Proverbi 30
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Detti di Agùr figlio di Iakè, da Massa. Dice quest'uomo: Sono stanco, o Dio, sono stanco, o Dio, e vengo meno, | 1 Οι λογοι του Αγουρ, υιου του Ιακαι? τουτεστιν ο χρησμος, τον οποιον ο ανθρωπος ελαλησε προς τον Ιθιηλ, προς τον Ιθιηλ και τον Ουκαλ. |
2 perché io sono il più ignorante degli uomini e non ho intelligenza umana; | 2 Βεβαιως εγω ειμαι ο αφρονεστερος των ανθρωπων, και φρονησις ανθρωπου δεν υπαρχει εν εμοι? |
3 non ho imparato la sapienza e ignoro la scienza del Santo. | 3 και δεν εμαθον την σοφιαν, ουτε εξευρω την γνωσιν των αγιων. |
4 Chi è salito al cielo e ne è sceso? Chi ha raccolto il vento nel suo pugno? Chi ha racchiuso le acque nel suo mantello? Chi ha fissato tutti i confini della terra? Come si chiama? Qual è il nome di suo figlio, se lo sai? | 4 Τις ανεβη εις τον ουρανον και κατεβη; τις συνηγαγε τον ανεμον εν ταις χερσιν αυτου; τις εδεσμευσε τα υδατα εν ιματιω; τις εστερεωσε παντα τα ακρα της γης; τι το ονομα αυτου; και τι το ονομα του υιου αυτου, εαν εξευρης; |
5 Ogni parola di Dio è appurata; egli è uno scudo per chi ricorre a lui. | 5 Πας λογος Θεου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις εις τους πεποιθοτας επ' αυτον. |
6 Non aggiungere nulla alle sue parole, perché non ti riprenda e tu sia trovato bugiardo. | 6 Μη προσθεσης εις τους λογους αυτου? μηποτε σε εξελεγξη, και ευρεθης ψευστης. |
7 Io ti domando due cose, non negarmele prima che io muoia: | 7 Δυο ζητω παρα σου? μη αρνηθης ταυτα εις εμε πριν αποθανω. |
8 tieni lontano da me falsità e menzogna, non darmi né povertà né ricchezza; ma fammi avere il cibo necessario, | 8 Ματαιοτητα και λογον ψευδη απομακρυνε απ' εμου? πτωχειαν και πλουτον μη δωσης εις εμε? τρεφε με με αυταρκη τροφην. |
9 perché, una volta sazio, io non ti rinneghi e dica: "Chi è il Signore?", oppure, ridotto all'indigenza, non rubi e profani il nome del mio Dio. | 9 Μηποτε χορτασθω και σε αρνηθω και ειπω, Τις ειναι ο Κυριος; η μηποτε ευρεθεις πτωχος κλεψω και λαβω το ονομα του Θεου μου επι ματαιω. |
10 Non calunniare lo schiavo presso il padrone, perché egli non ti maledica e tu non ne porti la pena. | 10 Μη καταλαλει υπηρετην προς τον κυριον αυτου? μηποτε σε καταρασθη και ευρεθης ενοχος. |
11 C'è gente che maledice suo padre e non benedice sua madre. | 11 Υπαρχει γενεα, ητις καταραται τον πατερα αυτης και δεν ευλογει την μητερα αυτης? |
12 C'è gente che si crede pura, ma non si è lavata della sua lordura. | 12 Υπαρχει γενεα καθαρα εις τους οφθαλμους αυτης, αλλα δεν ειναι πεπλυμενη απο της ακαθαρσιας αυτης. |
13 C'è gente dagli occhi così alteri e dalle ciglia così altezzose! | 13 Υπαρχει γενεα, της οποιας ποσον υψηλοι ειναι οι οφθαλμοι και τα βλεφαρα αυτης επηρμενα. |
14 C'è gente i cui denti sono spade e i cui molari sono coltelli, per divorare gli umili eliminandoli dalla terra e i poveri in mezzo agli uomini. | 14 Υπαρχει γενεα, της οποιας οι οδοντες ειναι ρομφαιαι και οι μυλοδοντες μαχαιραι, δια να κατατρωγωσι τους πτωχους της γης και τους ενδεεις εκ μεσου των ανθρωπων. |
15 La sanguisuga ha due figlie: "Dammi! Dammi!". Tre cose non si saziano mai, anzi quattro non dicono mai: "Basta!": | 15 Η βδελλα εχει δυο θυγατερας, αιτινες φωναζουσι, Φερε, φερε. Τα τρια ταυτα δεν χορταινουσι ποτε, μαλιστα τεσσαρα δεν λεγουσι ποτε, Αρκει. |
