Sámuel második könyve 5
123456789101112131415161718192021222324
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Elment erre Izrael valamennyi törzse Dávidhoz Hebronba, hogy mondja: »Íme, mi a te csontod, s a te húsod vagyunk. | 1 Και ηλθον πασαι αι φυλαι του Ισραηλ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον, λεγοντες, Ιδου, οστουν σου και σαρξ σου ειμεθα ημεις? |
2 Tegnap is, tegnapelőtt is, amikor Saul volt a királyunk, te vezetted ki és be Izraelt, s az Úr azt mondta neked: ‘Te legeltesd népemet, Izraelt, s te légy Izrael fejedelme.’« | 2 και προτερον ετι, οτε ο Σαουλ εβασιλευεν εφ' ημας, συ ησο ο εξαγων και εισαγων τον Ισραηλ? και προς σε ειπεν ο Κυριος, Συ θελεις ποιμανει τον λαον μου τον Ισραηλ, και συ θελεις εισθαι ηγεμων επι τον Ισραηλ. |
3 Elmentek tehát Izrael vénei a királyhoz Hebronba, s Dávid király szövetséget kötött velük Hebronban az Úr előtt, ők pedig felkenték Dávidot Izrael királyává. | 3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ προς τον βασιλεα εις Χεβρων? και εκαμεν ο βασιλευς Δαβιδ συνθηκην μετ' αυτων εις Χεβρων ενωπιον του Κυριου? και εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ. |
4 Harmincesztendős volt Dávid, amikor uralkodni kezdett, és negyven esztendeig uralkodott. | 4 Τριακοντα ετων ητο ο Δαβιδ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε τεσσαρακοντα ετη? |
5 Hebronban, Júda felett, hét esztendeig és hat hónapig uralkodott, Jeruzsálemben pedig, egész Izrael és Júda felett, harminchárom esztendeig uralkodott. | 5 εν μεν Χεβρων εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν επτα ετη και εξ μηνας? εν δε Ιερουσαλημ εβασιλευσε τριακοντα τρια ετη επι παντα τον Ισραηλ και Ιουδαν. |
6 Felvonult ugyanis a király s mindazok az emberek, akik vele voltak, Jeruzsálembe, a jebuziták, azon föld lakói ellen. Erre azok azt üzenték Dávidnak: »Ide ugyan be nem jutsz, hacsak el nem távolítod a vakokat és sántákat, akik azt mondják: ‘Ide ugyan be nem jut Dávid.’« | 6 Και υπηγεν ο βασιλευς και οι ανδρες αυτου εις Ιερουσαλημ, προς τους Ιεβουσαιους, τους κατοικουντας την γην? οιτινες ελαλησαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν θελεις εισελθει ενταυθα, εαν δεν εκβαλης τους τυφλους και χωλους? λεγοντες οτι ο Δαβιδ δεν ηθελε δυνηθη να εισελθη εκει. |
7 Dávid mindazonáltal bevette Sion várát, azaz a Dávid-várost. | 7 Ο Δαβιδ ομως εκυριευσε το φρουριον Σιων? αυτη ειναι η πολις Δαβιδ. |
8 Jutalmat ígért ugyanis Dávid azon a napon annak, aki megveri a jebuzitákat, s eléri a tetőcsatornákat, s eltávolítja a vakokat és sántákat, Dávid lelkének gyűlölőit. Ezért mondja a közmondás: »Vak és sánta nem jut vissza a templomba!« | 8 Και ειπεν ο Δαβιδ την ημεραν εκεινην, Οστις φθαση εις τον οχετον και παταξη τους Ιεβουσαιους, και τους χωλους και τους τυφλους, τους μισουμενους υπο της ψυχης του Δαβιδ, θελει εισθαι αρχηγος. Δια τουτο λεγουσι, Τυφλος και χωλος δεν θελουσιν εισελθει εις τον οικον. |
9 Dávid aztán megtelepedett a várban és elnevezte azt Dávid-városnak, s kiépítette a Millótól körös-körül és befelé, | 9 Και κατωκησεν ο Δαβιδ εν τινι φρουριω και ωνομασεν αυτο, Η πολις Δαβιδ. Και εκαμεν ο Δαβιδ οικοδομας κυκλω απο Μιλλω και εσω. |
10 és mindinkább gyarapodott és növekedett, mert az Úr, a Seregek Istene vele volt. | 10 Και προεχωρει ο Δαβιδ και εμεγαλυνετο, και Κυριος ο Θεος των δυναμεων ητο μετ' αυτου. |
11 Erre Hírám, Tírusz királya követeket, majd cédrusfát, ácsokat és kőműveseket küldött Dávidhoz, és azok palotát építettek Dávidnak. | 11 Και απεστειλεν ο Χειραμ, βασιλευς της Τυρου, πρεσβεις προς τον Δαβιδ, και ξυλα κεδρινα και ξυλουργους και κτιστας, και ωκοδομησαν οικον εις τον Δαβιδ. |
