Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 20


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ben-Hadad, Szíria királya pedig maga köré gyűjtötte egész seregét – harminckét királyt meg lovakat s harci szekereket –, s felment, s hadakozott Szamaria ellen, s ostrom alá vette.1 Ο δε Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισε πασαν την δυναμιν αυτου? ησαν δε μετ' αυτου τριακοντα δυο βασιλεις και ιπποι και αμαξαι και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν και επολεμει αυτην.
2 Majd követeket küldött a városba, Áchábhoz, Izrael királyához,2 Και απεστειλε μηνυτας προς Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ εις την πολιν και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει ο Βεν-αδαδ?
3 ezzel az üzenettel: »Ezt üzeni Ben-Hadad: Ezüstöd s aranyod az enyém, feleségeid s legjobb fiaid az enyémek.«3 το αργυριον σου και το χρυσιον σου ειναι εμου? και αι γυναικες σου και τα τεκνα σου τα ωραια ειναι εμου.
4 Izrael királya erre azt felelte: »Parancsodra, uram király, tiéd vagyok én és mindenem.«4 Και απεκριθη ο βασιλευς του Ισραηλ και ειπε, Κατα τον λογον σου, κυριε μου βασιλευ, σου ειμαι εγω και παντα οσα εχω.
5 Erre ismét eljöttek a követek, s azt mondták: »Ezt üzeni Ben-Hadad, aki hozzád küldött minket: ‘Ezüstödet, aranyodat, feleségeidet s fiaidat tehát nekem adod.’5 Και επανηλθον οι μηνυται και ειπον, Ουτως αποκρινεται ο Βεν-αδαδ, λεγων? Επειδη απεστειλα προς σε, λεγων, Το αργυριον σου και το χρυσιον σου και τας γυναικας σου και τα τεκνα σου θελεις παραδωσει εις εμε,
6 Éppen azért holnap ilyenkor elküldöm szolgáimat hozzád, s ők majd átkutatják házadat és szolgáid házát és mindazt, ami tetszik nekik, a kezükhöz veszik, s elhozzák.«6 αυριον βεβαιως περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει τους δουλους μου προς σε, και θελουσιν ερευνησει τον οικον σου και τους οικους των δουλων σου? και ο, τι ειναι επιθυμητον εις τους οφθαλμους σου, θελουσι βαλει εις τας χειρας αυτων και θελουσι λαβει αυτο.
7 Összehívta erre Izrael királya az ország valamennyi vénét, s azt mondta: »Észrevehetitek, s láthatjátok, hogy ármánykodik ellenünk, mert az én feleségeimért, az én fiaimért, az én ezüstömért s az én aranyomért küldött, s én azt nem tagadtam meg tőle.«7 Τοτε εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ παντας τους πρεσβυτερους του τοπου και ειπε, Στοχασθητε, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος κακιαν ζητει? διοτι απεστειλε προς εμε δια τας γυναικας μου και δια τα τεκνα μου και δια το αργυριον μου και δια το χρυσιον μου, και δεν ηρνηθην ουδεν εις αυτον.
8 Azt mondta erre neki az összes vén az egész néppel együtt: »Ne hallgass rá, s ne engedj neki.«8 Και ειπον προς αυτον παντες οι πρεσβυτεροι και πας ο λαος, Μη υπακουσης μηδε συγκατανευσης.
9 Ekkor így szólt Ben-Hadad követeihez: »Mondjátok meg uramnak, a királynak: Mindazt, amiért először küldtél hozzám, szolgádhoz, megteszem; ezt a dolgot azonban nem tehetem.«9 Ειπε λοιπον προς τους μηνυτας του Βεν-αδαδ, Ειπατε προς τον κυριον μου τον βασιλεα, Παντα οσα εμηνυσας προς τον δουλον σου κατ' αρχας, θελω καμει τουτο ομως το πραγμα δεν δυναμαι να καμω. Και οι μηνυται ανεχωρησαν και εφεραν προς αυτον την αποκρισιν.
