Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 14


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ugyanebben az időben megbetegedett Ábia, Jeroboám fia.1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηρρωστησεν Αβια ο υιος του Ιεροβοαμ.
2 Azt mondta ekkor Jeroboám a feleségének: »Kelj fel, cserélj ruhát, hogy ne ismerjenek meg, hogy te vagy Jeroboám felesége, s eredj el Silóba, ahol Ahiás próféta van, aki megmondta nekem, hogy királya leszek e népnek.2 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ προς την γυναικα αυτου, Σηκωθητι, παρακαλω, και μετασχηματισθητι, ωστε να μη γνωρισωσιν οτι εισαι γυνη του Ιεροβοαμ, και υπαγε εις Σηλω? ιδου, εκει ειναι Αχια ο προφητης, οστις ειπε προς εμε οτι θελω βασιλευσει επι τον λαον τουτον?
3 Végy kezedbe tíz kenyeret is, meg egy lepényt és egy edény mézet, s eredj el hozzá: ő majd közli veled, mi lesz e gyermekkel.«3 και λαβε εις την χειρα σου δεκα αρτους και κολλυρια και σταμνιον μελιτος και υπαγε προς αυτον? αυτος θελει σοι αναγγειλει τι θελει γεινει εις το παιδιον.
4 Úgy cselekedett Jeroboám felesége, ahogy ő mondta, s felkelt, s elment Silóba, s betért Ahiás házába; ez azonban már nem látott, mert szeme az öregségtől elhomályosodott.4 Και εκαμεν ουτως η γυνη του Ιεροβοαμ? και σηκωθεισα, υπηγεν εις Σηλω και ηλθεν εις τον οικον του Αχια. Ο δε Αχια δεν ηδυνατο να βλεπη? διοτι οι οφθαλμοι αυτου ημβλυωπουν εκ του γηρατος αυτου.
5 Azt mondta azonban az Úr Ahiásnak: »Íme, Jeroboám felesége jött, hogy megkérdezzen téged beteg fia felől. Ezt és ezt mondd neki.« – Amikor tehát az kilétét titkolva bement,5 Ειχε δε ειπει ο Κυριος προς τον Αχια, Ιδου, η γυνη του Ιεροβοαμ ερχεται να ζητηση παρα σου λογον περι του υιου αυτης, διοτι ειναι αρρωστος? ουτω και ουτω θελεις λαλησει προς αυτην? διοτι, οταν εισελθη, θελει προσποιηθη οτι ειναι αλλη.
6 s Ahiás meghallotta lába neszét, amint az ajtóhoz lépett, azt mondta: »Gyere csak be, Jeroboám felesége, miért tetteted magadat másnak? Én azonban kemény hírre kaptam megbízatást számodra.6 Και ως ηκουσεν ο Αχια τον ηχον των ποδων αυτης, ενω εισηρχετο εις την θυραν, ειπεν, Εισελθε, γυνη του Ιεροβοαμ? δια τι προσποιεισαι οτι εισαι αλλη; αλλ' εγω ειμαι αποστολος προς σε σκληρων αγγελιων?
7 Eredj, s mondd Jeroboámnak: ‘Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Mivel én felemeltelek téged a nép közül, s népemnek, Izraelnek fejedelmévé tettelek,7 υπαγε, ειπε προς τον Ιεροβοαμ, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Επειδη εγω σε υψωσα εκ μεσου του λαου και σε κατεστησα ηγεμονα επι τον λαον μου Ισραηλ,
8 s elszakítottam a királyságot Dávid házától, s neked adtam, te azonban nem voltál olyan, mint szolgám, Dávid, aki megtartotta parancsaimat, s teljes szívéből követett engem, s azt cselekedte, ami kedves az én színem előtt,8 και διαρρηξας την βασιλειαν απο του οικου του Δαβιδ, εδωκα αυτην εις σε, και συ δεν εσταθης καθως ο δουλος μου Δαβιδ, οστις εφυλαξε τας εντολας μου και οστις με ηκολουθησεν εξ ολης αυτου της καρδιας, εις το να καμνη μονον το ευθες ενωπιον μου,
9 hanem gonoszabbul cselekedtél, mint mindazok, akik előtted voltak, s más, öntött isteneket csináltattál magadnak, hogy haragra ingerelj, engem pedig a hátad mögé vetettél:9 αλλ' υπερεβης εις το κακον παντας οσοι εσταθησαν προτεροι σου, διοτι υπηγες και εκαμες εις σεαυτον αλλους θεους και χωνευτα ειδωλα, δια να με παροργισης, και με απερριψας οπισω της ραχης σου.
