Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 3


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor így megszilárdult a királyság Salamon kezében, rokonságra lépett a fáraóval, Egyiptom királyával; elvette ugyanis annak a lányát. Ezt addig, amíg be nem fejezte palotájának, az Úr házának, meg a Jeruzsálemet körülvevő falnak építését, a Dávid-városba vitte.1 Εκαμε δε ο Σολομων επιγαμιαν μετα του Φαραω, βασιλεως της Αιγυπτου, και ελαβε την θυγατερα του Φαραω? και εφερεν αυτην εις την πολιν Δαβιδ, εωσου ετελειωσε να οικοδομη τον οικον αυτου και τον οικον του Κυριου και το τειχος της Ιερουσαλημ κυκλω.
2 Ám a nép még a magaslatokon áldozott, mert mindazon napig még nem épült templom az Úr nevének.2 Πλην ο λαος εθυσιαζεν επι τους υψηλους τοπους, επειδη δεν ητο ωκοδομημενος οικος εις το ονομα του Κυριου, εως των ημερων εκεινων.
3 Salamon szerette az Urat, s apjának, Dávidnak parancsai szerint járt, kivéve azt, hogy a magaslatokon áldozott, s gyújtott füstölőszert.3 Και ηγαπησεν ο Σολομων τον Κυριον, περιπατων εις τα προσταγματα Δαβιδ του πατρος αυτου? μονον εθυσιαζε και εθυμιαζεν επι τους υψηλους τοπους.
4 Elment tehát Gibeonba, hogy ott áldozzon – az volt ugyanis a legfőbb magaslat –, s ezer áldozati állatot mutatott be Salamon egészen elégő áldozatul azon az oltáron, Gibeonban.4 Και υπηγεν ο βασιλευς εις Γαβαων, δια να θυσιαση εκει? διοτι εκεινος ητο ο υψηλος τοπος ο μεγας? χιλια ολοκαυτωματα προσεφερεν ο Σολομων επι το θυσιαστηριον εκεινο.
5 Éjszaka aztán megjelent az Úr Salamonnak álmában és azt mondta: »Kérj, amit akarsz, s megadom neked.«5 Εφανη δε ο Κυριος εν Γαβαων εις τον Σολομωντα καθ' υπνον δια νυκτος? και ειπεν ο Θεος, Ζητησον τι να σοι δωσω.
6 Azt mondta erre Salamon: »Te a te szolgáddal, apámmal, Dáviddal nagy irgalmasságot cselekedtél, minthogy hűséggel, igazsággal s irántad egyenes szívvel járt színed előtt: megőrizted iránta nagy irgalmasságodat, s fiút adtál neki, s az ma az ő trónján ül.6 Ο δε Σολομων ειπε, Συ εκαμες μεγα ελεος προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου, επειδη περιεπατησεν ενωπιον σου εν αληθεια και εν δικαιοσυνη και εν ευθυτητι καρδιας μετα σου? και εφυλαξας εις αυτον το μεγα τουτο ελεος και εδωκας εις αυτον υιον καθημενον επι του θρονου αυτου, καθως την ημεραν ταυτην?
7 Nos tehát, Uram, Isten, te királlyá tetted szolgádat, apám, Dávid helyett: de én kicsiny gyermek vagyok, s nem tudok kimenni-bejönni,7 και τωρα, Κυριε Θεε μου, συ εκαμες τον δουλον σου βασιλεα αντι Δαβιδ του πατρος μου? και εγω ειμαι παιδαριον μικρον? δεν εξευρω πως να εξερχωμαι και να εισερχωμαι?
8 s itt áll szolgád a nép között, amelyet kiválasztottál, e mérhetetlen nép között, amelyet sokasága miatt megszámlálni, s megolvasni sem lehet.8 και ο δουλος σου ειναι εν μεσω του λαου σου, τον οποιον εξελεξας, λαου μεγαλου, οστις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη ουδε να λογαριασθη?
9 Adj tehát szolgádnak értelmes szívet, hogy ítélni tudja népedet, s megkülönböztethesse a jót és a rosszat, hisz ki tudná ítélni e népet, ezt a te hatalmas népedet?«9 δος λοιπον εις τον δουλον σου καρδιαν νοημονα εις το να κρινη τον λαον σου, δια να διακρινω μεταξυ καλου και κακου? διοτι τις δυναται να κρινη τον λαον σου τουτον τον μεγαν;
10 Tetszett e beszéd az Úrnak, hogy ilyesmit kért Salamon.10 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Κυριον, οτι ο Σολομων εζητησε το πραγμα τουτο.
