Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Krónikák második könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Hétesztendős volt Joás, amikor uralkodni kezdett, s negyven esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki beersebai volt, Szebiának hívták.1 Επτα ετων ηλικιας ητο ο Ιωας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε τεσσαρακοντα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Σιβια, εκ Βηρ-σαβεε.
2 Azt cselekedte, ami jó volt az Úr előtt, Jojáda pap egész életében.2 Και επραττεν ο Ιωας το ευθες ενωπιον Κυριου, πασας τας ημερας Ιωδαε του ιερεως.
3 Jojáda pap két feleséget vett neki, s ő azoktól fiakat és leányokat nemzett.3 Και ελαβεν εις αυτον ο Ιωδαε δυο γυναικας, και εγεννησεν υιους και θυγατερας.
4 Majd eltökélte magában Joás, hogy kijavíttatja az Úr házát.4 Και μετα ταυτα ηλθεν εις την καρδιαν του Ιωας να ανακαινιση τον οικον του Κυριου.
5 Egybegyűjtötte tehát a papokat, s a levitákat s azt mondta nekik: »Járjátok be Júda városait s szedjetek pénzt egész Izraeltől, hogy esztendőről esztendőre ki lehessen javíttatni Istenetek templomát. Siessetek a dologgal!« Ám a leviták hanyagul végezték a dolgot.5 Και συναγαγων τους ιερεις και τους Λευιτας, ειπε προς αυτους, Εξελθετε εις τας πολεις του Ιουδα, και συναγετε απο παντος του Ισραηλ αργυριον προς επισκευην του οικου του Θεου σας κατ' ετος, και επισπευσατε το πραγμα? οι Λευιται ομως δεν επεσπευσαν.
6 Erre a király elhívatta Jojádát, a vezetőt és ezt mondta neki: »Miért nem volt gondod arra, hogy sürgesd a levitákat, hogy hozzák be Júdából és Jeruzsálemből azt a pénzt, amelyről Mózes, az Úr szolgája meghagyta, hogy hozza el azt Izrael egész sokasága a bizonyság sátrához.6 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τον Ιωδαε τον αρχηγον και ειπε προς αυτον, Δια τι δεν εζητησας παρα των Λευιτων να εισπραξωσιν εκ του Ιουδα και εκ της Ιερουσαλημ τον φορον του Μωυσεως, του δουλου του Κυριου, και της συναγωγης του Ισραηλ, δια την σκηνην του μαρτυριου;
7 A gonosz Atália és fiai ugyanis tönkretették az Isten házát s mindazzal, amit az Úr házának szenteltek, a Baálok templomát díszítették.«7 Διοτι η Γοθολια, η ασεβης, και οι υιοι αυτης κατεφθειραν τον οικον του Θεου? και παντα ετι τα αφιερωματα του οικου του Κυριου ανεθηκαν εις τους Βααλειμ.
8 Erre a király parancsára egy ládát készítettek, és elhelyezték azt kinn, az Úr házának bejárata mellett,8 Εκαμον λοιπον κατα προσταγην του βασιλεως εν κιβωτιον, και εθεσαν αυτο εν τη πυλη του οικου του Κυριου εξω.
9 és kihirdették Júdában és Jeruzsálemben, hogy ki-ki hozza el azt az adót az Úrnak, amelyet Mózes, az Isten szolgája, egész Izraelnek megparancsolt a pusztában.9 Και διεκηρυξαν εις τον Ιουδαν και εις την Ιερουσαλημ να εισφερωσι προς τον Κυριον τον φορον του Μωυσεως του δουλου του Θεου, τον επιβληθεντα επι τον Ισραηλ εν τη ερημω.
10 Örömmel vette ezt valamennyi főember s az egész nép, és amikor eljöttek, elhozták s beledobták az Úr ládájába, úgy, hogy megtelt.10 Και ηυφρανθησαν παντες οι αρχοντες και πας ο λαος, και εισεφερον και ερριπτον εις το κιβωτιον, εωσου γεμισθη.
