Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor Dávid király megöregedett és nagyon koros lett, bár ruhákkal takargatták, nem tudott felmelegedni.1 Και ο βασιλευς Δαβιδ ητο γερων, προβεβηκως την ηλικιαν? και εσκεπαζον αυτον με ιματια, πλην δεν εθερμαινετο.
2 A szolgái ezért azt mondták neki: »Hadd keressünk urunknak, a királynak egy szűz leányzót, hogy a királynak szolgáljon, ápolja őt, a keblén aludjon, és melengesse urunkat, a királyt!«2 Και ειπον οι δουλοι αυτου προς αυτον, Ας ζητησωσι δια τον κυριον μου τον βασιλεα νεανιδα παρθενον, δια να ισταται εμπροσθεν του βασιλεως και να περιθαλπη αυτον, και να κοιμαται εις τον κολπον σου, δια να θερμαινηται ο κυριος μου ο βασιλευς.
3 Kerestek tehát egy szép leányzót Izrael minden határában, így találtak rá a sunemi Abiságra, és elvitték a királyhoz.3 Και εζητησαν εν πασι τοις οριοις του Ισραηλ νεανιδα ωραιαν? και ευρηκαν την Αβισαγ την Σουναμιτιν, και εφεραν αυτην προς τον βασιλεα.
4 A lány igen szép volt. A királlyal aludt, és szolgált neki, de a király nem ismerte meg.4 Ητο δε η νεανις ωραια σφοδρα, και περιεθαλπε τον βασιλεα, και υπηρετει αυτον? πλην ο βασιλευς δεν εγνωρισεν αυτην.
5 Adoniás, Haggit fia azonban felfuvalkodott, és azt mondta: »Én leszek a király!« Szerzett is magának szekereket és lovasokat, és ötven embert küldöncnek.5 Τοτε Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ επηρθη εις εαυτον, λεγων, Εγω θελω βασιλευσει και ητοιμασεν εις εαυτον αμαξας και ιππεις και πεντηκοντα ανδρας προτρεχοντας εμπροσθεν αυτου.
6 Apja sohasem fedte meg őt, és nem kérdezte: »Miért tetted ezt vagy azt?« Ráadásul szép is volt, és a születés rendjében ő következett Absalom után.6 Ο δε πατηρ αυτου δεν επικραινε ποτε αυτον, λεγων, Δια τι συ πραττεις ουτω; ητο δε και ωραιος την οψιν σφοδρα? και η μητηρ αυτου εγεννησεν αυτον μετα τον Αβεσσαλωμ.
7 Tárgyalásokba bocsátkozott tehát Joábbal, Száruja fiával és Abjatár pappal. Ők támogatták is Adoniás pártját.7 Και συνελαλησε μετα του Ιωαβ υιου της Σερουιας, και μετα Αβιαθαρ του ιερεως? και ουτοι, ακολουθησαντες τον Αδωνιαν, εβοηθουν αυτον.
8 Szádok pap azonban, valamint Benája, Jojáda fia, Nátán próféta, Szemei, Rei és Dávid hadseregének vitézei nem tartottak Adoniással.8 Σαδωκ ομως ο ιερευς και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και Ναθαν ο προφητης και Σιμει και Ρει και οι δυνατοι του Δαβιδ δεν ησαν μετα του Αδωνια.
9 Amikor tehát Adoniás a Rógel forrás közelében levő Zóhelet kőnél kosokat, marhákat és mindenféle hízott állatokat vágatott le áldozatul, az áldozati lakomára meghívta valamennyi testvérét, a király fiait, és Júda valamennyi emberét, a király szolgáit.9 Και εσφαξεν ο Αδωνιας προβατα και βοας και σιτευτα πλησιον της πετρας του Ζωελεθ, ητις ειναι πλησιον της Εν-ρωγηλ, και εκαλεσε παντας τους αδελφους αυτου τους υιους του βασιλεως και παντας τους ανδρας του Ιουδα τους δουλους του βασιλεως.
10 Nátán prófétát azonban, valamint Benáját, a vitézeket és Salamont, az öccsét nem hívta meg.10 Τον Ναθαν ομως τον προφητην και τον Βεναιαν και τους δυνατους και Σολομωντα τον αδελφον αυτου δεν εκαλεσε.
