Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

2 Kings 6


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 The brotherhood of prophets said to Elisha, 'Look, the place where we are living with you is too smal forus.1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας?
2 Let us go to the Jordan, then, and each of us cut a beam there, and we will make our living quartersthere.' He replied, 'Go.'2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.
3 'Be good enough to go with your servants,' one of them said. 'I wil go,' he replied,3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.
4 and went with them. On reaching the Jordan they began cutting down timber.4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.
5 But, as one of them was felling his beam, the iron axehead fel into the water. 'Alas, my lord,' heexclaimed, 'and it was a borrowed one too!'5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ? και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε? και τουτο ητο δανειον?
6 'Where did it fal ?' the man of God asked; and he showed him the spot. Then, cutting a stick, Elisha threw it in at that point and made the iron axehead float.6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει? και το σιδηριον επεπλευσε.
7 'Lift it out,' he said; and the man stretched out his hand and took it.7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.
8 The king of Aram was at war with Israel. He conferred with his officers and said, 'You must attack atsuch and such a place.'8 Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει.
9 Elisha, however, sent word to the king of Israel, 'Be on your guard about such and such a place,because the Aramaeans are going to attack it.'9 Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει.
10 The king of Israel accordingly sent men to the place which Elisha had named. And he kept warning theking, and the king stayed on the alert; and this happened more than once or twice.10 Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου? και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις.
11 The king of Aram grew very much disturbed over this. He summoned his officers, and said, 'Tel mewhich of you is betraying us to the king of Israel.'11 Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο? και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ;
12 'No one, my lord king,' one of his officers replied. 'It is Elisha, the prophet in Israel. The words you utterin your bedchamber, he reveals to the king of Israel.'12 Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ? αλλ' ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου.
13 'Go and find out where he is,' the king said, 'so that I can send people to capture him.' Word wasbrought to him, 'He is now in Dothan.'13 Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν.
14 So he sent horses and chariots there, and a large force; and these, arriving during the night,surrounded the town.14 Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν.
15 Next day, Elisha got up early and went out; and there surrounding the town was an armed force withhorses and chariots. 'Oh, my lord,' his servant said, 'what are we to do?'15 Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει;
16 'Do not be afraid,' he replied, 'for there are more on our side than on theirs.'16 Ο δε ειπε, Μη φοβου? διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ' ημων παρα τους μετ' αυτων.
17 And Elisha prayed. 'Yahweh,' he said, 'open his eyes and make him see.' Yahweh opened theservant's eyes, and he saw the mountain covered in fiery horses and chariots surrounding Elisha.17 Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε? και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε.
18 As the Aramaeans came down towards him, Elisha prayed to Yahweh, 'I beg you to strike these peoplesun-blind.' And, at Elisha's word, he struck them sun-blind.18 Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.
19 Then Elisha said to them, 'This is not the road, nor is this the town. Follow me; I shal lead you to theman you are looking for.' But he led them to Samaria.19 Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις? ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν.
20 As they entered Samaria, Elisha said, 'Yahweh, open these people's eyes, and let them see.' Yahwehopened their eyes and they saw; they were inside Samaria.20 Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον? και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας.
21 When the king of Israel saw them, he said to Elisha, 'Shal I kil them, father?'21 Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου;
22 'Do not kil them,' he replied. 'Do you kil your own prisoners with sword and bow? Offer them food andwater, so that they can eat and drink, and then let them go back to their master.'22 Ο δε ειπε, Μη παταξης? ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ρομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων.
23 So the king provided a great feast for them; and when they had eaten and drunk, he sent them off andthey went back to their master. Aramaean raiding parties never invaded the territory of Israel again.23 Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην? και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ.
24 It happened after this that Ben-Hadad king of Aram, mustering his whole army, marched on and laidsiege to Samaria.24 Μετα δε ταυτα ο Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν.
25 In Samaria there was great famine, and so strict was the siege that the head of a donkey sold foreighty shekels of silver, and one quarter-kab of wild onions for five shekels of silver.25 Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια? και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι' ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια.
26 Now as the king was passing along the city wal , a woman shouted, 'Help, my lord king!'26 Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ.
27 'If Yahweh does not help you,' he retorted, 'where can I find help for you? From the threshing-floor?From the winepress?'27 Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου;
28 Then the king asked, 'What is the matter?' 'This woman here', she answered, 'said to me, "Give upyour son; we will eat him today, and eat my son tomorrow."28 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου?
29 So we cooked my son and ate him. Next day, I said to her, "Give up your son for us to eat." But shehas hidden her son.'29 και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον? ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον? η δε εκρυψε τον υιον αυτης.
30 On hearing the woman's words, the king tore his clothes; the king was walking on the wal , and thepeople saw that underneath he was wearing sackcloth next his body.30 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου? και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου.
31 'May God bring unnameable ills on me, and worse il s, too,' he said, 'if the head of Elisha son ofShaphat remains on his shoulders today!'31 Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.
32 Elisha was sitting in his house, and the elders were sitting with him. The king sent a messenger aheadbut, before the man arrived, Elisha had said to the elders, 'Do you see how this son of a murderer has givenorders to cut off my head? Look, when the messenger comes, shut the door; hold the door against him. Isn't thatthe sound of his master's step behind him?'32 Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου? και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ' εμπροσθεν αυτου? πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν? η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου;
33 He was stil actually speaking, when the king arrived and said, 'This misery plainly comes fromYahweh. Why should I stil trust in Yahweh?'33 Και ενω ετι ελαλει μετ' αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης? και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο? τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;