Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 3


font
LXXVULGATA
1 μετα τουτο ηνοιξεν ιωβ το στομα αυτου1 Post hæc aperuit Job os suum, et maledixit diei suo,
2 και κατηρασατο την ημεραν αυτου λεγων2 et locutus est :
3 απολοιτο η ημερα εν η εγεννηθην και η νυξ εν η ειπαν ιδου αρσεν3 Pereat dies in qua natus sum,
et nox in qua dictum est : Conceptus est homo.
4 η ημερα εκεινη ειη σκοτος και μη αναζητησαι αυτην ο κυριος ανωθεν μηδε ελθοι εις αυτην φεγγος4 Dies ille vertatur in tenebras :
non requirat eum Deus desuper,
et non illustretur lumine.
5 εκλαβοι δε αυτην σκοτος και σκια θανατου επελθοι επ' αυτην γνοφος5 Obscurent eum tenebræ et umbra mortis ;
occupet eum caligo,
et involvatur amaritudine.
6 καταραθειη η ημερα και η νυξ εκεινη απενεγκαιτο αυτην σκοτος μη ειη εις ημερας ενιαυτου μηδε αριθμηθειη εις ημερας μηνων6 Noctem illam tenebrosus turbo possideat ;
non computetur in diebus anni,
nec numeretur in mensibus.
7 αλλα η νυξ εκεινη ειη οδυνη και μη ελθοι επ' αυτην ευφροσυνη μηδε χαρμονη7 Sit nox illa solitaria,
nec laude digna.
8 αλλα καταρασαιτο αυτην ο καταρωμενος την ημεραν εκεινην ο μελλων το μεγα κητος χειρωσασθαι8 Maledicant ei qui maledicunt diei,
qui parati sunt suscitare Leviathan.
9 σκοτωθειη τα αστρα της νυκτος εκεινης υπομειναι και εις φωτισμον μη ελθοι και μη ιδοι εωσφορον ανατελλοντα9 Obtenebrentur stellæ caligine ejus ;
expectet lucem, et non videat,
nec ortum surgentis auroræ.
10 οτι ου συνεκλεισεν πυλας γαστρος μητρος μου απηλλαξεν γαρ αν πονον απο οφθαλμων μου10 Quia non conclusit ostia ventris qui portavit me,
nec abstulit mala ab oculis meis.
11 δια τι γαρ εν κοιλια ουκ ετελευτησα εκ γαστρος δε εξηλθον και ουκ ευθυς απωλομην11 Quare non in vulva mortuus sum ?
egressus ex utero non statim perii ?
12 ινα τι δε συνηντησαν μοι γονατα ινα τι δε μαστους εθηλασα12 Quare exceptus genibus ?
cur lactatus uberibus ?
13 νυν αν κοιμηθεις ησυχασα υπνωσας δε ανεπαυσαμην13 Nunc enim dormiens silerem,
et somno meo requiescerem
14 μετα βασιλεων βουλευτων γης οι ηγαυριωντο επι ξιφεσιν14 cum regibus et consulibus terræ,
qui ædificant sibi solitudines ;
15 η μετα αρχοντων ων πολυς ο χρυσος οι επλησαν τους οικους αυτων αργυριου15 aut cum principibus qui possident aurum,
et replent domos suas argento ;
16 η ωσπερ εκτρωμα εκπορευομενον εκ μητρας μητρος η ωσπερ νηπιοι οι ουκ ειδον φως16 aut sicut abortivum absconditum non subsisterem,
vel qui concepti non viderunt lucem.
17 εκει ασεβεις εξεκαυσαν θυμον οργης εκει ανεπαυσαντο κατακοποι τω σωματι17 Ibi impii cessaverunt a tumultu,
et ibi requieverunt fessi robore.
18 ομοθυμαδον δε οι αιωνιοι ουκ ηκουσαν φωνην φορολογου18 Et quondam vincti pariter sine molestia,
non audierunt vocem exactoris.
19 μικρος και μεγας εκει εστιν και θεραπων ου δεδοικως τον κυριον αυτου19 Parvus et magnus ibi sunt,
et servus liber a domino suo.
20 ινα τι γαρ δεδοται τοις εν πικρια φως ζωη δε ταις εν οδυναις ψυχαις20 Quare misero data est lux,
et vita his qui in amaritudine animæ sunt :
21 οι ομειρονται του θανατου και ου τυγχανουσιν ανορυσσοντες ωσπερ θησαυρους21 qui expectant mortem, et non venit,
quasi effodientes thesaurum ;
22 περιχαρεις δε εγενοντο εαν κατατυχωσιν22 gaudentque vehementer
cum invenerint sepulchrum ?
23 θανατος ανδρι αναπαυμα συνεκλεισεν γαρ ο θεος κατ' αυτου23 viro cujus abscondita est via
et circumdedit eum Deus tenebris ?
24 προ γαρ των σιτων μου στεναγμος μοι ηκει δακρυω δε εγω συνεχομενος φοβω24 Antequam comedam, suspiro ;
et tamquam inundantes aquæ, sic rugitus meus :
25 φοβος γαρ ον εφροντισα ηλθεν μοι και ον εδεδοικειν συνηντησεν μοι25 quia timor quem timebam evenit mihi,
et quod verebar accidit.
26 ουτε ειρηνευσα ουτε ησυχασα ουτε ανεπαυσαμην ηλθεν δε μοι οργη26 Nonne dissimulavi ? nonne silui ? nonne quievi ?
et venit super me indignatio.