11 Amikor aztán elérkezett annak az ideje, hogy elvigyék a ládát a leviták a király elé (minthogy látták, hogy sok pénz van benne), bement a király íródeákja s a főpap által megbízott felügyelő, s kiöntötték a ládában levő pénzt, a ládát pedig visszatették a helyére. Így jártak el időről-időre, s igen nagy mennyiségű pénzt gyűjtöttek.11 Οτε δε εφερετο το κιβωτιον προς τους επιστατας του βασιλεως δια χειρος των Λευιτων, και οτε αυτοι εβλεπον οτι ητο πολυ το αργυριον, ηρχετο ο γραμματευς του βασιλεως και ο επιστατης του ιερεως του πρωτου, και εξεκενονον το κιβωτιον και φεροντες εθετον αυτο παλιν εις τον τοπον αυτου. Ουτως εκαμνον καθ' ημεραν και συνηγαγον αργυριον πολυ.
12 Ezt a király és Jojáda odaadták az Úr házában végzendő munkák felügyelőinek. Azok kőfejtőket és különböző mesterembereket fogadtak rajta, hogy kijavítsák az Úr házát, meg vas- és rézműveseket, hogy azt, ami leesni készült, megtámasszák.12 Και εδιδεν αυτο ο βασιλευς και ο Ιωδαε εις τους ποιουντας το εργον της υπηρεσιας του οικου του Κυριου, και εμισθονον κτιστας και ξυλουργους δια να ανακαινισωσι τον οικον του Κυριου? και σιδηρουργους ετι και χαλκουργους, δια να επισκευασωσι τον οικον του Κυριου.
13 A mesteremberek serényen el is kezdték a munkát és kezük behegesztette a falak sebeit és visszaállították az Úr házát régi állapotába s megszilárdították.13 Και οι εργαζομενοι το εργον ειργαζοντο, και δια χειρος αυτων προεβη το εργον της επισκευης? και αποκατεστησαν τον οικον του Θεου εις την προτεραν αυτου καταστασιν και εστερεωσαν αυτον.
14 Amikor aztán befejezték az egész munkát, a megmaradt pénzt elvitték a király és Jojáda elé, ők abból a szolgálathoz és az egészen elégő áldozatokhoz templomi szereket, meg csészéket s egyéb arany- és ezüsttárgyakat készíttettek. Jojáda valamennyi napja alatt állandóan bemutatták az egészen elégő áldozatokat az Úr házában.14 Και αφου ετελειωσαν, εφεραν το εναπολειφθεν αργυριον εμπροσθεν του βασιλεως και του Ιωδαε, και εκ τουτου κατεσκευασαν σκευη δια τον οικον του Κυριου, σκευη λειτουργιας και ολοκαυτωσεως και φιαλας και σκευη χρυσα και αργυρα. Και προσεφερον ολοκαυτωματα εν τω οικω του Κυριου δια παντος, πασας τας ημερας του Ιωδαε.
15 Ám Jojáda megöregedett, és betelve az élettel, százharmincesztendős korában meghalt.15 Εγηρασε δε ο Ιωδαε και ητο πληρης ημερων, και απεθανεν? εκατον τριακοντα ετων ηλικιας ητο οτε απεθανε.
16 A Dávid-városban, a királyok mellé temették őt, mert jót tett Izraellel s házával.16 Και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, μετα των βασιλεων? επειδη επραξε καλον εν τω Ισραηλ και προς τον Θεον και τον οικον αυτου.
17 Jojáda halála után aztán bementek s leborultak Júda fejedelmei a király elé, s az hódolatuk hatása alatt szabadjára engedte őket.17 Μετα δε τον θανατον του Ιωδαε ηλθον οι αρχοντες του Ιουδα και προσεκυνησαν τον βασιλεα? τοτε ο βασιλευς επηκουσεν αυτων?
18 Erre ők elhagyták az Úrnak, atyáik Istenének templomát, s a berkeknek meg a faragott képeknek szolgáltak. Erre az Úr megharagudott Júdára és Jeruzsálemre emiatt a vétek miatt.18 και εγκατελιπον τον οικον Κυριου του Θεου των πατερων αυτων, και ελατρευον τα αλση και τα ειδωλα? και ηλθεν οργη κατα του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, δια ταυτην την ανομιαν αυτων.
19 Prófétákat küldött hozzájuk, hogy térjenek vissza az Úrhoz. De bárhogy tiltakoztak is azok, ők nem hallgattak rájuk.19 Απεστειλε μεν προς αυτους προφητας, δια να επαναφερωσιν αυτους εις τον Κυριον, και διεμαρτυρηθησαν εναντιον αυτων? αλλα δεν εδωκαν ακροασιν.