16 gli inferi, il grembo sterile, la terra mai sazia d'acqua e il fuoco che mai dice: "Basta!". | 16 Ο αδης, και η στειρα μητρα? η γη, ητις δεν χορταινει απο υδατος, και το πυρ, το οποιον δεν λεγει, Αρκει. |
17 L'occhio che guarda con scherno il padre e disprezza l'obbedienza alla madre sia cavato dai corvi della valle e divorato dagli aquilotti. | 17 Τον οφθαλμον, οστις εμπαιζει τον πατερα αυτου και καταφρονει να υπακουση εις την μητερα αυτου, οι κορακες της φαραγγος θελουσιν εκβαλει και οι νεοσσοι των αετων θελουσι φαγει. |
18 Tre cose mi sono difficili, anzi quattro, che io non comprendo: | 18 Τα τρια ταυτα ειναι θαυμαστα εις εμε, μαλιστα τεσσαρα δεν εννοω? |
19 il sentiero dell'aquila nell'aria, il sentiero del serpente sulla roccia, il sentiero della nave in alto mare, il sentiero dell'uomo in una giovane. | 19 Τα ιχνη του αετου εις τον ουρανον? τα ιχνη του οφεως επι του βραχου? τα ιχνη του πλοιου εν μεσω της θαλασσης? και τα ιχνη του ανθρωπου εν τη νεοτητι. |
20 Tale è la condotta della donna adultera: mangia e si pulisce la bocca e dice: "Non ho fatto niente di male!". | 20 Τοιαυτη ειναι η οδος της μοιχαλιδος γυναικος? τρωγει και σπογγιζει το στομα αυτης, και λεγει, Δεν επραξα ανομιαν. |
21 Per tre cose freme la terra, anzi quattro cose non può sopportare: | 21 Δια τρια η γη ταραττεται, μαλιστα δια τεσσαρα, τα οποια δεν δυναται να υποφερη? |
22 uno schiavo che diventi re, uno stolto che abbia viveri in abbondanza, | 22 Δια τον δουλον, οταν βασιλευση? και τον αφρονα, οταν χορτασθη αρτον? |
23 una donna già trascurata da tutti che trovi marito e una schiava che prenda il posto della padrona. | 23 δια την μισητην γυναικα, οταν υπανδρευθη? και την δουλην, οταν εκδιωξη την κυριαν αυτης. |
24 Quattro esseri sono fra le cose più piccole della terra, eppure sono i più saggi dei saggi: | 24 Τα τεσσαρα ταυτα ειναι ελαχιστα επι της γης, ειναι ομως σοφωτατα? |
25 le formiche, popolo senza forza, che si provvedono il cibo durante l'estate; | 25 οι μυρμηκες, οιτινες ειναι λαος αδυνατος αλλ' εν τω θερει ετοιμαζουσι την τροφην αυτων? |
26 gli iràci, popolo imbelle, ma che hanno la tana sulle rupi; | 26 οι χοιρογρυλλιοι, οιτινες ειναι λαος ανισχυρος αλλα καμνουσι τους οικους αυτων επι βραχου? |
27 le cavallette, che non hanno un re, eppure marciano tutte insieme schierate; | 27 αι ακριδες, αιτινες δεν εχουσι βασιλεα αλλ' εκβαινουσι πασαι ομου κατα ταγματα? |
28 la lucertola, che si può prender con le mani, ma penetra anche nei palazzi dei re. | 28 ο ασκαλαβος, οστις βασταζεται εν ταις χερσιν αυτου, και διατριβει εν τοις παλατιοις των βασιλεων. |
29 Tre esseri hanno un portamento maestoso, anzi quattro sono eleganti nel camminare: | 29 Τα τρια ταυτα βαδιζουσι καλως, μαλιστα τεσσαρα περιπατουσιν ευπρεπως? |
30 il leone, il più forte degli animali, che non indietreggia davanti a nessuno; | 30 Ο λεων, οστις ειναι ο ισχυροτερος των ζωων, και δεν στρεφει απο προσωπου τινος? |
31 il gallo pettoruto e il caprone e un re alla testa del suo popolo. | 31 Ο αλεκτωρ, ο τραγος ετι? και ο βασιλευς, περικεκυκλωμενος υπο του λαου αυτου. |
32 Se ti sei esaltato per stoltezza e se poi hai riflettuto, mettiti una mano sulla bocca, | 32 Εαν επραξας αφρονως υψονων σεαυτον, και εαν εβουλευθης κακον, βαλε χειρα επι στοματος. |
33 poiché, sbattendo il latte ne esce la panna, premendo il naso ne esce il sangue, spremendo la collera ne esce la lite. | 33 Διοτι οστις κτυπα το γαλα, εκβαλλει βουτυρον? και οστις εκθλιβει την ρινα, εκβαλλει αιμα? και οστις ερεθιζει οργην, εξαγει μαχας. |