Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 13


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ezek után az történt, hogy Ámnon, Dávid fia, megszerette Absalomnak, Dávid fiának Támár nevű, igen szép nővérét.1 και εγενηθη μετα ταυτα και τω αβεσσαλωμ υιω δαυιδ αδελφη καλη τω ειδει σφοδρα και ονομα αυτη θημαρ και ηγαπησεν αυτην αμνων υιος δαυιδ
2 Annyira gyötrődött utána, hogy beteg lett szerelméért, hisz mivel az szűz volt, lehetetlennek tűnt előtte, hogy vele valami illetlenséget elkövethessen.2 και εθλιβετο αμνων ωστε αρρωστειν δια θημαρ την αδελφην αυτου οτι παρθενος ην αυτη και υπερογκον εν οφθαλμοις αμνων του ποιησαι τι αυτη
3 Volt azonban Ámnonnak egy barátja, név szerint Jonadáb, Semmaának, Dávid fivérének fia, aki igen eszes ember volt.3 και ην τω αμνων εταιρος και ονομα αυτω ιωναδαβ υιος σαμαα του αδελφου δαυιδ και ιωναδαβ ανηρ σοφος σφοδρα
4 Ez megkérdezte tőle: »Miért fogysz így napról-napra, királyfi? Miért nem közlöd velem?« Azt mondta erre neki Ámnon: »Szeretem Támárt, fivéremnek, Absalomnak nővérét.«4 και ειπεν αυτω τι σοι οτι συ ουτως ασθενης υιε του βασιλεως το πρωι πρωι ουκ απαγγελεις μοι και ειπεν αυτω αμνων θημαρ την αδελφην αβεσσαλωμ του αδελφου μου εγω αγαπω
5 Jonadáb azt felelte neki: »Feküdj ágyadba és színlelj betegséget, s ha apád eljön, hogy meglátogasson, mondd neki: Hadd jöjjön el, kérlek, Támár, a nővérem, hogy enni adjon nekem. De itt készítse el az étket, hogy az ő kezéből egyem.«5 και ειπεν αυτω ιωναδαβ κοιμηθητι επι της κοιτης σου και μαλακισθητι και εισελευσεται ο πατηρ σου του ιδειν σε και ερεις προς αυτον ελθετω δη θημαρ η αδελφη μου και ψωμισατω με και ποιησατω κατ' οφθαλμους μου βρωμα οπως ιδω και φαγω εκ των χειρων αυτης
6 Ámnon le is feküdt és betegnek tetette magát. Amikor aztán eljött a király, hogy meglátogassa, azt mondta Ámnon a királynak: »Hadd jöjjön el, kérlek, Támár, a nővérem, hogy a szemem előtt süteményt süssön, és az ő kezéből egyek!«6 και εκοιμηθη αμνων και ηρρωστησεν και εισηλθεν ο βασιλευς ιδειν αυτον και ειπεν αμνων προς τον βασιλεα ελθετω δη θημαρ η αδελφη μου προς με και κολλυρισατω εν οφθαλμοις μου δυο κολλυριδας και φαγομαι εκ της χειρος αυτης
7 Erre Dávid elküldött Támár házához ezzel az üzenettel: »Menj el Ámnonnak, a fivérednek a házába, s készíts ennivalót neki.«7 και απεστειλεν δαυιδ προς θημαρ εις τον οικον λεγων πορευθητι δη εις τον οικον αμνων του αδελφου σου και ποιησον αυτω βρωμα
8 Támár el is ment Ámnonnak, a fivérének a házába, ahol az feküdt. Fogta a lisztet, bekeverte, kiszaggatta a szeme előtt, és megsütötte az ételt.8 και επορευθη θημαρ εις τον οικον αμνων αδελφου αυτης και αυτος κοιμωμενος και ελαβεν το σταις και εφυρασεν και εκολλυρισεν κατ' οφθαλμους αυτου και ηψησεν τας κολλυριδας
9 Aztán vette, amit sütött, kiszedte, és eléje tette. Ámnon azonban nem akart enni és azt mondta: »Küldjetek ki mindenkit előlem.« Amikor aztán mindenkit eltávolítottak,9 και ελαβεν το τηγανον και κατεκενωσεν ενωπιον αυτου και ουκ ηθελησεν φαγειν και ειπεν αμνων εξαγαγετε παντα ανδρα επανωθεν μου και εξηγαγον παντα ανδρα απο επανωθεν αυτου