12 Ekkor Dávid megértette, hogy az Úr megerősítette őt Izrael királyául, s hogy felmagasztalta népén, Izraelen való királyságát. | 12 Και εγνωρισεν ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος κατεστησεν αυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, και οτι υψωσε την βασιλειαν αυτου δια τον λαον αυτου Ισραηλ. |
13 Jeruzsálemben, miután Hebronból odaköltözött, Dávid még vett magának mellékfeleségeket és feleségeket, s így még születtek Dávidnak fiai és lányai. | 13 Και ελαβε προσετι ο Δαβιδ παλλακας και γυναικας εκ της Ιερουσαλημ, αφου ηλθεν εκ Χεβρων? και εγεννηθησαν ετι εις τον Δαβιδ υιοι και θυγατερες. |
14 Azoknak a neve, akik Jeruzsálemben születtek neki, a következő volt: Sámua, Sobáb, Nátán, Salamon, | 14 ταυτα δε ειναι τα ονοματα των εις αυτον γεννηθεντων εν Ιερουσαλημ? Σαμμουα και Σωβαβ και Ναθαν και Σολομων, |
15 Jibhár, Elisua, Nefeg, | 15 και Ιεβαρ και Ελισουα και Νεφεγ και Ιαφια, |
16 Jáfia, Elisáma, Eljóda és Elifálet. | 16 και Ελισαμα και Ελιαδα και Ελιφαλετ. |
17 Amikor a filiszteusok meghallották, hogy Dávidot Izrael királyává kenték, valamennyien felvonultak, hogy halálra keressék Dávidot. Amint ezt Dávid meghallotta, levonult a várba. | 17 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ, ανεβησαν παντες οι Φιλισταιοι να ζητησωσι τον Δαβιδ? και ο Δαβιδ ηκουσε περι τουτου και κατεβη εις το φρουριον. |
18 Amikor aztán a filiszteusok megérkeztek, és ellepték a Refaim völgyet, | 18 Και ηλθον οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ. |
19 Dávid megkérdezte az Urat: »Felvonuljak-e a filiszteusok ellen? Kezembe adod-e őket?« Azt mondta erre az Úr Dávidnak: »Vonulj fel, mert kezedbe adom a filiszteusokat.« | 19 Και ερωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να αναβω προς τους Φιλισταιους; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα μου; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Αναβα? διοτι βεβαιως θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου. |
20 Erre Dávid elment Baál Fáraszimba, s ott megverte őket, és azt mondta: »Eloszlatta az Úr ellenségeimet előttem, mint ahogy eloszlik a víz.« Ezért nevezte el azt a helyet Baál Fáraszimnak. | 20 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Βααλ-φερασειμ, και εκει επαταξεν αυτους ο Δαβιδ και ειπεν, Ο Κυριος διεκοψε τους εχθρους μου εμπροσθεν μου, καθως διακοπτονται τα υδατα. Δια τουτο εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Βααλ-φερασειμ. |
21 A filiszteusok otthagyták bálványaikat is, és Dávid és emberei felszedték azokat. | 21 Και εκει κατελιπον τα ειδωλα αυτων, και εσηκωσαν αυτα ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου. |
22 Ám a filiszteusok ismét felvonultak, s ellepték a Refaim völgyet. | 22 Και ανεβησαν παλιν οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ. |
23 Erre Dávid megkérdezte az Urat: »Felvonuljak-e a filiszteusok ellen, s kezembe adod-e őket?« Ő azt felelte: »Ne vonulj fel ellenük, hanem kerülj a hátuk mögé, s a körtefák felől közelítsd meg őket, | 23 Και οτε ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, ειπε, Μη αναβης? στρεψον οπισω αυτων και επιπεσον επ' αυτους απεναντι των συκαμινων. |
24 s ha majd lépések neszét hallod a körtefák teteje felől, akkor indulj hadba, mert akkor vonul ki színed előtt az Úr, hogy megverje a filiszteusok táborát.« | 24 και οταν ακουσης θορυβον διαβασεως επι των κορυφων των συκαμινων, τοτε θελεις σπευσει διοτι τοτε ο Κυριος θελει εξελθει εμπροσθεν σου, δια να παταξη το στρατοπεδον των Φιλισταιων. |
25 Úgy tett tehát Dávid, ahogy az Úr parancsolta neki, s verte a filiszteusokat Gibeától egészen Gézer bejáratáig. | 25 Και εκαμεν ο Δαβιδ, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος? και επαταξε τους Φιλισταιους απο Γαβαα εως της εισοδου Γεζερ. |