1 O ímpio foge sem que ninguém o persiga, mas o justo sente-se seguro como um leão. | 1 ωσπερ δροσος εν αμητω και ωσπερ υετος εν θερει ουτως ουκ εστιν αφρονι τιμη |
2 Por causa do pecado de um país, multiplicam-se os chefes, mas sob um homem sábio e sensato {a ordem} perdura. | 2 ωσπερ ορνεα πεταται και στρουθοι ουτως αρα ματαια ουκ επελευσεται ουδενι |
3 Um pobre que oprime miseráveis é qual chuva torrencial, causa de fome. | 3 ωσπερ μαστιξ ιππω και κεντρον ονω ουτως ραβδος εθνει παρανομω |
4 Quem abandona a instrução, louva o ímpio; quem a observa, faz-lhe guerra. | 4 μη αποκρινου αφρονι προς την εκεινου αφροσυνην ινα μη ομοιος γενη αυτω |
5 Os homens maus não compreendem o que é justo; os que buscam o Senhor tudo entendem. | 5 αλλα αποκρινου αφρονι κατα την αφροσυνην αυτου ινα μη φαινηται σοφος παρ' εαυτω |
6 Mais vale um pobre que caminha na integridade do que um rico em caminhos tortuosos. | 6 εκ των εαυτου ποδων ονειδος πιεται ο αποστειλας δι' αγγελου αφρονος λογον |
7 Um filho inteligente segue a instrução; quem convive com os devassos, torna-se a vergonha de seu pai. | 7 αφελου πορειαν σκελων και παροιμιαν εκ στοματος αφρονων |
8 Quem aumenta sua fortuna por usuras e logro, ajunta para o que tem piedade dos pequenos. | 8 ος αποδεσμευει λιθον εν σφενδονη ομοιος εστιν τω διδοντι αφρονι δοξαν |
9 Aquele que afasta o ouvido para não ouvir a instrução, até em sua oração é um objeto de horror. | 9 ακανθαι φυονται εν χειρι του μεθυσου δουλεια δε εν χειρι των αφρονων |
10 Quem seduz os homens corretos para um mau caminho, cairá no fosso que ele mesmo cavou e para os íntegros caberá a herança da felicidade. | 10 πολλα χειμαζεται πασα σαρξ αφρονων συντριβεται γαρ η εκστασις αυτων |
11 O rico julga-se sábio, mas o pobre inteligente penetra-o a fundo. | 11 ωσπερ κυων οταν επελθη επι τον εαυτου εμετον και μισητος γενηται ουτως αφρων τη εαυτου κακια αναστρεψας επι την εαυτου αμαρτιαν [11α] εστιν αισχυνη επαγουσα αμαρτιαν και εστιν αισχυνη δοξα και χαρις |
12 Quando os justos triunfam, há muita alegria; quando os ímpios se erguem, cada qual se esconde. | 12 ειδον ανδρα δοξαντα παρ' εαυτω σοφον ειναι ελπιδα μεντοι εσχεν μαλλον αφρων αυτου |
13 Quem dissimula suas faltas, não há de prosperar; quem as confessa e as detesta, obtém misericórdia. | 13 λεγει οκνηρος αποστελλομενος εις οδον λεων εν ταις οδοις |
14 Feliz daquele que vive em temor contínuo; mas o que endurece seu coração, cairá na desgraça. | 14 ωσπερ θυρα στρεφεται επι του στροφιγγος ουτως οκνηρος επι της κλινης αυτου |
15 Leão rugidor, urso esfaimado: tal é o ímpio que domina sobre um povo pobre. | 15 κρυψας οκνηρος την χειρα εν τω κολπω αυτου ου δυνησεται επενεγκειν επι το στομα |
16 Um príncipe, destituído de senso, é rico em extorsões, mas o que odeia o lucro viverá longos dias. | 16 σοφωτερος εαυτω οκνηρος φαινεται του εν πλησμονη αποκομιζοντος αγγελιαν |
17 O homem sobre o qual pesa o sangue de outro fugirá até o fosso: não o retenhas. | 17 ωσπερ ο κρατων κερκου κυνος ουτως ο προεστως αλλοτριας κρισεως |
18 O que caminha na integridade, será salvo; quem seguir por caminhos tortuosos cairá no fosso. | 18 ωσπερ οι ιωμενοι προβαλλουσιν λογους εις ανθρωπους ο δε απαντησας τω λογω πρωτος υποσκελισθησεται |
19 O que cultiva seu solo, terá pão à vontade; o que corre atrás das vaidades fartar-se-á de miséria. | 19 ουτως παντες οι ενεδρευοντες τους εαυτων φιλους οταν δε φωραθωσιν λεγουσιν οτι παιζων επραξα |
20 O homem leal será cumulado de bênçãos; o que, porém, tem pressa de se enriquecer, não ficará impune. | 20 εν πολλοις ξυλοις θαλλει πυρ οπου δε ουκ εστιν διθυμος ησυχαζει μαχη |
21 Não é bom mostrar-se parcial: há quem cometa este pecado por um pedaço de pão. | 21 εσχαρα ανθραξιν και ξυλα πυρι ανηρ δε λοιδορος εις ταραχην μαχης |
22 O homem invejoso precipita-se atrás da fortuna: não sabe que vai cair sobre ele a indigência. | 22 λογοι κερκωπων μαλακοι ουτοι δε τυπτουσιν εις ταμιεια σπλαγχνων |
23 Quem corrige alguém, encontra no fim mais gratidão do que lisonjas. | 23 αργυριον διδομενον μετα δολου ωσπερ οστρακον ηγητεον χειλη λεια καρδιαν καλυπτει λυπηραν |
24 Quem furta de seu pai ou de sua mãe, dizendo: Isto não é pecado!, é colega do bandoleiro. | 24 χειλεσιν παντα επινευει αποκλαιομενος εχθρος εν δε τη καρδια τεκταινεται δολους |
25 O homem cobiçoso provoca contendas, mas o que se fia no Senhor, será saciado. | 25 εαν σου δεηται ο εχθρος μεγαλη τη φωνη μη πεισθης επτα γαρ εισιν πονηριαι εν τη ψυχη αυτου |
26 O que se fia em seu próprio coração, é um tolo; quem caminha com sabedoria, escapará do perigo. | 26 ο κρυπτων εχθραν συνιστησιν δολον εκκαλυπτει δε τας εαυτου αμαρτιας ευγνωστος εν συνεδριοις |
27 O que dá ao pobre, não padecerá penúria, mas quem fecha os olhos ficará cheio de maldições. | 27 ο ορυσσων βοθρον τω πλησιον εμπεσειται εις αυτον ο δε κυλιων λιθον εφ' εαυτον κυλιει |
28 Quando se erguem os ímpios, cada qual se oculta; quando eles perecem, multiplicam-se os justos. | 28 γλωσσα ψευδης μισει αληθειαν στομα δε αστεγον ποιει ακαταστασιας |