10 azt mondta Ámnon Támárnak: »Hozd be az ételt a hálókamrába, hogy a te kezedből egyem.« Erre vette Támár a süteményt, amelyet készített, s bevitte Ámnonhoz, a fivéréhez a hálókamrába.10 και ειπεν αμνων προς θημαρ εισενεγκε το βρωμα εις το ταμιειον και φαγομαι εκ της χειρος σου και ελαβεν θημαρ τας κολλυριδας ας εποιησεν και εισηνεγκεν τω αμνων αδελφω αυτης εις τον κοιτωνα
11 Amikor azonban odavitte neki az ételt, az megragadta őt, s azt mondta: »Gyere, aludj velem, nővérem.«11 και προσηγαγεν αυτω του φαγειν και επελαβετο αυτης και ειπεν αυτη δευρο κοιμηθητι μετ' εμου αδελφη μου
12 Ő azonban így felelt neki: »Ne, testvér, ne kövess el erőszakot rajtam! Nem szabad ilyet tenni Izraelben, ne tégy ilyen butaságot.12 και ειπεν αυτω μη αδελφε μου μη ταπεινωσης με διοτι ου ποιηθησεται ουτως εν ισραηλ μη ποιησης την αφροσυνην ταυτην
13 Hisz én nem tudnám elviselni szégyenemet, te meg olyan lennél Izraelben, mint valami bolond. Szólj csak inkább a királynak, s ő nem fog megtagadni tőled.«13 και εγω που αποισω το ονειδος μου και συ εση ως εις των αφρονων εν ισραηλ και νυν λαλησον δη προς τον βασιλεα οτι ου μη κωλυση με απο σου
14 Ám ő nem hajlott könyörgésére, hanem erősebb lévén, legyűrte és hált vele.14 και ουκ ηθελησεν αμνων του ακουσαι της φωνης αυτης και εκραταιωσεν υπερ αυτην και εταπεινωσεν αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης
15 Utána azonban Ámnon nagyon nagy gyűlöletre gerjedt iránta, úgyhogy nagyobb volt a gyűlölet, amellyel gyűlölte, mint a szeretet, amellyel azelőtt szerette. Azt mondta azért neki Ámnon: »Kelj fel, s eredj!«15 και εμισησεν αυτην αμνων μισος μεγα σφοδρα οτι μεγα το μισος ο εμισησεν αυτην υπερ την αγαπην ην ηγαπησεν αυτην και ειπεν αυτη αμνων αναστηθι και πορευου
16 Ő azt felelte neki: »Nagyobb ez a gonoszság, amelyet most követsz el rajtam, amikor kiűzöl, mint az, amelyet az imént cselekedtél.« Ám ő nem akart rá hallgatni,16 και ειπεν αυτω θημαρ μη αδελφε οτι μεγαλη η κακια η εσχατη υπερ την πρωτην ην εποιησας μετ' εμου του εξαποστειλαι με και ουκ ηθελησεν αμνων ακουσαι της φωνης αυτης
17 hanem beszólította azt a legényt, aki szolgált neki és azt mondta: »Kergesd ki ezt előlem és zárd be mögötte az ajtót!« –17 και εκαλεσεν το παιδαριον αυτου τον προεστηκοτα του οικου αυτου και ειπεν αυτω εξαποστειλατε δη ταυτην απ' εμου εξω και αποκλεισον την θυραν οπισω αυτης
18 A lány bokáig érő köntöst viselt, mert ilyen ruhát hordtak a király szűz lányai. – A legény ki is kergette és bezárta mögötte az ajtót.18 και επ' αυτης ην χιτων καρπωτος οτι ουτως ενεδιδυσκοντο αι θυγατερες του βασιλεως αι παρθενοι τους επενδυτας αυτων και εξηγαγεν αυτην ο λειτουργος αυτου εξω και απεκλεισεν την θυραν οπισω αυτης
19 Ekkor Támár hamut hintett fejére, megszaggatta bokáig érő köntösét, fejére tette kezét, és járt-kelt jajgatva.19 και ελαβεν θημαρ σποδον και επεθηκεν επι την κεφαλην αυτης και τον χιτωνα τον καρπωτον τον επ' αυτης διερρηξεν και επεθηκεν τας χειρας αυτης επι την κεφαλην αυτης και επορευθη πορευομενη και κραζουσα
20 A fivére, Absalom megkérdezte tőle: »Talán Ámnon, a fivéred veled aludt? Most azonban, testvérem, hallgass: a fivéred ő, ne gyötrődjék szíved e dolog miatt!« – Így aztán Támár megszégyenülten Absalomnak, a fivérének házában maradt.20 και ειπεν προς αυτην αβεσσαλωμ ο αδελφος αυτης μη αμνων ο αδελφος σου εγενετο μετα σου και νυν αδελφη μου κωφευσον οτι αδελφος σου εστιν μη θης την καρδιαν σου του λαλησαι εις το ρημα τουτο και εκαθισεν θημαρ χηρευουσα εν οικω αβεσσαλωμ του αδελφου αυτης