10 Visszatértek erre a követek, s megmondták neki. Erre ő ismét elküldte őket, s ezt üzente: »Úgy segítsenek engem az istenek most és mindenkor, hogy nem lesz elég Szamaria pora arra, hogy megtöltse annak az egész népnek a markát, amely engem követ!«10 Και αναπεστειλεν ο Βεν-αδαδ προς αυτον, λεγων, Ουτω να καμωσιν εις εμε οι θεοι και ουτω να προσθεσωσιν, εαν το χωμα της Σαμαρειας αρκεση δια μιαν χεριαν εις παντα τον λαον, τον ακολουθουντα με.
11 Feleletül ezt üzente erre Izrael királya: »Mondjátok neki: Aki felölti a fegyvert, ne dicsekedjék úgy, mint az, aki már levetette.«11 Και απεκριθη ο βασιλευς του Ισραηλ και ειπεν, Ειπατε προς αυτον, Οστις περιζωννυται τα οπλα, ας μη μεγαλαυχη ως ο εκδυομενος αυτα.
12 Amikor Ben-Hadad ezt a választ meghallotta, történetesen éppen ivott a királyokkal a sátrakban és azt mondta szolgáinak: »Vegyétek körül a várost.« Azok körül is vették.12 Οτε δε ο Βεν-αδαδ ηκουσε τον λογον τουτον, ετυχε πινων, αυτος και οι βασιλεις οι μετ' αυτου εις τας σκηνας, και ειπε προς τους δουλους αυτου, Παραταχθητε. Και παρεταχθησαν κατα της πολεως.
13 Ekkor íme, egy próféta járult Ácháb, Izrael királya elé, s azt mondta neki: »Ezt üzeni az Úr: Nyilván láttad ezt az egész, nagyon nagy sokaságot: íme, én ezt még ma a kezedbe adom, hogy megtudd, hogy én, az Úr vagyok.«13 Και ιδου, προσηλθε προς τον Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ προφητης τις, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Βλεπεις απαν το πληθος τουτο το μεγα; ιδου, εγω παραδιδω αυτο εις την χειρα σου σημερον? και θελεις γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
14 Azt mondta erre Ácháb: »Ki által?« Erre ő azt mondta neki: »Ezt üzeni az Úr: A tartományfőnökök szolgái által.« Erre ő azt kérdezte: »Ki kezdje meg a harcot?« Az azt mondta rá: »Te.«14 Και ειπεν ο Αχααβ, Δια τινος; Ο δε απεκριθη, Ουτω λεγει Κυριος? Δια των θεραποντων των αρχοντων των επαρχιων. Τοτε ειπε, Τις θελει συγκροτησει την μαχην; Και απεκριθη, Συ.
15 Megszámlálta tehát a tartományfőnökök legényeit, s számukat kétszázharminckettőnek találta. Utánuk megszámlálta a népet is, Izrael valamennyi fiát: ezek hétezren voltak.15 Τοτε ηριθμησε τους θεραποντας των αρχοντων των επαρχιων? και ησαν διακοσιοι τριακοντα δυο? και μετ' αυτους, ηριθμησεν απαντα τον λαον, παντας τους υιους Ισραηλ, επτα χιλιαδας.
16 Délben aztán kivonultak, miközben Ben-Hadad részegen ivott sátrában a harminckét királlyal, akik segítségére jöttek.16 Και εξηλθον περι την μεσημβριαν. Ο δε Βεν-αδαδ επινε και εμεθυεν εις τας σκηνας, αυτος και οι βασιλεις, οι τριακοντα δυο βασιλεις οι συμμαχοι αυτου.
17 A tartományfőnökök legényei vonultak ki az első csapatban. Ben-Hadad erre kiküldött, s azt hozták hírül neki: »Valami emberek jöttek ki Szamariából.«17 Και εξηλθον πρωτοι οι θεραποντες των αρχοντων των επαρχιων? και απεστειλεν ο Βεν-αδαδ να μαθη? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ανδρες εξηλθον εκ της Σαμαρειας.
18 Erre ő azt mondta: »Ha a békességért jönnek, akkor is fogjátok meg őket elevenen, ha hadakozni, akkor is fogjátok meg őket elevenen.«18 Ο δε ειπεν, Εαν εξηλθον ειρηνικως, συλλαβετε αυτους ζωντας? και εαν εξηλθον δια πολεμον, παλιν ζωντας συλλαβετε αυτους.
19 Kivonultak tehát a tartományfőnökök legényei, s követte őket a többi sereg,19 Εξηλθον λοιπον εκ της πολεως ουτοι οι θεραποντες των αρχοντων των επαρχιων, και το στρατευμα το οποιον ηκολουθει αυτους.
