Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 20


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Történetesen ott volt Béliálnak egyik embere, név szerint Seba, Bokri fia, egy jeminita férfi. Ez megfújta a harsonát, s azt mondta: »Nincs részünk Dávidban, s nincs örökségünk Izáj fiában: térj vissza sátraidba, Izrael!«1 και εκει επικαλουμενος υιος παρανομος και ονομα αυτω σαβεε υιος βοχορι ανηρ ο ιεμενι και εσαλπισεν εν τη κερατινη και ειπεν ουκ εστιν ημιν μερις εν δαυιδ ουδε κληρονομια ημιν εν τω υιω ιεσσαι ανηρ εις τα σκηνωματα σου ισραηλ
2 Erre egész Izrael elpártolt Dávidtól és Sebát, Bokri fiát követte. Júda emberei azonban kitartottak királyuk mellett a Jordántól egészen Jeruzsálemig.2 και ανεβη πας ανηρ ισραηλ απο οπισθεν δαυιδ οπισω σαβεε υιου βοχορι και ανηρ ιουδα εκολληθη τω βασιλει αυτων απο του ιορδανου και εως ιερουσαλημ
3 Amikor aztán a király hazaért Jeruzsálembe, vette azt a tíz mellékfeleségét, akit a ház őrzésére hátrahagyott, s őrizet alá helyezte őket. Élelemmel ellátta őket, de nem ment be hozzájuk, hanem zár alatt voltak haláluk napjáig, s özvegységben éltek.3 και εισηλθεν δαυιδ εις τον οικον αυτου εις ιερουσαλημ και ελαβεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας αυτου ας αφηκεν φυλασσειν τον οικον και εδωκεν αυτας εν οικω φυλακης και διεθρεψεν αυτας και προς αυτας ουκ εισηλθεν και ησαν συνεχομεναι εως ημερας θανατου αυτων χηραι ζωσαι
4 Majd azt mondta a király Amászának: »Hívd egybe nekem harmadnapra Júda valamennyi emberét, s jelenj meg magad is.«4 και ειπεν ο βασιλευς προς αμεσσαι βοησον μοι τον ανδρα ιουδα τρεις ημερας συ δε αυτου στηθι
5 Elment tehát Amásza, hogy összehívja Júdát, de tovább maradt el annál az időnél, amelyet a király megszabott neki.5 και επορευθη αμεσσαι του βοησαι τον ιουδαν και εχρονισεν απο του καιρου ου εταξατο αυτω δαυιδ
6 Azt mondta ezért Dávid Abizájnak: »Most még majd jobban megsanyargat minket Seba, Bokri fia, mint Absalom! Vedd tehát urad szolgáit, s nyomulj utána, hogy erős városokra ne találjon, s el ne meneküljön előlünk.«6 και ειπεν δαυιδ προς αβεσσα νυν κακοποιησει ημας σαβεε υιος βοχορι υπερ αβεσσαλωμ και νυν συ λαβε μετα σεαυτου τους παιδας του κυριου σου και καταδιωξον οπισω αυτου μηποτε εαυτω ευρη πολεις οχυρας και σκιασει τους οφθαλμους ημων
7 Kivonultak tehát vele Joáb emberei meg a keretiek és a feletiek s a vitézek is mind kivonultak Jeruzsálemből, hogy üldözőbe vegyék Sebát, Bokri fiát.7 και εξηλθον οπισω αυτου οι ανδρες ιωαβ και ο χερεθθι και ο φελεθθι και παντες οι δυνατοι και εξηλθαν εξ ιερουσαλημ διωξαι οπισω σαβεε υιου βοχορι