20 Ekkor Isten lelke megszállta Zakariás papot, Jojáda fiát, ő megállt a nép színe előtt s azt mondta nekik: »Ezt üzeni az Úr Isten: Miért szegtétek meg az Úr parancsait? Nem fog az javatokra válni! Elhagytátok az Urat, hogy ő is elhagyjon titeket?«20 Και περιεχυθη το Πνευμα του Θεου επι Ζαχαριαν τον υιον του Ιωδαε του ιερεως, και σταθεις επανωθεν του λαου, ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει ο Θεος? Δια τι παραβαινετε σεις τας εντολας του Κυριου; δεν θελετε βεβαιως ευοδωθη? επειδη σεις εγκατελιπετε τον Κυριον, και αυτος εγκατελιπεν εσας.
21 Erre ők egybesereglettek ellene s megkövezték őt a király parancsára az Úr házának udvarán.21 Και συνωμοσαν κατ' αυτου? και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους δια προσταγης του βασιλεως εν τη αυλη του οικου του Κυριου.
22 Joás király nem emlékezett meg arról az irgalmasságról, amelyet az ő atyja, Jojáda vele cselekedett, hanem megölette fiát. Ez, amikor meghalt, így szólt: »Lássa és torolja meg ezt az Úr!«22 Και δεν ενεθυμηθη Ιωας ο βασιλευς το ελεος, το οποιον εκαμεν εις αυτον Ιωδαε ο πατηρ αυτου, αλλ' εθανατωσε τον υιον αυτου? ενω δε απεθνησκεν, ειπεν, Ο Κυριος ας ιδη και ας εκζητηση.
23 Az esztendő fordultával aztán felvonult ellene Szíria hadserege, behatolt Júdába és Jeruzsálembe, s megölte a nép valamennyi főemberét, a zsákmányt pedig mind elküldte királyának, Damaszkuszba.23 Και εν τω τελει του ετους ανεβη το στρατευμα της Συριας εναντιον αυτου? και ηλθον επι τον Ιουδαν και επι την Ιερουσαλημ, και εξωλοθρευσαν παντας τους αρχοντας του λαου εκ μεσου του λαου, και εστειλαν παντα τα λαφυρα αυτων προς τον βασιλεα της Δαμασκου.
24 Bár csak igen csekély számú szír jött, az Úr a kezükbe adta a végtelen nagy sokaságot, mert elhagyták az Urat, atyáik Istenét. Joáson is bosszút álltak, gyalázatos módon,24 Αν και το στρατευμα της Συριας ηλθε μετ' ολιγων ανδρων, ο Κυριος ομως παρεδωκε στρατευμα μεγα σφοδρα εις την χειρα αυτων, επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων? και εξετελεσαν κρισιν κατα του Ιωας.
25 úgy, hogy amikor elvonultak, súlyos betegségben hagyták hátra. Ekkor felkeltek ellene szolgái, hogy megbosszulják Jojáda pap fiának vérét, és megölték őt ágyában. Így halt meg. Ekkor eltemették őt a Dávid-városban, de nem a királyok sírboltjában.25 Αφου δε ανεχωρησαν απ' αυτου, αφησαντες αυτον εν αρρωστιαις μεγαλαις, συνωμοσαν εναντιον αυτου οι δουλοι αυτου δια το αιμα των υιων Ιωδαε του ιερεως, και εθανατωσαν αυτον επι της κλινης αυτου, και απεθανε? και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, δεν εθαψαν ομως αυτον εν τοις ταφοις των βασιλεων.
26 Zábád, az ammonita Semmaát fia, és Jozábád, a moabita Semárit fia lázadtak fel ellene.26 Οι δε συνομοσαντες εναντιον αυτου ησαν ουτοι Ζαβαδ ο υιος της Σιμεαθ της Αμμωνιτιδος και Ιωζαβαδ ο υιος της Σιμριθ της Μωαβιτιδος.
27 Fiai, az alatta egybegyűjtött adó összege, s az Isten házának kijavítása fel vannak jegyezve a Királyok könyvében. Fia, Amaszja lett a király helyette.27 Περι δε των υιων αυτου και του πληθους των υπ' αυτου φορτιων, και της επισκευης του οικου του Θεου, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τοις υπομνημασι του βιβλιου των βασιλεων. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αμασιας ο υιος αυτου.