21 Amikor aztán Dávid király meghallotta ezt a dolgot, nagyon elszomorodott, de nem akarta megszomorítani Ámnonnak, fiának lelkét, mert szerette őt, mivel elsőszülötte volt.21 και ηκουσεν ο βασιλευς δαυιδ παντας τους λογους τουτους και εθυμωθη σφοδρα και ουκ ελυπησεν το πνευμα αμνων του υιου αυτου οτι ηγαπα αυτον οτι πρωτοτοκος αυτου ην
22 Absalom azonban nem beszélt Ámnonnal sem rosszat, sem jót, mert gyűlölte Absalom Ámnont, azért, hogy meggyalázta Támárt, a nővérét.22 και ουκ ελαλησεν αβεσσαλωμ μετα αμνων απο πονηρου εως αγαθου οτι εμισει αβεσσαλωμ τον αμνων επι λογου ου εταπεινωσεν θημαρ την αδελφην αυτου
23 Történt azonban két esztendő múlva, hogy Absalom juhnyírást tartott Baálhácorban, amely Efraim mellett van. Erre Absalom meghívta a király valamennyi fiát.23 και εγενετο εις διετηριδα ημερων και ησαν κειροντες τω αβεσσαλωμ εν βελασωρ τη εχομενα εφραιμ και εκαλεσεν αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως
24 Elment ugyanis a királyhoz és azt mondta neki: »Íme, szolgád juhnyírást tart, kérlek, jöjjön el a király a szolgáival együtt szolgájához.«24 και ηλθεν αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα και ειπεν ιδου δη κειρουσιν τω δουλω σου πορευθητω δη ο βασιλευς και οι παιδες αυτου μετα του δουλου σου
25 Azt mondta erre a király Absalomnak: »Ne, fiam, ne kívánd, hogy mindnyájan elmenjünk és terhedre legyünk.« Unszolására sem akart elmenni, hanem megáldotta őt.25 και ειπεν ο βασιλευς προς αβεσσαλωμ μη δη υιε μου μη πορευθωμεν παντες ημεις και ου μη καταβαρυνθωμεν επι σε και εβιασατο αυτον και ουκ ηθελησεν του πορευθηναι και ευλογησεν αυτον
26 Azt mondta ekkor Absalom: »Hát ha te nem akarsz eljönni, hadd jöjjön el, kérlek, velünk legalább Ámnon, a fivérem.« Azt mondta erre neki a király: »Nem szükséges, hogy veled menjen.«26 και ειπεν αβεσσαλωμ και ει μη πορευθητω δη μεθ' ημων αμνων ο αδελφος μου και ειπεν αυτω ο βασιλευς ινα τι πορευθη μετα σου
27 De Absalom unszolta, s így ő elbocsátotta vele Ámnont, s a király valamennyi fiát. Lakomát szerzett erre Absalom, olyat, mint a király lakomája.27 και εβιασατο αυτον αβεσσαλωμ και απεστειλεν μετ' αυτου τον αμνων και παντας τους υιους του βασιλεως και εποιησεν αβεσσαλωμ ποτον κατα τον ποτον του βασιλεως
28 Legényeinek azonban megparancsolta Absalom: »Vigyázzatok! Ha Ámnon ittas lesz a bortól, s én azt mondom nektek: Üssétek le, akkor öljétek meg. Ne féljetek, hiszen én parancsolom nektek, legyetek bátrak és vitéz emberek!«28 και ενετειλατο αβεσσαλωμ τοις παιδαριοις αυτου λεγων ιδετε ως αν αγαθυνθη η καρδια αμνων εν τω οινω και ειπω προς υμας παταξατε τον αμνων και θανατωσατε αυτον μη φοβηθητε οτι ουχι εγω ειμι εντελλομαι υμιν ανδριζεσθε και γινεσθε εις υιους δυναμεως
29 Absalom legényei úgy is cselekedtek Ámnonnal, ahogy Absalom parancsolta nekik. Erre a király fiai valamennyien felkeltek, mindegyikük öszvérére ült és elmenekült.29 και εποιησαν τα παιδαρια αβεσσαλωμ τω αμνων καθα ενετειλατο αυτοις αβεσσαλωμ και ανεστησαν παντες οι υιοι του βασιλεως και επεκαθισαν ανηρ επι την ημιονον αυτου και εφυγαν