11 Azt mondta erre Nátán Batsebának, Salamon anyjának: »Hallottad-e, hogy Adoniás, Haggit fia, királlyá tette magát urunknak, Dávidnak tudta nélkül?11 Και ειπεν ο Ναθαν προς την Βηθ-σαβεε την μητερα του Σολομωντος, λεγων, Δεν ηκουσας οτι εβασιλευσεν Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ, και ο κυριος ημων Δαβιδ δεν εξευρει τουτο;
12 Most tehát jöjj, vedd tanácsomat, hogy megmenthesd a magad és fiad, Salamon életét.12 τωρα λοιπον ελθε να σοι δωσω, παρακαλω, συμβουλην, δια να σωσης την ζωην σου και την ζωην του υιου σου Σολομωντος?
13 Eredj, menj be Dávid királyhoz, és kérdezd meg tőle: Ugye, te, uram, király, megesküdtél nekem, szolgálódnak, ezekkel a szavakkal: ‘Salamon, a te fiad lesz a király utánam, ő ül majd királyi székembe?’ Miért lett tehát Adoniás a király?13 υπαγε και εισελθε προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Κυριε μου βασιλευ, συ δεν ωμοσας εις την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου; δια τι λοιπον εβασιλευσεν ο Αδωνιας;
14 S amíg te ott a királlyal beszélsz, én majd utánad megyek, és kiegészítem beszédedet.«14 ιδου, ενω ετι συ λαλεις εκει μετα του βασιλεως, θελω ελθει και εγω κατοπιν σου και θελω αναπληρωσει τους λογους σου.
15 Bement tehát Batseba a királyhoz, a hálóterembe; a király igen öreg volt, és a sunemi Abiság szolgált neki.15 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα εις τον κοιτωνα? ητο δε ο βασιλευς γερων σφοδρα και Αβισαγ η Σουναμιτις υπηρετει τον βασιλεα.
16 Batseba meghajtotta magát, és leborult a király előtt. A király megkérdezte tőle: »Mit kívánsz?«16 Και κυψασα η Βηθ-σαβεε, προσεκυνησε τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπε, Τι εχεις;
17 Ő így felelt: »Uram, te megesküdtél az Úrra, a te Istenedre szolgálódnak: ‘Salamon, a te fiad lesz a király utánam, ő ül királyi székembe.’17 Η δε ειπε προς αυτον, Κυριε μου, συ ωμοσας εις Κυριον τον Θεον σου προς την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως ο Σολομων, ο υιος σου, θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου?
18 S mégis, íme, most Adoniás lett a király, anélkül, hogy te, uram, király, tudnád!18 αλλα τωρα, ιδου, ο Αδωνιας εβασιλευσε? και συ τωρα, κυριε μου βασιλευ, δεν εξευρεις τουτο?
19 Temérdek marhát, mindenféle hízott állatot és kost vágatott le áldozatul. Meghívta a király valamennyi fiát, Abjatár papot is, meg Joábot, a hadsereg vezérét is, de Salamont, a te szolgádat nem hívta meg.19 και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και Αβιαθαρ τον ιερεα και Ιωαβ τον αρχιστρατηγον? τον δουλον σου ομως Σολομωντα δεν εκαλεσεν?
20 Most tehát, uram, király, rád tekint egész Izrael szeme, hogy kijelentsd nekik, ki üljön királyi székedbe utánad, uram király.20 αλλ' εις σε, κυριε μου βασιλευ, εις σε αποβλεπουσιν οι οφθαλμοι παντος του Ισραηλ, δια να απαγγειλης προς αυτους τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον?
21 Különben az fog történni, hogy amikor majd uram, a király aludni tér atyáihoz, én és fiam, Salamon mint bűnösök fogunk itt állni.«21 ειδεμη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς κοιμηθη μετα των πατερων αυτου, εγω και ο υιος μου ο Σολομων θελομεν θεωρεισθαι πταισται.