11 Azt mondta azért az Úr Salamonnak: »Mivel ezt kérted, s nem kértél magadnak sem hosszú életet, sem gazdagságot, s nem kérted ellenségeid életét, hanem bölcsességet kértél magadnak, hogy igazságot szolgáltathass:11 Και ειπεν ο Θεος προς αυτον, Επειδη εζητησας το πραγμα τουτο, και δεν εζητησας εις σεαυτον πολυζωιαν, και δεν εζητησας εις σεαυτον πλουτη, και δεν εζητησας την ζωην των εχθρων σου, αλλ' εζητησας εις σεαυτον συνεσιν δια να εννοης κρισιν,
12 íme, szavad szerint cselekszem veled, s olyan bölcs és értelmes szívet adok neked, hogy hozzád hasonló sem előtted nem volt, sem utánad nem lesz.12 ιδου, εκαμα κατα τους λογους σου? ιδου, εδωκα εις σε καρδιαν σοφην και συνετην, ωστε δεν εσταθη προτερον σου ομοιος σου, ουδε μετα σε θελει αναστηθη ομοιος σου?
13 Sőt amit nem kértél, azt is adok neked: olyan gazdagságot tudniillik és dicsőséget, hogy hozzád hasonló még senki sem volt a királyok között sohasem.13 ετι δε εδωκα εις σε και ο, τι δεν εζητησας, και πλουτον και δοξαν, ωστε μεταξυ των βασιλεων δεν θελει εισθαι ουδεις ομοιος σου καθ' ολας τας ημερας σου?
14 Ha pedig útjaimon jársz úgy, amint apád járt, s megtartod parancsolataimat és rendeleteimet, akkor még hosszú életet is adok neked.«14 και εαν περιπατης εις τας οδους μου, φυλαττων τα διαταγματα μου και τας εντολας μου, καθως περιεπατησε Δαβιδ ο πατηρ σου, τοτε θελω μακρυνει τας ημερας σου.
15 Ekkor felébredt Salamon, s megértette, hogy álma volt. Amikor aztán Jeruzsálembe érkezett, az Úr szövetségének ládája elé állt, s egészen elégő áldozatokat mutatott be, s békeáldozatokat készített, s nagy lakomát rendezett minden szolgájának.15 Και εξυπνησεν ο Σολομων? και ιδου, ητο ενυπνιον. Και ηλθεν εις Ιερουσαλημ και εσταθη ενωπιον της κιβωτου της διαθηκης του Κυριου, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και εκαμεν ειρηνικας προσφορας και εκαμε συμποσιον εις παντας τους δουλους αυτου.
16 Akkor két parázna asszony jött a királyhoz. Eléje álltak,16 Τοτε ηλθον δυο γυναικες πορναι προς τον βασιλεα και εσταθησαν εμπροσθεν αυτου.
17 s egyikük ezt mondta: »Kérlek, uram, én és ez az asszony egy házban laktunk, s én ott szültem nála, a hálószobában.17 Και ειπεν η μια γυνη, Ω, κυριε μου εγω και η γυνη αυτη κατοικουμεν εν τη αυτη οικια, και εγεννησα συγκατοικουσα μετ' αυτης?
18 Harmadnapra szülésem után ő is szült; mi együtt voltunk, s kettőnkön kívül senki más sem volt velünk a házban.18 την δε τριτην ημεραν αφου εγω εγεννησα, εγεννησε και η γυνη αυτη? και ημεθα ομου? δεν ητο ξενος μεθ' ημων εν τη οικια? μονον ημεις αι δυο ημεθα εν τη οικια?
19 Egy éjjel azonban meghalt ennek az asszonynak a fia, mert álmában agyonnyomta.19 και την νυκτα απεθανεν ο υιος της γυναικος ταυτης, επειδη εκοιμηθη επ' αυτον?