20 s megverte mindenki azt az embert, aki ellene jött, s megfutamodtak a szírek, s Izrael üldözőbe vette őket. Ben-Hadad, Szíria királya is megfutamodott lovon, lovasaival együtt.20 Και επαταξεν εκαστος τον ανθρωπον αυτου? και οι Συριοι εφυγον? και κατεδιωξεν αυτους ο Ισραηλ? ο δε Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας διεσωθη εφιππος μετα των ιππεων.
21 Kivonult erre Izrael királya is, s megverte a lovakat s a harci szekereket, s nagy vereséget mért Szíriára.21 Και εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ και επαταξε τους ιππεις και τας αμαξας, και εκαμεν εις τους Συριους σφαγην μεγαλην.
22 (A próféta azonban Izrael királya elé járult és azt mondta neki: »Eredj, s gyűjts erőt és tudd és lásd, mitévő légy, mert a következő esztendőben Szíria királya ismét feljön ellened.«)22 Και προσηλθεν ο προφητης προς τον βασιλεα του Ισραηλ και ειπε προς αυτον, Υπαγε, ενδυναμωθητι και σκεφθητι, και ιδε τι θελεις καμει διοτι εν τη επιστροφη του ετους ο βασιλευς της Συριας θελει αναβη εναντιον σου.
23 Azt mondták erre a szíriai király szolgái uruknak: »Hegyi istenek az isteneik, azért kerekedtek fölénk; jobb lesz tehát, ha a síkságon hadakozunk ellenük – akkor megbírunk velük.23 Ειπον δε προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως της Συριας, Ο θεος αυτων ειναι θεος των βουνων? δια τουτο υπερισχυσαν καθ' ημων? εαν δε πολεμησωμεν αυτους εν τη πεδιαδι, βεβαιως θελομεν υπερισχυσει κατ' αυτων.
24 Éppen azért tedd a következőket: Távolíts el minden királyt a seregedből, s tégy vezéreket helyükbe,24 Καμε λοιπον το πραγμα τουτο? εκβαλε τους βασιλεις, εκαστον εκ του τοπου αυτου? και βαλε αντ' αυτων στρατηγους?
25 s pótold azoknak a vitézeknek a számát, akik elestek a tieid közül, s szerezz annyi lovat, mint amennyi lovad a múltkor volt, s annyi szekeret, mint amennyi szekered a múltkor volt, s hadakozzunk ellenük a síkságon, s meglátod, megbírunk velük.« Elfogadta tanácsukat, s úgy cselekedett.25 συ δε συναθροισον εις σεαυτον στρατευμα, οσον στρατευμα εκ των μετα σου επεσε, και ιππον αντι ιππου και αμαξαν αντι αμαξης? και ας πολεμησωμεν αυτους εν τη πεδιαδι, και βεβαιως θελομεν υπερισχυσει κατ' αυτων. Και εισηκουσε της φωνης αυτων και εκαμεν ουτω.
26 Amikor tehát az esztendő elmúlt, Ben-Hadad felsorakoztatta a szíreket, s felvonult Áfekbe, hogy hadakozzon Izrael ellen.26 Και εν τη επιστροφη του ετους ηριθμησεν ο Βεν-αδαδ τους Συριους και ανεβη εις Αφεκ, δια να πολεμηση κατα του Ισραηλ.
27 Izrael fiai is felsorakoztak, s miután ellátták magukat élelemmel, kivonultak ellenük, s tábort ütöttek velük szemben, mint két kis kecskenyáj, amíg a szírek valósággal ellepték a földet.27 Και οι υιοι Ισραηλ ηριθμηθησαν, και προπαρασκευασθεντες υπηγον εις συναντησιν αυτων? και εστρατοπεδευσαν οι υιοι Ισραηλ απεναντι αυτων, ως δυο μικρα ποιμνια αιγων? οι δε Συριοι εγεμισαν την γην.
