére, és leült egy kút mellé. | 15 Ακουσας δε ο Φαραω το πραγμα τουτο, εζητει να θανατωση τον Μωυσην? αλλ' ο Μωυσης εφυγεν απο προσωπου του Φαραω και κατωκησεν εν τη γη Μαδιαμ? εκαθισε δε πλησιον του φρεατος. |
16 Mádián papjának volt hét lánya, ezek odajöttek vizet meríteni. Megtöltötték az itatókat, és meg akarták itatni apjuk nyáját. | 16 Ο δε ιερευς της Μαδιαμ ειχεν επτα θυγατερας, αιτινες ελθουσαι ηντλησαν υδωρ και εγεμισαν τας ποτιστρας δια να ποτισωσι τα προβατα του πατρος αυτων. |
17 Odajöttek azonban a pásztorok, és elkergették őket. Felkelt erre Mózes, megvédelmezte a lányokat, és megitatta juhaikat. | 17 Ελθοντες δε οι ποιμενες εδιωξαν αυτας? και σηκωθεις ο Μωυσης εβοηθησεν αυτας και εποτισε τα προβατα αυτων. |
18 Amikor azok visszatértek atyjukhoz, Ráguelhez, az megkérdezte tőlük: »Miért jöttetek meg hamarabb a szokottnál?« | 18 Και οτε ηλθον προς Ραγουηλ τον πατερα αυτων, ειπε προς αυτας, Δια τι τοσον ταχεως ηλθετε σημερον; |
19 Ők azt felelték: »Egy egyiptomi férfi kiszabadított minket a pásztorok kezéből, sőt vizet is merített nekünk, és megitatta a juhokat.« | 19 Αι δε ειπον, Ανθρωπος Αιγυπτιος ελυτρωσεν ημας εκ των χειρων των ποιμενων και προσετι ηντλησεν εις ημας υδωρ και εποτισε τα προβατα. |
20 Erre ő megkérdezte: »Hol van ő? Miért engedtétek el azt az embert? Hívjátok meg, hogy egyen kenyeret!« | 20 Ο δε ειπε προς τας θυγατερας αυτου, Και που ειναι; δια τι αφηκατε τον ανθρωπον; καλεσατε αυτον δια να φαγη αρτον. |
21 Mózes ezután úgy döntött, hogy vele fog lakni. A lányát, Cippórát pedig feleségül vette. | 21 Και ευχαριστηθη ο Μωυσης να κατοικη μετα του ανθρωπου? οστις εδωκεν εις τον Μωυσην εις γυναικα Σεπφωραν την θυγατερα αυτου. |
22 Az fiút szült neki, s ő elnevezte Gersámnak, mondván: »Jövevény voltam idegen földön.« | 22 Και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Γηρσωμ, λεγων, Παροικος ειμαι εν ξενη γη? |
23 Sok idő múltán meghalt Egyiptom királya. Ekkor Izrael fiai sóhajtoztak és segítségért kiáltottak a munka miatt. Kiáltásuk felszállt Istenhez a szolgaságból, | 23 Μετα δε πολυν καιρον, ετελευτησεν ο βασιλευς της Αιγυπτου? και κατεστεναξαν οι υιοι Ισραηλ δια την δουλειαν και ανεβοησαν? και η βοη αυτων ανεβη προς τον Θεον εξ αιτιας της δουλειας. |
24 ő pedig meghallotta sóhajtozásukat, és megemlékezett arról a szövetségről, amelyet Ábrahámmal, Izsákkal és Jákobbal kötött. | 24 Και εισηκουσεν ο Θεος των στεναγμων αυτων? και ενεθυμηθη ο Θεος την διαθηκην αυτου την προς τον Αβρααμ, τον Ισαακ και τον Ιακωβ? |
25 Rátekintett az Úr Izrael fiaira, és megjelent nekik. | 25 και επεβλεψεν ο Θεος επι τους υιους Ισραηλ και ηλεησεν αυτους ο Θεος. |