Eszter könyve 7
12345678910
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Elment tehát a király és Ámán, hogy lakomát üljön a királynéval. | 1 Ηλθον λοιπον ο βασιλευς και ο Αμαν να συμποσιασωσι μετα της Εσθηρ της βασιλισσης. |
2 Így szólt hozzá a király a második napon, amikor már felhevült a bortól: »Mi a kérésed, Eszter, hogy teljesüljön neked, mit kívánsz? Ha mindjárt országom felét kéred is, megkapod.« | 2 Και ειπε παλιν ο βασιλευς προς την Εσθηρ την δευτεραν ημεραν επι του συμποσιου του οινου, Τι το ζητημα σου, βασιλισσα Εσθηρ; και θελει δοθη εις σε? και τις η αιτησις σου; και εως του ημισεος της βασιλειας εαν ζητησης, θελει γεινει. |
3 Ő erre így felelt neki: »Ha kedvet találtam előtted, ó király, és úgy tetszik neked, ajándékozz meg életemmel, amelyért könyörgök, és népemmel, amelyért esdeklek. | 3 Τοτε απεκριθη η Εσθηρ η βασιλισσα και ειπεν, Εαν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, βασιλευ, και εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, η ζωη μου ας μοι δοθη εις το ζητημα μου και ο λαος μου εις την αιτησιν μου? |
4 Eladtak ugyanis bennünket, engem, meg népemet, hogy letiporjanak, megfojtsanak minket és elpusztuljunk. De még ha rabszolgának, vagy rabszolganőnek adnának el: hallgatnék, mert a csapás nem volna méltó arra, hogy terheljem vele a királyt.« | 4 διοτι επωληθημεν, εγω και ο λαος μου, εις απωλειαν, εις σφαγην και εις ολεθρον? και εαν ηθελομεν πωληθη ως δουλοι και δουλαι ηθελον σιωπησει, αν και ο εχθρος δεν ηδυνατο να αναπληρωση την ζημιαν του βασιλεως. |
5 Artaxerxész király feleletképpen kérdezte: »Ki az az illető és hol van, aki ezt tenni merészeli?« | 5 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς Ασσουηρης και ειπε προς την Εσθηρ την βασιλισσαν, Τις ειναι αυτος και που ειναι εκεινος, οστις ετολμησε να καμη ουτω; |
6 Eszter így felelt: »Ellenségünk és rosszakarónk ez a gonosz Ámán.« Amint ő ezt meghallotta, megdermedt a király és királyné előtt. | 6 Και ειπεν η Εσθηρ, Ο εναντιος και εχθρος ειναι ουτος ο αχρειος Αμαν. Τοτε εταραχθη ο Αμαν ενωπιον του βασιλεως και της βασιλισσης. |
7 A király haragjában fölkelt és kiment a lakoma terméből a palota kertjébe. Ámán is felállt, hogy Eszter királynénál életéért könyörögjön, tudta ugyanis, hogy rossz dolog vár rá a király részéről. | 7 Και σηκωθεις ο βασιλευς απο του συμποσιου του οινου ωργισμενος υπηγεν εις τον κηπον του παλατιου? ο δε Αμαν εσταθη, δια να ζητηση την ζωην αυτου παρα της Εσθηρ της βασιλισσης? διοτι ειδεν οτι κακον ητο αποφασισμενον εναντιον αυτου παρα του βασιλεως. |
8 Amikor a király visszatért a kertből a lakoma termébe, Ámánt a kerevetre hajolva találta, amelyen Eszter feküdt. A király így szólt: »A királynén is erőszakot akar elkövetni, az én jelenlétemben, saját házamban?« Alig hagyta el a szó a király száját, máris betakarták Ámán arcát. | 8 Και επεστρεψεν ο βασιλευς απο του κηπου του παλατιου εις τον οικον του συμποσιου του οινου? ο δε Αμαν ητο πεπτωκως επι της κλινης εφ' ης ητο η Εσθηρ. Και ειπεν ο βασιλευς, Θελει ετι και την βασιλισσαν να βιαση εμπροσθεν μου εν τω οικω; Ο λογος εξηλθεν εκ του στοματος του βασιλεως και εσκεπασαν το προσωπον του Αμαν. |
9 Harbona, az egyik az eunuchok közül, akik a királynál szolgáltak, így szólt: »Íme, ott áll Ámán házában az ötven könyök magasságú bitófa, amelyet Mardókeus számára készített, aki pedig a király érdekében szólt.« A király megparancsolta neki: »Akasszátok rá!« | 9 Και ειπεν ο Αρβονα, εις εκ των ευνουχων, ενωπιον του βασιλεως, Ιδου, και το ξυλον πεντηκοντα πηχων το υψος, το οποιον ο Αμαν εκαμε δια τον Μαροδοχαιον, τον λαλησαντα αγαθα υπερ του βασιλεως, ισταται εν τη οικια του Αμαν. Και ειπεν ο βασιλευς, Κρεμασατε αυτον επ' αυτου. |
10 Fölakasztották tehát Ámánt a bitófára, amelyet Mardókeusnak készített, s erre lelohadt a király haragja. | 10 Και εκρεμασαν τον Αμαν επι του ξυλου, το οποιον ητοιμασε δια τον Μαροδοχαιον. Και κατεπαυσεν ο θυμος του βασιλεως. |