10 azért íme, én nyomorúságot hozok Jeroboám házára, s kiirtom Jeroboám minden férfiát, a bezártat is, az utolsót is Izraelben és úgy elsöpröm Jeroboám házának utódait, mint ahogy a trágyát szokták elsöpörni egészen tisztára.10 δια τουτο, ιδου, θελω φερει κακον επι τον οικον του Ιεροβοαμ, και θελω εξολοθρευσει του Ιεροβοαμ τον ουρουντα εις τον τοιχον, τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ, και θελω σαρωσει κατοπιν του οικου του Ιεροβοαμ, καθως σαρονει τις την κοπρον εωσου εκλειψη?
11 Akije a városban hal meg Jeroboámnak, azt a kutyák eszik meg, akije pedig a mezőn hal meg, azt az ég madarai falják fel, mert az Úr így szólt.11 οστις εκ του Ιεροβοαμ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον? και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον? διοτι ο Κυριος ελαλησε.
12 Te pedig kelj fel, s menj házadba, s mihelyt lábad a városba lép, meghal a gyermek,12 Συ λοιπον σηκωθεισα υπαγε εις την οικιαν σου? ενω οι ποδες σου εμβαινουσιν εις την πολιν, το παιδιον θελει αποθανει
13 s elsiratja egész Izrael és el is temeti: mert egyedül ő kerül sírba Jeroboám ivadékai közül, mert Jeroboám házában csak benne talált jót az Úr, Izrael Istene.13 και θελει πενθησει αυτο πας ο Ισραηλ, και θελουσιν ενταφιασει αυτο? διοτι αυτο μονον εκ του Ιεροβοαμ θελει ελθει εις τον ταφον, επειδη εν αυτω ευρεθη τι καλον ενωπιον Κυριου, του Θεου του Ισραηλ, εν τω οικω του Ιεροβοαμ.
14 Aztán majd királyt támaszt az Úr magának Izrael számára, s az megveri Jeroboám házát azon a napon s abban az időben14 Και θελει αναστησει ο Κυριος εις εαυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, οστις θελει εξολοθρευσει τον οικον του Ιεροβοαμ την ημεραν εκεινην? αλλα τι; τωρα μαλιστα.
15 és úgy megveri az Úr Isten Izraelt, hogy úgy fog ingadozni, mint a nád a vízben, s kitépi Izraelt erről a jó földről, amelyet atyáinak adott, s elszórja őket a folyóvízen túlra, mivel berkeket csináltak maguknak, hogy bosszantsák az Urat15 Και θελει παταξει ο Κυριος τον Ισραηλ, ωστε να κινηται ως καλαμος εν τω υδατι, και θελει εκριζωσει τον Ισραηλ εκ της γης ταυτης της αγαθης, την οποιαν εδωκεν εις τους πατερας αυτων, και διασκορπισει αυτους περαν του ποταμου? επειδη εκαμον τα αλση αυτων, δια να παροργισωσι τον Κυριον?
16 és kiszolgáltatja az Úr Izraelt Jeroboámnak azon vétkei miatt, amelyekkel vétkezett, s vétekbe vitte Izraelt.’«16 και θελει παραδωσει τον Ισραηλ εξ αιτιας των αμαρτιων του Ιεροβοαμ, οστις ημαρτησε και οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.
17 Felkelt tehát Jeroboám felesége, s elment, s eljutott Tircába, s amint belépett a ház küszöbén, meghalt a gyermek;17 Και εσηκωθη η γυνη του Ιεροβοαμ και ανεχωρησε και ηλθεν εις Θερσα? καθως αυτη επατησε το κατωφλιον της θυρας του οικου, απεθανε το παιδιον?
18 el is temették, s el is siratta őt egész Izrael az Úr beszéde szerint, amelyet szolgája, Ahiás próféta által szólt.18 και εθαψαν αυτο? και επενθησεν αυτο πας ο Ισραηλ, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Αχια του προφητου.
19 Jeroboám egyéb dolgai pedig, hogy miként hadakozott, s miként uralkodott, íme, meg vannak írva Izrael királyainak krónikás könyvében.19 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ιεροβοαμ, πως επολεμησε και τινι τροπω εβασιλευσεν, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ.