28 Ekkor előlépett Isten egyik embere, s azt mondta Izrael királyának: »Ezt üzeni az Úr: Mivel a szírek azt mondták: ‘A hegyek Istene az Úr, és nem Istene a völgyeknek’ – azért kezedbe adom ezt az egész nagy sokaságot, s megtudjátok, hogy én, az Úr, vagyok.«28 Και προσηλθεν ο ανθρωπος του Θεου και ελαλησε προς τον βασιλεα του Ισραηλ, και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Επειδη οι Συριοι ειπον, Ο Κυριος ειναι Θεος των βουνων, αλλ' ουχι Θεος των κοιλαδων, δια τουτο θελω παραδωσει εις την χειρα σου απαν το μεγα τουτο πληθος, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
29 Hét napig csatasorban álltak egymással szemben ezek is, azok is, a hetedik napon aztán megtörtént az ütközet, s Izrael fiai leütöttek ezen az egy napon százezer gyalogost a szírek közül.29 Και ησαν εστρατοπεδευμενοι αντικρυ αλληλων επτα ημερας. Και την εβδομην ημεραν συνεκροτηθη η μαχη? και επαταξαν οι υιοι Ισραηλ τους Συριους εκατον χιλιαδας πεζων εν ημερα μια.
30 Erre azok, akik megmaradtak, Áfekbe, a városba szaladtak, de a fal rászakadt a megmaradt huszonhétezer emberre. Ben-Hadad is elszaladt, s bement a városba, egy kamrában levő kamrába.30 Οι δε εναπολειφθεντες εφυγον εις Αφεκ, προς την πολιν? και επεσε το τειχος επι εικοσιεπτα χιλιαδας εκ των ανδρων των εναπολειφθεντων. Και εφυγεν ο Βεν-αδαδ και εισηλθεν εις την πολιν και εκρυφθη απο κοιτωνος εις κοιτωνα.
31 Azt mondták ekkor neki szolgái: »Íme, azt hallottuk, hogy Izrael házának királyai kegyesek: rakjunk tehát zsákot derekunkra s kötelet fejünkre, s menjünk ki Izrael királyához, hátha meghagyja életünket.«31 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι αυτου, Ιδου τωρα, ηκουσαμεν οτι οι βασιλεις του οικου Ισραηλ ειναι βασιλεις ελεημονες? ας βαλωμεν λοιπον σακκους επι τας οσφυας ημων και σχοινια επι τας κεφαλας ημων, και ας εξελθωμεν προς τον βασιλεα του Ισραηλ? ισως θελει σοι χαρισει την ζωην.
32 Zsákot öveztek derekukra, s kötelet tettek fejükre, s elmentek Izrael királyához, s azt mondták neki: »Ezt üzeni szolgád, Ben-Hadad: ‘Kérlek, hagyd meg életemet.’« Erre ő azt mondta: »Ha még él, testvérem ő.«32 Περιεζωσθησαν λοιπον σακκους εις τας οσφυας αυτων και σχοινια εις τας κεφαλας αυτων, και ηλθον προς τον βασιλεα του Ισραηλ και ειπον, Ο δουλος σου Βεν-αδαδ λεγει, Ας ζηση η ψυχη μου, παρακαλω. Και ειπε, Ζη ακομη; αδελφος μου ειναι.
33 Kedvező jelül vették ezt a férfiak, s sietve elkapták a szót szájából, s azt mondták: »Ben-Hadad tehát testvéred!« Erre ő azt mondta nekik: »Menjetek, s hozzátok őt hozzám!« Kijött tehát hozzá Ben-Hadad, s ő felvette szekerére.33 Και οι ανδρες ελαβον τουτο δια καλον οιωνον, και εσπευσαν να στερεωσωσι το εξελθον εκ του στοματος αυτου? και ειπον, Ο αδελφος σου Βεν-αδαδ. Και ειπεν, Υπαγετε, φερετε αυτον. Οτε δε ηλθε προς αυτον ο Βεν-αδαδ, εκεινος ανεβιβασεν αυτον εις την αμαξαν αυτου.
34 Ekkor ő azt mondta neki: »Visszaadom azokat a városokat, amelyeket apám elvett atyáidtól, s utcákat csinálhatsz magadnak Damaszkuszban, miként apám csinált Szamariában, s mint szövetségesed távozom tőled.« Erre ő megkötötte a szövetséget, s elbocsátotta.34 Και ειπε προς αυτον ο Βεν-αδαδ, τας πολεις, τας οποιας ελαβεν ο πατηρ μου παρα του πατρος σου, θελω αποδωσει και θελεις στησει εις σεαυτον οχυρωματα εν Δαμασκω, καθως εστησεν ο πατηρ μου εν Σαμαρεια. Και εγω, ειπεν ο Αχααβ, θελω σε εξαποστειλει επι ταυτη τη συνθηκη. Ουτως εκαμε συνθηκην μετ' αυτου και εξαπεστειλεν αυτον.