8 Amikor aztán annál a nagy kőnél voltak, amely Gibeonban van, Amásza, aki éppen odaért, találkozott velük. Joábot ekkor szoros, testhez álló ruha fedte, fölötte ágyékig csüngő, hüvelybe dugott kard övezte, amely azonban olyan volt, hogy egy kis mozdulattal döfésre készen ki lehetett rántani.8 και αυτοι παρα τω λιθω τω μεγαλω τω εν γαβαων και αμεσσαι εισηλθεν εμπροσθεν αυτων και ιωαβ περιεζωσμενος μανδυαν το ενδυμα αυτου και επ' αυτω περιεζωσμενος μαχαιραν εζευγμενην επι της οσφυος αυτου εν κολεω αυτης και η μαχαιρα εξηλθεν και επεσεν
9 Azt mondta ekkor Joáb Amászának: »Üdvözlégy, testvérem!« – és megfogta jobb kezével Amásza állát, mintha meg akarta volna csókolni.9 και ειπεν ιωαβ τω αμεσσαι ει υγιαινεις συ αδελφε και εκρατησεν η χειρ η δεξια ιωαβ του πωγωνος αμεσσαι του καταφιλησαι αυτον
10 Amásza nem vette észre a kardot, amelyet Joáb készen tartott, s Joáb oldalba döfte és kiontotta belét a földre. Második sebet nem is ejtett rajta, mert halott volt. Joáb és Abizáj, a fivére azután üldözőbe vették Sebát, Bokri fiát.10 και αμεσσαι ουκ εφυλαξατο την μαχαιραν την εν τη χειρι ιωαβ και επαισεν αυτον εν αυτη ιωαβ εις την ψοαν και εξεχυθη η κοιλια αυτου εις την γην και ουκ εδευτερωσεν αυτω και απεθανεν και ιωαβ και αβεσσα ο αδελφος αυτου εδιωξεν οπισω σαβεε υιου βοχορι
11 Eközben néhány ember Joáb társai közül megállt Amásza holtteste mellett és azt mondta: »Íme, aki Joáb helyett Dávid kísérője akart lenni.«11 και ανηρ εστη επ' αυτον των παιδαριων ιωαβ και ειπεν τις ο βουλομενος ιωαβ και τις του δαυιδ οπισω ιωαβ
12 Amásza ugyanis vérbe borítva ott feküdt az út közepén. Amikor az egyik ember látta, hogy az egész nép megáll és nézi, kivitte Amászát az útról a mezőre, s letakarta egy ruhával, hogy ne álljanak meg miatta az arra menők.12 και αμεσσαι πεφυρμενος εν τω αιματι εν μεσω της τριβου και ειδεν ο ανηρ οτι ειστηκει πας ο λαος και απεστρεψεν τον αμεσσαι εκ της τριβου εις αγρον και επερριψεν επ' αυτον ιματιον καθοτι ειδεν παντα τον ερχομενον επ' αυτον εστηκοτα
13 Amikor aztán kivitték az útról, minden ember tovább ment, s követte Joábot, Sebának, Bokri fiának üldözésében.13 ηνικα δε εφθασεν εκ της τριβου παρηλθεν πας ανηρ ισραηλ οπισω ιωαβ του διωξαι οπισω σαβεε υιου βοχορι
14 Ő ezalatt keresztülvonult Izraelnek valamennyi törzsén egészen Abeláig, vagyis Bétmaakáig, s ott összegyűlt körülötte minden válogatott ember.14 και διηλθεν εν πασαις φυλαις ισραηλ εις αβελ και εις βαιθμαχα και παντες εν χαρρι και εξεκκλησιασθησαν και ηλθον κατοπισθεν αυτου
15 Ők tehát odamentek, s ostrom alá vették Abelában, vagyis Bétmaakában. Körülvették a várost töltésekkel, s ostromolni kezdték a várost, s a Joábbal levő egész nép nekilátott a falak lerombolásának.15 και παρεγενηθησαν και επολιορκουν επ' αυτον την αβελ και την βαιθμαχα και εξεχεαν προσχωμα προς την πολιν και εστη εν τω προτειχισματι και πας ο λαος ο μετα ιωαβ ενοουσαν καταβαλειν το τειχος
16 Ekkor kikiáltott egy eszes asszony a városból: »Halljátok, halljátok! Mondjátok meg Joábnak: ‘Jöjj közelebb, hadd beszéljek veled.’«16 και εβοησεν γυνη σοφη εκ του τειχους και ειπεν ακουσατε ακουσατε ειπατε δη προς ιωαβ εγγισον εως ωδε και λαλησω προς αυτον