22 Még beszélt a királlyal, amikor megérkezett Nátán próféta.22 Και ιδου, ενω αυτη ελαλει ετι μετα του βασιλεως, ηλθε και Ναθαν ο προφητης.
23 Jelentették a királynak: »Itt van Nátán próféta.« Nátán bement a király elé, a földig hajtotta arcát előtte,23 Και ανηγγειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Ιδου, Ναθαν ο προφητης. Και εισελθων ενωπιον του βασιλεως, προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
24 és megkérdezte: »Uram, király, te mondtad-e: ‘Adoniás legyen a király utánam, ő üljön trónomra?’24 Και ειπεν ο Ναθαν, Κυριε μου βασιλευ, συ ειπας, Ο Αδωνιας θελει βασιλευσει μετ' εμε και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου;
25 Ő ugyanis ma lement, temérdek marhát, hízott állatot és kost vágatott le áldozatul, és meghívta a király valamennyi fiát, a hadsereg vezéreit, és Abjatár papot. Azok esznek és isznak előtte, és azt mondják: ‘Éljen Adoniás király!’25 διοτι κατεβη σημερον και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και τους στρατηγους και Αβιαθαρ τον ιερεα? και ιδου, τρωγουσι και πινουσιν ενωπιον αυτου και λεγουσι, Ζητω ο βασιλευς Αδωνιας?
26 Engem, szolgádat, valamint Szádok papot, Benáját, Jojáda fiát, és Salamont, a szolgádat, nem hívta meg.26 εμε δε, εμε τον δουλον σου, και Σαδωκ τον ιερεα και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και Σολομωντα τον δουλον σου δεν εκαλεσε?
27 Vajon uramtól, a királytól származik-e ez a dolog, és csak nekem, szolgádnak, nem adtad tudtomra, hogy ki üljön uramnak, a királynak trónjára utána?«27 παρα του κυριου μου του βασιλεως εγεινε το πραγμα τουτο, και δεν εφανερωσας εις τον δουλον σου τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον;
28 Dávid király erre azt felelte: »Hívjátok hozzám Batsebát!« Amikor Batseba bement a király elé és megállt előtte,28 Και απεκριθη ο βασιλευς Δαβιδ και ειπε, Καλεσατε μοι την Βηθ-σαβεε. Και εισηλθεν ενωπιον του βασιλεως και εσταθη εμπροσθεν του βασιλεως.
29 a király megesküdött, és azt mondta: »Az Úr életére mondom, aki megszabadította életemet minden szorongatásból,29 Και ωμοσεν ο βασιλευς και ειπε, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου εκ πασης στενοχωριας,
30 hogy amint megesküdtem neked az Úrra, Izrael Istenére, ezekkel a szavakkal: Salamon, a te fiad lesz a király utánam, ő ül királyi székembe helyettem! – úgy fogok cselekedni ezen a mai napon!«30 βεβαιως, καθως ωμοσα προς σε εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, λεγων, οτι Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει αντ' εμου επι του θρονου μου, ουτω θελω καμει την ημεραν ταυτην.
31 Batseba erre a földig hajtotta az arcát, leborult a király előtt, és így szólt: »Éljen az én uram, Dávid, mindörökké!«31 Τοτε η Βηθ-σαβεε, κυψασα κατα προσωπον εως εδαφους, προσεκυνησε τον βασιλεα και ειπε, Ζητω ο κυριος μου ο βασιλευς Δαβιδ εις τον αιωνα.
32 Dávid király azt mondta: »Hívjátok hozzám Szádok papot, Nátán prófétát, és Benáját, Jojáda fiát!« Amikor azok bementek a király elé,32 Και ειπεν ο βασιλευς Δαβιδ, Καλεσατε μοι Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητην και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε. Και ηλθον ενωπιον του βασιλεως.
33 azt mondta nekik: »Vegyétek magatok mellé uratok szolgáit, ültessétek Salamont, a fiamat, öszvéremre, és vigyétek el a Gíhonhoz!33 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Λαβετε μεθ' εαυτων τους δουλους του κυριου σας και καθισατε Σολομωντα τον υιον μου επι την ημιονον μου και καταβιβασατε αυτον εις Γιων?
