Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 38


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ebben az időben Júda lement testvéreitől, és betért egy Híra nevű adullámi emberhez.1 εγενετο δε εν τω καιρω εκεινω κατεβη ιουδας απο των αδελφων αυτου και αφικετο εως προς ανθρωπον τινα οδολλαμιτην ω ονομα ιρας
2 Ott meglátta egy Súa nevű kánaáni embernek a lányát, feleségül vette, és bement hozzá.2 και ειδεν εκει ιουδας θυγατερα ανθρωπου χαναναιου η ονομα σαυα και ελαβεν αυτην και εισηλθεν προς αυτην
3 Az fogant, fiút szült, és elnevezte Hernek.3 και συλλαβουσα ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου ηρ
4 Aztán ismét gyermeket fogant az asszony, s a fiút, akit szült, elnevezte Onánnak.4 και συλλαβουσα ετι ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου αυναν
5 Harmadikat is szült: azt Selának nevezte el. Keszibben volt, amikor azt szülte.5 και προσθεισα ετι ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου σηλωμ αυτη δε ην εν χασβι ηνικα ετεκεν αυτους
6 Júda egy Támár nevű feleséget adott elsőszülöttjének, Hernek.6 και ελαβεν ιουδας γυναικα ηρ τω πρωτοτοκω αυτου η ονομα θαμαρ
7 Her azonban, Júda elsőszülöttje gonosz volt az Úr színe előtt, és az Úr megölte.7 εγενετο δε ηρ πρωτοτοκος ιουδα πονηρος εναντιον κυριου και απεκτεινεν αυτον ο θεος
8 Júda ezért azt mondta Onánnak: »Menj be bátyád feleségéhez, és vedd el, hogy utódot támassz a bátyádnak!«8 ειπεν δε ιουδας τω αυναν εισελθε προς την γυναικα του αδελφου σου και γαμβρευσαι αυτην και αναστησον σπερμα τω αδελφω σου
9 Ő azonban, mivel tudta, hogy nem az ő számára születik a gyermek, amikor bement bátyja feleségéhez, a földre ontotta a magot, hogy a bátyja nevére ne szülessék gyermek.9 γνους δε αυναν οτι ουκ αυτω εσται το σπερμα εγινετο οταν εισηρχετο προς την γυναικα του αδελφου αυτου εξεχεεν επι την γην του μη δουναι σπερμα τω αδελφω αυτου
10 Ezért elveszítette őt az Úr, mivel utálatos dolgot cselekedett.10 πονηρον δε εφανη εναντιον του θεου οτι εποιησεν τουτο και εθανατωσεν και τουτον
11 Júda ekkor azt mondta a menyének, Támárnak: »Légy özvegyen az apád házában, amíg Sela fiam fel nem nő!« Attól félt ugyanis, hogy ez is meghal, mint bátyjai. Az asszony elment, és atyja házában lakott.11 ειπεν δε ιουδας θαμαρ τη νυμφη αυτου καθου χηρα εν τω οικω του πατρος σου εως μεγας γενηται σηλωμ ο υιος μου ειπεν γαρ μηποτε αποθανη και ουτος ωσπερ οι αδελφοι αυτου απελθουσα δε θαμαρ εκαθητο εν τω οικω του πατρος αυτης
12 Sok nap múltával aztán meghalt Súa lánya, Júda felesége. Amikor Júda a gyász leteltével megvigasztalódott, Hírával, adullámi barátjával felment Támnába azokhoz, akik a juhait nyírták.12 επληθυνθησαν δε αι ημεραι και απεθανεν σαυα η γυνη ιουδα και παρακληθεις ιουδας ανεβη επι τους κειροντας τα προβατα αυτου αυτος και ιρας ο ποιμην αυτου ο οδολλαμιτης εις θαμνα
13 Hírül vitték ekkor Támárnak, hogy az apósa Támnába megy a juhnyírásra.13 και απηγγελη θαμαρ τη νυμφη αυτου λεγοντες ιδου ο πενθερος σου αναβαινει εις θαμνα κειραι τα προβατα αυτου
14 Erre ő levetette özvegysége ruháit, fátyolt öltött, és külsejét elváltoztatva leült a Támnába vivő út elágazásánál, Énaim kapujánál. Sela ugyanis felnövekedett már, mégsem kapta meg férjül.14 και περιελομενη τα ιματια της χηρευσεως αφ' εαυτης περιεβαλετο θεριστρον και εκαλλωπισατο και εκαθισεν προς ταις πυλαις αιναν η εστιν εν παροδω θαμνα ειδεν γαρ οτι μεγας γεγονεν σηλωμ αυτος δε ουκ εδωκεν αυτην αυτω γυναικα
15 Amikor Júda meglátta, azt hitte róla, hogy parázna személy; eltakarta ugyanis az arcát.15 και ιδων αυτην ιουδας εδοξεν αυτην πορνην ειναι κατεκαλυψατο γαρ το προσωπον αυτης και ουκ επεγνω αυτην
16 Odament tehát hozzá, és azt mondta: »Engedd meg, hogy lefeküdjek veled!« Nem tudta ugyanis, hogy a menye. Az így felelt: »Mit adsz nekem, ha lefekhetsz velem?«16 εξεκλινεν δε προς αυτην την οδον και ειπεν αυτη εασον με εισελθειν προς σε ου γαρ εγνω οτι η νυμφη αυτου εστιν η δε ειπεν τι μοι δωσεις εαν εισελθης προς με
