Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Majd ismét felgerjedt az Úr haragja Izrael ellen, s azért arra ingerelte közöttük Dávidot, hogy adja ki a parancsot: »Eredj, számláld meg Izraelt és Júdát.«1 και προσεθετο οργη κυριου εκκαηναι εν ισραηλ και επεσεισεν τον δαυιδ εν αυτοις λεγων βαδιζε αριθμησον τον ισραηλ και τον ιουδα
2 Meg is hagyta a király Joábnak, serege vezérének: »Járd be Izrael valamennyi törzsét, Dántól Beersebáig és számláljátok meg a népet, hogy tudjam a számát.«2 και ειπεν ο βασιλευς προς ιωαβ αρχοντα της ισχυος τον μετ' αυτου διελθε δη πασας φυλας ισραηλ απο δαν και εως βηρσαβεε και επισκεψαι τον λαον και γνωσομαι τον αριθμον του λαου
3 Azt mondta erre Joáb a királynak: »Sokasítsa meg az Úr, a te Istened népedet, bármekkora is most, s tegye meg százannyivá uram, a király színe előtt, de mit akar uram, a király, ezzel a dologgal?«3 και ειπεν ιωαβ προς τον βασιλεα και προσθειη κυριος ο θεος σου προς τον λαον ωσπερ αυτους και ωσπερ αυτους εκατονταπλασιονα και οφθαλμοι του κυριου μου του βασιλεως ορωντες και ο κυριος μου ο βασιλευς ινα τι βουλεται εν τω λογω τουτω
4 Ám a király szava erőt vett Joábnak s a sereg vezéreinek szaván, s Joáb és a hadvezérek kimentek a király színe elől, hogy megszámlálják Izrael népét.4 και υπερισχυσεν ο λογος του βασιλεως προς ιωαβ και εις τους αρχοντας της δυναμεως και εξηλθεν ιωαβ και οι αρχοντες της ισχυος ενωπιον του βασιλεως επισκεψασθαι τον λαον ισραηλ
5 Miután átkeltek a Jordánon, elmentek Ároerbe, a Gád völgyében fekvő város jobb oldalára,5 και διεβησαν τον ιορδανην και παρενεβαλον εν αροηρ εκ δεξιων της πολεως της εν μεσω της φαραγγος γαδ και ελιεζερ
6 majd Jázeren keresztül átmentek Gileádba és Hodsi alföldjére, aztán elmentek Erdős-Dánba, majd bejárták Szidon környékét,6 και ηλθον εις την γαλααδ και εις γην θαβασων η εστιν αδασαι και παρεγενοντο εις δανιδαν και ουδαν και εκυκλωσαν εις σιδωνα
7 aztán átmentek Tírusz bástyáinak vidékére, majd a hivviták és a kánaániak minden földjére, végül elmentek Júda Délvidékére, Beersebába7 και ηλθαν εις μαψαρ τυρου και πασας τας πολεις του ευαιου και του χαναναιου και ηλθαν κατα νοτον ιουδα εις βηρσαβεε
8 és miután bejárták az egész országot, kilenc hó és húsz nap múlva visszaérkeztek Jeruzsálembe.8 και περιωδευσαν εν παση τη γη και παρεγενοντο απο τελους εννεα μηνων και εικοσι ημερων εις ιερουσαλημ
9 Erre Joáb átadta a királynak a nép összeírásának eredményét, amely szerint Izraelben nyolcszázezer kardforgató, erős férfi, Júdában meg ötszázezer harcos akadt.9 και εδωκεν ιωαβ τον αριθμον της επισκεψεως του λαου προς τον βασιλεα και εγενετο ισραηλ οκτακοσιαι χιλιαδες ανδρων δυναμεως σπωμενων ρομφαιαν και ανηρ ιουδα πεντακοσιαι χιλιαδες ανδρων μαχητων