34 Ott kenje fel őt Szádok pap és Nátán próféta Izrael királyává! Fúvassátok meg a harsonát, és mondjátok: ‘Éljen Salamon király!’34 και ας χρισωσιν αυτον εκει Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα επι τον Ισραηλ? και σαλπισατε δια της σαλπιγγος και ειπατε, Ζητω ο βασιλευς Σολομων?
35 Aztán vonuljatok fel ide, ő jöjjön, üljön királyi székembe, és legyen a király helyettem, mert őt rendelem Izrael és Júda fejedelmévé!«35 τοτε θελετε αναβη κατοπιν αυτου, δια να ελθη και να καθιση επι τον θρονον μου? και αυτος θελει βασιλευσει αντ' εμου? και αυτον προσεταξα να ηναι ηγεμων επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν.
36 Így felelt erre Benája, Jojáda fia, a királynak: »Ámen! Így szóljon az Úr uramnak, a királynak Istene is!36 Και απεκριθη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Αμην? ουτως ας επικυρωση Κυριος ο Θεος του κυριου μου του βασιλεως?
37 Miként urammal, a királlyal volt az Úr, úgy legyen Salamonnal is! Tegye királyi székét még dicsőbbé, mint uramnak, Dávid királynak székét!«37 καθως εσταθη ο Κυριος μετα του κυριου μου του βασιλεως, ουτω να ηναι και μετα του Σολομωντος, και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως Δαβιδ.
38 Lementek tehát Szádok pap, Nátán próféta, Benája, Jojáda fia, a keretiek és a feletiek, felültették Salamont Dávid király öszvérére, és elvitték a Gíhonhoz.38 Τοτε κατεβη Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και οι Χερεθαιοι και οι Φελεθαιοι, και εκαθισαν τον Σολομωντα επι την ημιονον του βασιλεως Δαβιδ και εφεραν αυτον εις Γιων.
39 Aztán Szádok pap elővette a sátor olajos szaruját, és felkente Salamont, majd megfúvatták a harsonát, az egész nép pedig azt kiáltotta: »Éljen Salamon király!«39 Και ελαβε Σαδωκ ο ιερευς το κερας του ελαιου εκ της σκηνης και εχρισε τον Σολομωντα. Και εσαλπισαν δια της σαλπιγγος? και ειπε πας ο λαος, Ζητω ο βασιλευς Σολομων.
40 Aztán az egész sokaság felvonult a városba. Közben a nép fújta a fuvolát, s olyan örömmel ujjongott, hogy a föld csak úgy zengett kiáltásuktól.40 Και ανεβη πας ο λαος κατοπιν αυτου? και επαιζεν ο λαος αυλους και ευφραινετο ευφροσυνην μεγαλην, και η γη εσχιζετο εκ των φωνων αυτων.
41 Meghallotta ezt Adoniás, és mindazok, akiket meghívott – éppen akkor, amikor a lakoma véget ért. Erre Joáb, amint meghallotta a harsona szavát, így szólt: »Mit jelenthet a zajongó város lármája?«41 Και ηκουσεν Αδωνιας και παντες οι κεκλημενοι αυτου, καθως ετελειωσαν να τρωγωσι. Και οτε ηκουσεν ο Ιωαβ την φωνην της σαλπιγγος, ειπε, Τις η φωνη αυτη της πολεως θορυβουσης;
42 Még szólt, amikor megérkezett Jonatán, Abjatár pap fia. Adoniás így szólt hozzá: »Jöjj csak ide, hiszen te derék ember vagy, nyilván jó hírt hozol!«42 Ενω ετι ελαλει, ιδου, Ιωναθαν, ο υιος Αβιαθαρ του ιερεως, ηλθε? και ειπεν ο Αδωνιας προς αυτον, Εισελθε? διοτι συ εισαι ανηρ γενναιος και φερεις αγαθας αγγελιας.
43 Jonatán azt felelte Adoniásnak: »Éppenséggel nem. Urunk, Dávid király ugyanis királlyá tette Salamont:43 Και αποκριθεις ο Ιωναθαν ειπε προς τον Αδωνιαν, Βεβαιως κυριος ημων ο βασιλευς Δαβιδ εκαμε βασιλεα τον Σολομωντα?