20 Az idő pedig, amíg Jeroboám uralkodott, huszonkét esztendő volt: aztán aludni tért atyáihoz, s fia, Nádáb lett a király helyette.20 Και αι ημεραι, τας οποιας εβασιλευσεν ο Ιεροβοαμ, ησαν εικοσιδυο ετη? και εκοιμηθη μετα των πατερων αυτου, και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ναδαβ ο υιος αυτου.
21 Tehát Roboám, Salamon fia lett a király Júdában. Negyvenegy esztendős volt Roboám, amikor uralkodni kezdett, s tizenhét esztendeig uralkodott Jeruzsálemben, abban a városban, amelyet az Úr kiválasztott Izrael minden törzse közül, hogy odahelyezze nevét. Anyját, aki ammonita volt, Naámának hívták.21 Ο δε Ροβοαμ ο υιος του Σολομωντος εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν. Τεσσαρακοντα και ενος ετους ητο ο Ροβοαμ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε δεκαεπτα ετη εν Ιερουσαλημ, τη πολει την οποιαν ο Κυριος εξελεξεν εκ πασων των φυλων του Ισραηλ δια να θεση το ονομα αυτου εκει. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Νααμα η Αμμωνιτις.
22 Ekkor Júda azt cselekedte, ami gonosz az Úr előtt, s jobban ingerelték Őt mindannál, amit atyáik cselekedtek vétkeikkel, amelyeket elkövettek.22 Επραξε δε ο Ιουδας πονηρα ενωπιον του Κυριου και παρωξυναν αυτον εις ζηλοτυπιαν με τας αμαρτιας αυτων, τας οποιας ημαρτησαν υπερ παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτων.
23 Ők is építettek ugyanis maguknak oltárokat, oszlopokat és berkeket minden magas dombon s minden lombos fa alatt,23 Διοτι και αυτοι ωκοδομησαν εις εαυτους τοπους υψηλους, και εκαμον αγαλματα και αλση επι παντος υψηλου λοφου και υποκατω παντος δενδρου πρασινου.
24 sőt fiúszeretők is voltak az országban, s azoknak a népeknek minden undokságát elkövették, amelyeket az Úr eltörölt Izrael fiainak színe elől.24 Ησαν δε ετι εν τη γη και σοδομιται και επραττον κατα παντα τα βδελυγματα των εθνων, τα οποια ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.
25 Roboám királyságának ötödik esztendejében aztán felvonult Sesák, Egyiptom királya, Jeruzsálembe,25 Και εν τω πεμπτω ετει της βασιλειας του Ροβοαμ, ανεβη Σισακ ο βασιλευς της Αιγυπτου εναντιον της Ιερουσαλημ.
26 s elvitte az Úr házának kincseit s a királyi kincseket, s elrabolt mindent, azokat az aranypajzsokat is, amelyeket Salamon készíttetett.26 Και ελαβε τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του οικου του βασιλεως? τα παντα ελαβεν? ελαβεν ετι πασας τας χρυσας ασπιδας, τας οποιας εκαμεν ο Σολομων.
27 Ezek helyett Roboám király rézpajzsokat készíttetett, s azokat adta a pajzsosok vezéreinek kezébe s azok kezébe, akik a király házának ajtajában őrködtek.27 Και αντι τουτων ο βασιλευς Ροβοαμ εκαμε χαλκινας ασπιδας και παρεδωκεν αυτας εις τας χειρας των αρχοντων των δορυφορων, οιτινες εφυλαττον την θυραν του οικου του βασιλεως.
28 Valahányszor a király az Úr házába ment, felvették őket azok, akiknek az volt a tisztük, hogy előtte vonuljanak, aztán megint visszavitték a pajzsosok fegyvertárába.28 Και οτε εισηρχετο ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, εβασταζον αυτας οι δορυφοροι επειτα επανεφερον αυτας εις το οικημα των δορυφορων.
29 Roboám egyéb dolgai pedig s mindaz, amit cselekedett, íme, meg vannak írva Júda királyainak krónikás könyvében.29 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ροβοαμ και παντα οσα εκαμε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
30 Roboám és Jeroboám között ugyanis háború volt minden időben.30 Ητο δε πολεμος αναμεσον Ροβοαμ και Ιεροβοαμ πασας τας ημερας.
31 Amikor aztán Roboám aludni tért atyáihoz, eltemették melléjük Dávid városában anyját, aki ammonita volt, s Naámának hívták. Ezután a fia, Abia lett a király helyette.31 Και εκοιμηθη ο Ροβοαμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Νααμα η Αμμωνιτις. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αβιαμ ο υιος αυτου.