10 Ám a nép megszámlálása után bántotta Dávidot lelkiismerete, s azért Dávid azt mondta az Úrnak: »Nagyon vétkeztem e tettel, de kérlek, Uram, bocsásd meg szolgád vétkét, mert igen esztelenül cselekedtem.«10 και επαταξεν καρδια δαυιδ αυτον μετα το αριθμησαι τον λαον και ειπεν δαυιδ προς κυριον ημαρτον σφοδρα ο εποιησα νυν κυριε παραβιβασον δη την ανομιαν του δουλου σου οτι εμωρανθην σφοδρα
11 Mire Dávid reggel felkelt, az Úr a következő szózatot intézte Gád prófétához, Dávid látnokához:11 και ανεστη δαυιδ το πρωι και λογος κυριου εγενετο προς γαδ τον προφητην τον ορωντα δαυιδ λεγων
12 »Eredj és szólj Dávidhoz: Ezt üzeni az Úr: Három dolog közül választhatsz: válassz közülük egyet tetszésed szerint, s én azt cselekszem meg veled.«12 πορευθητι και λαλησον προς δαυιδ λεγων ταδε λεγει κυριος τρια εγω ειμι αιρω επι σε και εκλεξαι σεαυτω εν εξ αυτων και ποιησω σοι
13 Gád el is ment Dávidhoz és jelentette neki: »Vagy hét esztendeig éhínségnek kell jönnie országodra, vagy három hónapig menekülnöd kell ellenségeid elől, s azoknak üldözniük kell téged, vagy pedig három napig döghalálnak kell lennie földeden. Nos, gondolkodj, s határozz, milyen választ vigyek annak, aki engem küldött.«13 και εισηλθεν γαδ προς δαυιδ και ανηγγειλεν αυτω και ειπεν αυτω εκλεξαι σεαυτω γενεσθαι ει ελθη σοι τρια ετη λιμος εν τη γη σου η τρεις μηνας φευγειν σε εμπροσθεν των εχθρων σου και εσονται διωκοντες σε η γενεσθαι τρεις ημερας θανατον εν τη γη σου νυν ουν γνωθι και ιδε τι αποκριθω τω αποστειλαντι με ρημα
14 Azt mondta erre Dávid Gádnak: »Nagyon szorongok, de jobb az Úr kezébe esnem (mert nagy az ő irgalmassága), mint az emberekébe.«14 και ειπεν δαυιδ προς γαδ στενα μοι παντοθεν σφοδρα εστιν εμπεσουμαι δη εν χειρι κυριου οτι πολλοι οι οικτιρμοι αυτου σφοδρα εις δε χειρας ανθρωπου ου μη εμπεσω και εξελεξατο εαυτω δαυιδ τον θανατον
15 Döghalált bocsátott tehát az Úr Izraelre attól a reggeltől kezdve a megszabott ideig, s meghalt a népből Dántól Beersebáig hetvenezer ember.15 και ημεραι θερισμου πυρων και εδωκεν κυριος εν ισραηλ θανατον απο πρωιθεν εως ωρας αριστου και ηρξατο η θραυσις εν τω λαω και απεθανεν εκ του λαου απο δαν και εως βηρσαβεε εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων
16 Amikor azonban az Úr angyala Jeruzsálemre nyújtotta ki kezét, hogy azt is elpusztítsa, megkönyörült az Úr a nyomorúságon és azt mondta a nép öldöklő angyalának: »Elég, vond vissza immár kezedet.« Amikor ugyanis az Úr angyala a jebuzita Arauna szérűje mellett volt,16 και εξετεινεν ο αγγελος του θεου την χειρα αυτου εις ιερουσαλημ του διαφθειραι αυτην και παρεκληθη κυριος επι τη κακια και ειπεν τω αγγελω τω διαφθειροντι εν τω λαω πολυ νυν ανες την χειρα σου και ο αγγελος κυριου ην παρα τω αλω ορνα του ιεβουσαιου