44 elküldte vele Szádok papot, Nátán prófétát, Benáját, Jojáda fiát, meg a keretieket és feletieket. Felültették a király öszvérére,44 και απεστειλε μετ' αυτου ο βασιλευς Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητη και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και τους Χερεθαιους και τους Φελεθαιους, και εκαθισαν αυτον επι την ημιονον του βασιλεως?
45 Szádok pap és Nátán próféta pedig a Gíhonnál királlyá kenték. Onnan akkora ujjongással vonultak fel Jeruzsálembe, hogy csak úgy zengett bele a város! Ez az a zaj, amelyet hallottatok.45 και εχρισαν αυτον Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα εν Γιων? και ανεβησαν εκειθεν ευφραινομενοι, και η πολις αντηχησεν? αυτη ειναι η φωνη, την οποιαν ηκουσατε?
46 Sőt Salamon már be is ült a királyi székbe,46 και μαλιστα εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου της βασιλειας?
47 a király szolgái pedig bementek, és áldást kívántak urukra, Dávid királyra, ezekkel a szavakkal: ‘Tegye Isten Salamon nevét nagyobbá nevednél, és királyi székét dicsőbbé királyi székednél!’ Erre a király meghajtotta magát fekvőhelyén,47 και εισηλθον ετι οι δουλοι του βασιλεως να ευχηθωσι τον κυριον ημων τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Θεος να λαμπρυνη το ονομα του Σολομωντος υπερ το ονομα σου, και να μεγαλυνη τον θρονον σου και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον σου. και προσεκυνησεν ο βασιλευς επι της κλινης?
48 és így szólt: ‘Áldott legyen az Úr, Izrael Istene, aki ma a szemem láttára királyi székembe ültette utódomat.’«48 και ειπε προσετι ο βασιλευς ουτως? Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εδωκεν εις εμε σημερον διαδοχον καθημενον επι του θρονου μου, και οι οφθαλμοι μου βλεπουσι τουτο.
49 Megrettentek erre és felkeltek mindazok, akiket Adoniás meghívott. Mindegyikük elment a maga útjára,49 Τοτε παντες οι κεκλημενοι, οι μετα του Αδωνια, εξεπλαγησαν και σηκωθεντες, υπηγαν εκαστος την οδον αυτου.
50 Adoniás pedig Salamontól való félelmében felkelt, elment, és megragadta az oltár szarvát.50 Ο δε Αδωνιας εφοβηθη απο προσωπου του Σολομωντος και σηκωθεις υπηγε και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
51 Jelentették erre Salamonnak: »Íme, Adoniás, Salamon királytól való félelmében megfogta az oltár szarvát, és azt mondja: ‘Esküdjék meg nekem ma Salamon király, hogy nem öleti meg szolgáját karddal!’«51 Και ανηγγειλαν προς τον Σολομωντα, λεγοντες, Ιδου, ο Αδωνιας φοβειται τον βασιλεα Σολομωντα? και ιδου, επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου, λεγων, Ας ομοση προς εμε σημερον ο βασιλευς Σολομων, οτι δεν θελει θανατωσει τον δουλον αυτου δια ρομφαιας.
52 Salamon erre így szólt: »Ha jó ember lesz, egy hajaszála sem hullik a földre; de ha gonoszságon kapják, meghal.«52 Και ειπεν ο Σολομων, Εαν σταθη ανηρ αγαθος, ουδε μια εκ των τριχων αυτου θελει πεσει επι την γην? εαν ομως ευρεθη κακια εν αυτω θελει θανατωθη.
53 Aztán elküldött érte Salamon király, és elhozatta az oltártól. Adoniás bement, leborult Salamon király előtt, Salamon pedig azt mondta neki: »Menj haza!«53 Και απεστειλεν ο βασιλευς Σολομων, και κατεβιβασαν αυτον απο του θυσιαστηριου? και ηλθε και προσεκυνησε τον βασιλεα Σολομωντα? και ειπε προς αυτον ο Σολομων, Υπαγε εις τον οικον σου.