17 Ő azt mondta: »Küldök neked egy kecskegidát a nyájból.« Erre az így szólt: »Adj zálogot nekem, amíg megadod.«17 ο δε ειπεν εγω σοι αποστελω εριφον αιγων εκ των προβατων η δε ειπεν εαν δως αρραβωνα εως του αποστειλαι σε
18 Júda megkérdezte: »Mit kérsz magadnak zálogul?« Az így felelt: »A gyűrűdet, a karkötődet és a botodat, amelyet kezedben tartasz.« Ő odaadta neki. Miután bement hozzá, az asszony fogant.18 ο δε ειπεν τινα τον αρραβωνα σοι δωσω η δε ειπεν τον δακτυλιον σου και τον ορμισκον και την ραβδον την εν τη χειρι σου και εδωκεν αυτη και εισηλθεν προς αυτην και εν γαστρι ελαβεν εξ αυτου
19 Aztán felkelt, és elment, letette öltözékét, amelyet magára vett, majd újra felvette özvegysége ruháit.19 και αναστασα απηλθεν και περιειλατο το θεριστρον αφ' εαυτης και ενεδυσατο τα ιματια της χηρευσεως αυτης
20 Júda később elküldte a kecskegidát adullámi barátja által, hogy visszakapja a zálogot, amelyet az asszonynak adott. Mivel nem találta meg az asszonyt,20 απεστειλεν δε ιουδας τον εριφον εξ αιγων εν χειρι του ποιμενος αυτου του οδολλαμιτου κομισασθαι τον αρραβωνα παρα της γυναικος και ουχ ευρεν αυτην
21 megkérdezte annak a helységnek a férfiait: »Hol az az asszony, aki Énaimban az út elágazásánál üldögélt?« Azok mindannyian azt felelték: »Ezen a helyen sohasem volt parázna személy!« Erre21 επηρωτησεν δε τους ανδρας τους εκ του τοπου που εστιν η πορνη η γενομενη εν αιναν επι της οδου και ειπαν ουκ ην ενταυθα πορνη
22 visszatért Júdához, és azt mondta neki: »Nem találtam meg, és annak a helységnek az emberei is azt mondták nekem, hogy ott sohasem ült parázna személy.«22 και απεστραφη προς ιουδαν και ειπεν ουχ ευρον και οι ανθρωποι οι εκ του τοπου λεγουσιν μη ειναι ωδε πορνην
23 Júda erre azt mondta: »Tartsa csak meg magának a zálogot; hazugsággal igazán nem vádolhat minket. Én elküldtem a gidát, amelyet ígértem, de te nem találtad meg.«23 ειπεν δε ιουδας εχετω αυτα αλλα μηποτε καταγελασθωμεν εγω μεν απεσταλκα τον εριφον τουτον συ δε ουχ ευρηκας
24 Három hónap múlva aztán jelentették Júdának: »Paráználkodott Támár, a menyed, és már meglátszik rajta, hogy viselős.« Júda erre azt mondta: »Vigyétek ki, és égessétek el!«24 εγενετο δε μετα τριμηνον απηγγελη τω ιουδα λεγοντες εκπεπορνευκεν θαμαρ η νυμφη σου και ιδου εν γαστρι εχει εκ πορνειας ειπεν δε ιουδας εξαγαγετε αυτην και κατακαυθητω
25 Amikor azonban ki akarták vinni a büntetésre, ezt üzente az apósának: »Attól a férfitól fogantam, akié mindez: nézd meg, kinek a gyűrűje, karkötője és botja ez!«25 αυτη δε αγομενη απεστειλεν προς τον πενθερον αυτης λεγουσα εκ του ανθρωπου τινος ταυτα εστιν εγω εν γαστρι εχω και ειπεν επιγνωθι τινος ο δακτυλιος και ο ορμισκος και η ραβδος αυτη
26 Az megismerte, amit odaadott és így szólt: »Igazabb ő, mint én, mert nem adtam oda őt Selának, a fiamnak!« Többé azonban nem ismerte meg őt.26 επεγνω δε ιουδας και ειπεν δεδικαιωται θαμαρ η εγω ου εινεκεν ουκ εδωκα αυτην σηλωμ τω υιω μου και ου προσεθετο ετι του γνωναι αυτην
27 Amikor aztán a szülés elérkezett, ikrek voltak a méhében. A gyermekek szülése közben az egyik kidugta a kezét, mire a bába piros fonalat kötött rá, mondván:27 εγενετο δε ηνικα ετικτεν και τηδε ην διδυμα εν τη γαστρι αυτης
28 »Ez jön ki elsőnek.«28 εγενετο δε εν τω τικτειν αυτην ο εις προεξηνεγκεν την χειρα λαβουσα δε η μαια εδησεν επι την χειρα αυτου κοκκινον λεγουσα ουτος εξελευσεται προτερος
29 De az visszahúzta a kezét, és a testvére született meg. Az asszony erre azt mondta: »Miért hasadt meg előtted a burok?« Ezért Fáresznek (azaz Szakadásnak) nevezte el őt.29 ως δε επισυνηγαγεν την χειρα και ευθυς εξηλθεν ο αδελφος αυτου η δε ειπεν τι διεκοπη δια σε φραγμος και εκαλεσεν το ονομα αυτου φαρες
30 Aztán megszületett a testvére is, az, akinek a kezén a piros fonal volt; s ő elnevezte Zárának (azaz Napkeltének).30 και μετα τουτο εξηλθεν ο αδελφος αυτου εφ' ω ην επι τη χειρι αυτου το κοκκινον και εκαλεσεν το ονομα αυτου ζαρα