35 Ekkor egy férfi a próféták fiai közül így szólt társához az Úr parancsára: »Verj meg engem.« Ez azonban nem akarta megverni.35 Ανθρωπος δε τις εκ των υιων των προφητων ειπε προς τον πλησιον αυτου εν λογω Κυριου, Κτυπησον με, παρακαλω. Αλλα δεν ηθελησεν ο ανθρωπος να κτυπηση αυτον.
36 Azt mondta erre neki: »Mivel nem hallgattál az Úr szavára, íme, mihelyt eltávozol tőlem, megöl téged az oroszlán.« Alighogy eltávozott tőle, rábukkant egy oroszlán, s megölte.36 Και ειπε προς αυτον, Επειδη δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, ιδου, καθως αναχωρησης απ' εμου, λεων θελει σε θανατωσει. Και ως ανεχωρησεν απ' αυτου, ευρηκεν αυτον λεων και εθανατωσεν αυτον.
37 Amikor aztán egy másik emberrel találkozott, annak azt mondta: »Verj meg!« Az sebesre verte.37 Ευρων επειτα αλλον ανθρωπον, ειπε, Κτυπησον με, παρακαλω. Και ο ανθρωπος εκτυπησεν αυτον, και κτυπησας επληγωσε.
38 Elment erre a próféta, s a király elé szaladt az úton, s port hintve magára, felismerhetetlenné tette száját és szemét,38 Τοτε ανεχωρησεν ο προφητης και εσταθη επι της οδου δια τον βασιλεα, μεταμεμορφωμενος με καλυμμα επι τους οφθαλμους αυτου.
39 s amikor a király arra ment, kiáltott a királyhoz, s azt mondta: »Szolgád kivonult a harci tusába, s amikor egy ember megfutamodott, valaki hozzám hozta, s azt mondta: ‘Őrizd meg ezt az embert: ha elszökik, életeddel lakolsz életéért, vagy egy talentum ezüstöt fizetsz.’39 Και ως διεβαινεν ο βασιλευς αυτος εβοησε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Ο δουλος σου εξηλθεν εις το μεσον της μαχης? και ιδου, ανθρωπος στραφεις κατα μερος εφερε τινα προς εμε, και ειπε, Φυλαττε τον ανθρωπον τουτον? εαν ποτε φυγη, τοτε η ζωη σου θελει εισθαι αντι της ζωης αυτου, η θελεις πληρωσει εν ταλαντον αργυριου?
40 Mialatt azonban én megzavarodva ide-oda forgolódtam, egyszerre csak eltűnt.« Azt mondta erre neki Izrael királya: »Az az ítéleted, amit magad mondtál.«40 και ενω ο δουλος σου ησχολειτο εδω και εκει, αυτος εφυγε. Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς του Ισραηλ, αυτη ειναι η κρισις σου? αυτος συ απεφασισας αυτην.
41 Ám az tüstént letörölte a port az arcáról, s így Izrael királya megismerte, hogy a próféták közül való,41 Τοτε εσπευσε και αφηρεσε το καλυμμα απο των οφθαλμων αυτου? και εγνωρισεν αυτον ο βασιλευς του Ισραηλ οτι ητο εκ των προφητων.
42 majd azt mondta neki: »Ezt üzeni az Úr: Mivel elengedted kezedből azt az embert, aki halált érdemelt, a te életed lakol az életéért s a te néped az ő népéért.«42 Και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος? Επειδη συ εξαπεστειλας απο της χειρος σου ανθρωπον, τον οποιον εγω ειχον αποφασισει εις ολεθρον, δια τουτο η ζωη σου θελει εισθαι αντι της ζωης αυτου, και ο λαος σου αντι του λαου αυτου.
43 Erre a király hallani sem akart a dologról, visszatért házába, s dúlva-fúlva Szamariába érkezett.43 Και απηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος και ηλθεν εις την Σαμαρειαν.