30 Amikor még úton voltak, ez a hír érkezett Dávidhoz: »Mind megölte Absalom a király fiait, egyetlenegy sem maradt meg közülük.«30 και εγενετο αυτων οντων εν τη οδω και η ακοη ηλθεν προς δαυιδ λεγων επαταξεν αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως και ου κατελειφθη εξ αυτων ουδε εις
31 Erre a király felkelt, megszaggatta ruháit, levetette magát a földre és körülötte álló szolgái is mindnyájan megszaggatták ruháikat.31 και ανεστη ο βασιλευς και διερρηξεν τα ιματια αυτου και εκοιμηθη επι την γην και παντες οι παιδες αυτου οι περιεστωτες αυτω διερρηξαν τα ιματια αυτων
32 Megszólalt azonban Jonadáb, Semmaának, Dávid fivérének fia, és azt mondta: »Ne gondolja azt az én uram, a király, hogy mind megölték a király fiait: csak Ámnon halt meg, mert ő Absalom begyében volt attól a naptól kezdve, hogy erőszakot követett el Támáron, a nővérén.32 και απεκριθη ιωναδαβ υιος σαμαα αδελφου δαυιδ και ειπεν μη ειπατω ο κυριος μου ο βασιλευς οτι παντα τα παιδαρια τους υιους του βασιλεως εθανατωσεν οτι αμνων μονωτατος απεθανεν οτι επι στοματος αβεσσαλωμ ην κειμενος απο της ημερας ης εταπεινωσεν θημαρ την αδελφην αυτου
33 Nos tehát ne vegye szívére uram, a király azt a szóbeszédet és ne mondja: Mind megölték a király fiait – mert csak Ámnon halt meg.«33 και νυν μη θεσθω ο κυριος μου ο βασιλευς επι την καρδιαν αυτου ρημα λεγων παντες οι υιοι του βασιλεως απεθαναν οτι αλλ' η αμνων μονωτατος απεθανεν
34 Közben Absalom elmenekült. Az őrálló legény pedig felemelte szemét, széttekintett és jelentette, hogy íme, sok nép jön a mellékúton, a hegyoldal felől.34 και απεδρα αβεσσαλωμ και ηρεν το παιδαριον ο σκοπος τους οφθαλμους αυτου και ειδεν και ιδου λαος πολυς πορευομενος εν τη οδω οπισθεν αυτου εκ πλευρας του ορους εν τη καταβασει και παρεγενετο ο σκοπος και απηγγειλεν τω βασιλει και ειπεν ανδρας εωρακα εκ της οδου της ωρωνην εκ μερους του ορους
35 Azt mondta erre Jonadáb a királynak: »Lám, itt vannak a király fiai: úgy történt, ahogy szolgád mondta.«35 και ειπεν ιωναδαβ προς τον βασιλεα ιδου οι υιοι του βασιλεως παρεισιν κατα τον λογον του δουλου σου ουτως εγενετο
36 Amikor megszűnt szólni, meg is jelentek a király fiai és bementek és hangos sírásra fakadtak. Maga a király és minden szolgája is sírt nagyon nagy jajgatással.36 και εγενετο ηνικα συνετελεσεν λαλων και ιδου οι υιοι του βασιλεως ηλθαν και επηραν την φωνην αυτων και εκλαυσαν και γε ο βασιλευς και παντες οι παιδες αυτου εκλαυσαν κλαυθμον μεγαν σφοδρα
37 Absalom azonban elmenekült, s Talmajhoz, Ammiúd fiához, Gessúr királyához ment, és Dávid minden nap gyászolta fiát.37 και αβεσσαλωμ εφυγεν και επορευθη προς θολμαι υιον εμιουδ βασιλεα γεδσουρ εις γην μαχαδ και επενθησεν ο βασιλευς δαυιδ επι τον υιον αυτου πασας τας ημερας
38 Miután Absalom elmenekült és Gessúrba jutott, ott volt három esztendeig.38 και αβεσσαλωμ απεδρα και επορευθη εις γεδσουρ και ην εκει ετη τρια
39 Dávid király végül felhagyott Absalom üldözésével, mert megvigasztalódott Ámnon halálán.39 και εκοπασεν το πνευμα του βασιλεως του εξελθειν οπισω αβεσσαλωμ οτι παρεκληθη επι αμνων οτι απεθανεν