17 így szólt Dávid az Úrhoz, amint meglátta a nép öldöklő angyalát: »Én vagyok az, aki vétkeztem, s aki gonoszul cselekedtem; de ők, a juhok, mit követtek el? Kérlek, forduljon tehát kezed én ellenem s az én apámnak háza ellen!«17 και ειπεν δαυιδ προς κυριον εν τω ιδειν αυτον τον αγγελον τυπτοντα εν τω λαω και ειπεν ιδου εγω ειμι ηδικησα και εγω ειμι ο ποιμην εκακοποιησα και ουτοι τα προβατα τι εποιησαν γενεσθω δη η χειρ σου εν εμοι και εν τω οικω του πατρος μου
18 Erre Gád még aznap elment Dávidhoz és azt mondta neki: »Menj fel és állíts oltárt az Úrnak a jebuzita Arauna szérűjén.«18 και ηλθεν γαδ προς δαυιδ εν τη ημερα εκεινη και ειπεν αυτω αναβηθι και στησον τω κυριω θυσιαστηριον εν τω αλωνι ορνα του ιεβουσαιου
19 Dávid fel is ment Gád beszéde szerint, ahogy az Úr parancsolta neki.19 και ανεβη δαυιδ κατα τον λογον γαδ καθ' ον τροπον ενετειλατο αυτω κυριος
20 Amint Arauna kitekintett, s észrevette, hogy a király és szolgái feléje tartanak,20 και διεκυψεν ορνα και ειδεν τον βασιλεα και τους παιδας αυτου παραπορευομενους επανω αυτου και εξηλθεν ορνα και προσεκυνησεν τω βασιλει επι προσωπον αυτου επι την γην
21 kiment, földig hajtotta arcát a király előtt és azt mondta: »Mi végett jön szolgájához uram, a király?« Azt mondta neki Dávid: »Hogy megvegyem tőled a szérűt s oltárt építsek rajta az Úrnak, hogy megszűnjék az a vész, amely a nép között dúl.«21 και ειπεν ορνα τι οτι ηλθεν ο κυριος μου ο βασιλευς προς τον δουλον αυτου και ειπεν δαυιδ κτησασθαι παρα σου τον αλωνα του οικοδομησαι θυσιαστηριον τω κυριω και συσχεθη η θραυσις επανω του λαου
22 Azt mondta erre Arauna Dávidnak: »Fogadja el, s áldozzon rajta uram, a király, amint neki tetszik. Itt vannak a marhák egészen elégő áldozatnak, a cséplőszánok meg a marhajármok tüzelőfának.22 και ειπεν ορνα προς δαυιδ λαβετω και ανενεγκετω ο κυριος μου ο βασιλευς τω κυριω το αγαθον εν οφθαλμοις αυτου ιδου οι βοες εις ολοκαυτωμα και οι τροχοι και τα σκευη των βοων εις ξυλα
23 Mindezt odaadja, ó király, Arauna a királynak.« Majd azt mondta Arauna a királynak: »Fogadja kegyesen az Úr fogadalmadat.«23 τα παντα εδωκεν ορνα τω βασιλει και ειπεν ορνα προς τον βασιλεα κυριος ο θεος σου ευλογησαι σε
24 Így felelt azonban neki a király: »Nem fogadom el úgy, ahogy akarod, hanem megveszem tőled az áráért, mert nem áldozok az Úrnak, az én Istenemnek ingyen szerzett egészen elégő áldozatot.« Dávid meg is vette a szérűt meg a marhákat ötven sékel ezüstön,24 και ειπεν ο βασιλευς προς ορνα ουχι οτι αλλα κτωμενος κτησομαι παρα σου εν αλλαγματι και ουκ ανοισω τω κυριω θεω μου ολοκαυτωμα δωρεαν και εκτησατο δαυιδ τον αλωνα και τους βοας εν αργυριω σικλων πεντηκοντα
25 s ott oltárt épített Dávid az Úrnak, s egészen elégő áldozatokat és békeáldozatokat mutatott be. Erre az Úr megengesztelődött az ország iránt és megszűnt a csapás Izraelben.25 και ωκοδομησεν εκει δαυιδ θυσιαστηριον κυριω και ανηνεγκεν ολοκαυτωσεις και ειρηνικας και προσεθηκεν σαλωμων επι το θυσιαστηριον επ' εσχατω οτι μικρον ην εν πρωτοις και επηκουσεν κυριος τη γη και συνεσχεθη η θραυσις επανωθεν ισραηλ .