20 Erre ő felkelt az éjfél csendjében, elvette mellőlem fiamat, amikor én, szolgálód, aludtam, s a maga keblére helyezte, az ő fiát pedig, aki meghalt, az én keblemre tette.20 και αυτη σηκωθεισα το μεσονυκτιον, ελαβε τον υιον μου εκ του πλαγιου μου, ενω η δουλη σου εκοιματο, και εβαλεν αυτον εις τον κολπον αυτης? τον δε υιον αυτης τον νεκρον εβαλεν εις τον κολπον μου?
21 Amikor aztán hajnalban felkeltem, hogy tejet adjak fiamnak, íme, halott volt. Amikor azonban fényes nappal jobban szemügyre vettem, rájöttem, hogy nem az én szülöttem.«21 και οτε εσηκωθην το πρωι, δια να θηλασω τον υιον μου, ιδου, ητο νεκρος? πλην αφου το πρωι παρετηρησα αυτο, ιδου, δεν ητο ο υιος μου τον οποιον εγεννησα.
22 A másik asszony azt felelte: »Nem úgy van, ahogy mondod, hanem a te fiad halt meg, s az enyém él.« Amaz viszont azt mondta: »Hazudsz, mert az én fiam él, s a te fiad halt meg.« Ilyenképpen veszekedtek a király előtt.22 Η δε αλλη γυνη ειπεν, Ουχι, αλλ' ο ζων ειναι ο υιος μου, ο δε νεκρος ειναι ο υιος σου. Η δε ειπεν, Ουχι, αλλ' ο νεκρος ειναι ο υιος σου, ο δε ζων ειναι ο υιος μου. Ουτως ελαλησαν ενωπιον του βασιλεως.
23 Azt mondta ekkor a király: »Ez azt mondja: ‘az én fiam él, s a te fiad halt meg,’ az viszont azt mondja: ‘nem, hanem a te fiad halt meg, s az enyém él.’«23 Και ειπεν ο βασιλευς, Η μεν λεγει, Ουτος ο ζων ειναι ο υιος μου, ο δε νεκρος ειναι ο υιος σου? η δε λεγει, Ουχι, αλλ' ο νεκρος ειναι ο υιος σου, ο δε ζων ειναι ο υιος μου.
24 Azt mondta tehát a király: »Hozzatok elém egy kardot.« Amikor aztán odavitték a kardot a király elé,24 Και ειπεν ο βασιλευς, φερετε μοι μαχαιραν. Και εφεραν την μαχαιραν εμπροσθεν του βασιλεως.
25 ő így szólt: »Vágjátok kétfelé az élő gyermeket, s adjátok felét az egyiknek s felét a másiknak.«25 Και ειπεν ο βασιλευς, Διαιρεσατε εις δυο το παιδιον το ζων, και δοτε το ημισυ εις την μιαν και το ημισυ εις την αλλην.
26 Azt mondta erre az az asszony, akié az élő fiú volt (megindult ugyanis szíve a fián): »Kérlek, uram, adjátok inkább neki az élő gyermeket, de ne öljétek meg.« Az azonban azt mondta: »Se az enyém, se tied ne legyen: el kell csak felezni.«26 Τοτε η γυνη, της οποιας ητο ο υιος ο ζων, ελαλησε προς τον βασιλεα, διοτι τα σπλαγχνα αυτης επονεσαν δια τον υιον αυτης, και ειπεν, Ω, κυριε μου, δος εις αυτην το παιδιον το ζων, και κατ' ουδενα τροπον μη θανατωσης αυτο. Η δε αλλη ειπε, Μητε ιδικον μου ας ηναι, μητε ιδικον σου? διαιρεσατε αυτο.
27 A király erre azt mondta: »Adjátok oda annak az élő gyermeket, s ne öljétek meg, mert az az anyja.«27 Τοτε αποκριθεις ο βασιλευς, ειπε, Δοτε εις αυτην το παιδιον το ζων, και κατ' ουδενα τροπον μη θανατωσητε αυτο? αυτη ειναι μητηρ αυτου.
28 Meghallotta erre egész Izrael az ítéletet, amelyet a király hozott, s elfogta a félelem a király iránt, mert látta, hogy Isten bölcsessége vezeti az ítélkezésben.28 Και ηκουσε πας ο Ισραηλ περι της κρισεως, την οποιαν ο βασιλευς εκρινε, και εφοβηθησαν τον βασιλεα? διοτι ειδον οτι σοφια Θεου ητο εν αυτω δια να καμνη κρισιν?