ΘΡΗΝΟΙ - Lamentazioni - Lamentations 3
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 1974 |
---|---|
1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου. | 1 Io sono l'uomo che ha provato la miseria sotto la sferza della sua ira. |
2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως. | 2 Egli mi ha guidato, mi ha fatto camminare nelle tenebre e non nella luce. |
3 Ναι, κατ' εμου εστραφη? κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν. | 3 Solo contro di me egli ha volto e rivolto la sua mano tutto il giorno. |
4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου? συνετριψε τα οστα μου. | 4 Egli ha consumato la mia carne e la mia pelle, ha rotto le mie ossa. |
5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον. | 5 Ha costruito sopra di me, mi ha circondato di veleno e di affanno. |
6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους. | 6 Mi ha fatto abitare in luoghi tenebrosi come i morti da lungo tempo. |
7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω? εβαρυνε τας αλυσεις μου. | 7 Mi ha costruito un muro tutt'intorno, perché non potessi più uscire; ha reso pesanti le mie catene. |
8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου. | 8 Anche se grido e invoco aiuto, egli soffoca la mia preghiera. |
9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου. | 9 Ha sbarrato le mie vie con blocchi di pietra, ha ostruito i miei sentieri. |
10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις. | 10 Egli era per me un orso in agguato, un leone in luoghi nascosti. |
11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην. | 11 Seminando di spine la mia via, mi ha lacerato, mi ha reso desolato. |
12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος. | 12 Ha teso l'arco, mi ha posto come bersaglio alle sue saette. |
13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου. | 13 Ha conficcato nei miei fianchi le frecce della sua faretra. |
14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν. | 14 Son diventato lo scherno di tutti i popoli, la loro canzone d'ogni giorno. |
15 Με εχορτασε πικριαν? με εμεθυσεν αψινθιον. | 15 Mi ha saziato con erbe amare, mi ha dissetato con assenzio. |
16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας? με εκαλυψε με σποδον. | 16 Mi ha spezzato con la sabbia i denti, mi ha steso nella polvere. |
17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου? ελησμονησα το αγαθον. | 17 Son rimasto lontano dalla pace, ho dimenticato il benessere. |
18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου. | 18 E dico: "È sparita la mia gloria, la speranza che mi veniva dal Signore". |
19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην. | 19 Il ricordo della mia miseria e del mio vagare è come assenzio e veleno. |
20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι. | 20 Ben se ne ricorda e si accascia dentro di me la mia anima. |
21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα? | 21 Questo intendo richiamare alla mia mente, e per questo voglio riprendere speranza. |
22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου. | 22 Le misericordie del Signore non sono finite, non è esaurita la sua compassione; |
23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις? μεγαλη ειναι η πιστοτης σου. | 23 esse son rinnovate ogni mattina, grande è la sua fedeltà. |
24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου? δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον. | 24 "Mia parte è il Signore - io esclamo - per questo in lui voglio sperare". |
25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον. | 25 Buono è il Signore con chi spera in lui, con l'anima che lo cerca. |
26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου. | 26 È bene aspettare in silenzio la salvezza del Signore. |
27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου. | 27 È bene per l'uomo portare il giogo fin dalla giovinezza. |
28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον. | 28 Sieda costui solitario e resti in silenzio, poiché egli glielo ha imposto; |
29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις. | 29 cacci nella polvere la bocca, forse c'è ancora speranza; |
30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον? θελει χορτασθη απο ονειδισμου. | 30 porga a chi lo percuote la sua guancia, si sazi di umiliazioni. |
31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα? | 31 Poiché il Signore non rigetta mai... |
32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου. | 32 Ma, se affligge, avrà anche pietà secondo la sua grande misericordia. |
33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων. | 33 Poiché contro il suo desiderio egli umilia e affligge i figli dell'uomo. |
34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης. | 34 Quando schiacciano sotto i loro piedi tutti i prigionieri del paese, |
35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου? | 35 quando falsano i diritti di un uomo in presenza dell'Altissimo, |
36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου? ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα. | 36 quando fan torto a un altro in una causa, forse non vede il Signore tutto ciò? |
37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος; | 37 Chi mai ha parlato e la sua parola si è avverata, senza che il Signore lo avesse comandato? |
38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα; | 38 Dalla bocca dell'Altissimo non procedono forse le sventure e il bene? |
39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου; | 39 Perché si rammarica un essere vivente, un uomo, per i castighi dei suoi peccati? |
40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον. | 40 "Esaminiamo la nostra condotta e scrutiamola, ritorniamo al Signore. |
41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες, | 41 Innalziamo i nostri cuori al di sopra delle mani, verso Dio nei cieli. |
42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν? συ δεν μας συνεχωρησας. | 42 Abbiamo peccato e siamo stati ribelli; tu non ci hai perdonato. |
43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας? εφονευσας, δεν εφεισθης. | 43 Ti sei avvolto nell'ira e ci hai perseguitati, hai ucciso senza pietà. |
44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων. | 44 Ti sei avvolto in una nube, così che la supplica non giungesse fino a te. |
45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων. | 45 Ci hai ridotti a spazzatura e rifiuto in mezzo ai popoli. |
46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας. | 46 Han spalancato la bocca contro di noi tutti i nostri nemici. |
47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος. | 47 Terrore e trabocchetto sono la nostra sorte, desolazione e rovina". |
48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου. | 48 Rivoli di lacrime scorrono dai miei occhi, per la rovina della figlia del mio popolo. |
49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν, | 49 Il mio occhio piange senza sosta perché non ha pace |
50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου. | 50 finché non guardi e non veda il Signore dal cielo. |
51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου. | 51 Il mio occhio mi tormenta per tutte le figlie della mia città. |
52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον. | 52 Mi han dato la caccia come a un passero coloro che mi son nemici senza ragione. |
53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε. | 53 Mi han chiuso vivo nella fossa e han gettato pietre su di me. |
54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου? ειπα, Απερριφθην. | 54 Son salite le acque fin sopra il mio capo; io dissi: "È finita per me". |
55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου. | 55 Ho invocato il tuo nome, o Signore, dalla fossa profonda. |
56 Ηκουσας την φωνην μου? μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου. | 56 Tu hai udito la mia voce: "Non chiudere l'orecchio al mio sfogo". |
57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην? ειπας, Μη φοβου. | 57 Tu eri vicino quando ti invocavo, hai detto: "Non temere!". |
58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου? ελυτρωσας την ζωην μου. | 58 Tu hai difeso, Signore, la mia causa, hai riscattato la mia vita. |
59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον? κρινον την κρισιν μου. | 59 Hai visto, o Signore, il torto che ho patito, difendi il mio diritto! |
60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου. | 60 Hai visto tutte le loro vendette, tutte le loro trame contro di me. |
61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου? | 61 Hai udito, Signore, i loro insulti, tutte le loro trame contro di me, |
62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν. | 62 i discorsi dei miei oppositori e le loro ostilità contro di me tutto il giorno. |
63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται? εγω ειμαι το ασμα αυτων. | 63 Osserva quando siedono e quando si alzano; io sono la loro beffarda canzone. |
64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων. | 64 Rendi loro il contraccambio, o Signore, secondo l'opera delle loro mani. |
65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν? σου επ' αυτους. | 65 Rendili duri di cuore, la tua maledizione su di loro! |
66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου. | 66 Perseguitali nell'ira e distruggili sotto il cielo, Signore. |