17 Amikor ő odament hozzá, azt mondta neki: »Te vagy, Joáb?« Ő erre azt felelte: »Én.« Ekkor az így szólt hozzá: »Hallgasd meg szolgálód szavát.« Ő azt felelte: »Meghallgatom.«17 και προσηγγισεν προς αυτην και ειπεν η γυνη ει συ ει ιωαβ ο δε ειπεν εγω ειπεν δε αυτω ακουσον τους λογους της δουλης σου και ειπεν ιωαβ ακουω εγω ειμι
18 Azt mondta erre az asszony: »Így hangzik a régi közmondás: ‘Akik kérdezősködni akarnak, Abelában kérdezősködjenek. Így célt is értek.’18 και ειπεν λεγουσα λογον ελαλησαν εν πρωτοις λεγοντες ηρωτημενος ηρωτηθη εν τη αβελ και εν δαν ει εξελιπον α εθεντο οι πιστοι του ισραηλ ερωτωντες επερωτησουσιν εν αβελ και ουτως ει εξελιπον
19 Nem én vagyok-e az, aki igazat felelek Izraelben, s te fel akarod dúlni a várost, s el akarsz pusztítani egy anyát Izraelben? Miért rontasz az Úr örökségére?«19 εγω ειμι ειρηνικα των στηριγματων ισραηλ συ δε ζητεις θανατωσαι πολιν και μητροπολιν εν ισραηλ ινα τι καταποντιζεις κληρονομιαν κυριου
20 Joáb erre azt felelte: »Távol legyen, távol legyen az tőlem, hogy rárontsak és leromboljam.20 και απεκριθη ιωαβ και ειπεν ιλεως μοι ιλεως μοι ει καταποντιω και ει διαφθερω
21 Nem úgy van a dolog, hanem úgy, hogy egy Efraim hegységéből való ember, név szerint Seba, Bokri fia felemelte kezét Dávid király ellen. Csak őt szolgáltassátok ki, s akkor elvonulunk a város alól.« Azt mondta erre az asszony Joábnak: »Íme, majd kihajítjuk hozzád a fejét a kőfalon.«21 ουχ ουτος ο λογος οτι ανηρ εξ ορους εφραιμ σαβεε υιος βοχορι ονομα αυτου και επηρεν την χειρα αυτου επι τον βασιλεα δαυιδ δοτε αυτον μοι μονον και απελευσομαι απανωθεν της πολεως και ειπεν η γυνη προς ιωαβ ιδου η κεφαλη αυτου ριφησεται προς σε δια του τειχους
22 Bement erre az egész néphez, s bölcsen szólt nekik, s azok levágatták Sebának, Bokri fiának fejét, s kihajították Joábnak. Erre ő megfúvatta a harsonát, s mindenki elvonult a város alól sátrába, Joáb pedig visszatért Jeruzsálembe a királyhoz.22 και εισηλθεν η γυνη προς παντα τον λαον και ελαλησεν προς πασαν την πολιν εν τη σοφια αυτης και αφειλεν την κεφαλην σαβεε υιου βοχορι και εβαλεν προς ιωαβ και εσαλπισεν εν κερατινη και διεσπαρησαν απο της πολεως ανηρ εις τα σκηνωματα αυτου και ιωαβ απεστρεψεν εις ιερουσαλημ προς τον βασιλεα
23 Ekkor Joáb volt Izrael egész seregének fővezére, Benája, Jojáda fia a keretiek és a feletiek vezére,23 και ιωαβ προς παση τη δυναμει ισραηλ και βαναιας υιος ιωδαε επι του χερεθθι και επι του φελεθθι
24 Adurám a robotügyek vezetője, Jozafát, Áhilud fia a jegyző,24 και αδωνιραμ επι του φορου και ιωσαφατ υιος αχιλουθ αναμιμνησκων
25 Síva az íródeák, Szádok és Abjatár a papok,25 και σουσα γραμματευς και σαδωκ και αβιαθαρ ιερεις
26 a jaíri Ira pedig Dávid papja.26 και γε ιρας ο ιαριν ην ιερευς του δαυιδ