Лука 22
123456789101112131415161718192021222324
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Наближалося свято опрісноків, що зветься Пасха. | 1 Επλησιαζε δε η εορτη των αζυμων, λεγομενη Πασχα. |
2 І первосвященики та книжники шукали, як би його вбити, боялись бо народу. | 2 Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις το πως να θανατωσωσιν αυτον διοτι φοβουντο τον λαον. |
3 Ввійшов же сатана в Юду, на прізвище Іскаріот, що був з числа дванадцятьох, | 3 Εισηλθε δε ο Σατανας εις τον Ιουδαν τον επονομαζομενον Ισκαριωτην, οντα εκ του αριθμου των δωδεκα, |
4 і він пішов умовитися з первосвящениками та начальниками, як би його видати. | 4 και υπηγε και συνελαλησε μετα των αρχιερεων και των στρατηγων το πως να παραδωση αυτον εις αυτους. |
5 Зраділи ті й згодилися дати йому гроші. | 5 Και εχαρησαν και συνεφωνησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυριον? |
6 І він пристав на те й шукав нагоди, щоб видати його без відома народу. | 6 και εδωκεν υποσχεσιν και εζητει ευκαιριαν να παραδωση αυτον εις αυτους χωρις θορυβου. |
7 Настав день опрісноків, коли треба було жертвувати пасху. | 7 Ηλθε δε ημερα των αζυμων, καθ' ην επρεπε να θυσιασωσι το πασχα, |
8 Ісус послав Петра та Йоана «Ідіть», — сказав, — «та приготуйте нам пасху, щоб ми її спожили.» | 8 και απεστειλε τον Πετρον και Ιωαννην, ειπων? Υπαγετε και ετοιμασατε εις ημας το πασχα, δια να φαγωμεν. |
9 Вони його спитали «Де хочеш, щоб ми приготували» | 9 Οι δε ειπον προς αυτον? Που θελεις να ετοιμασωμεν; |
10 Він відповів їм «Ось, коли ввійдете в місто, стріне вас чоловік, що буде нести глечик води. Ідіть слідом за ним у господу, куди він увійде, | 10 Ο δε ειπε προς αυτους? Ιδου, οταν εισελθητε εις την πολιν, θελει σας συναπαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον εις την οικιαν οπου εισερχεται. |
11 і скажіть господареві дому Учитель тобі каже Де світлиця, в якій я з учнями моїми міг би спожити пасху | 11 Και θελετε ειπει προς τον οικοδεσποτην της οικιας? Ο Διδασκαλος σοι λεγει, Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου; |
12 І він покаже вам горницю велику, вистелену килимами; там приготуйте.» | 12 και εκεινος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον? εκει ετοιμασατε. |
13 Пішли вони й знайшли так, як він сказав їм, і приготували пасху. | 13 Αφου δε υπηγον, ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα. |
14 І як прийшла година, сів він до столу й апостоли з ним. | 14 Και οτε ηλθεν η ωρα, εκαθησεν εις την τραπεζαν, και οι δωδεκα αποστολοι μετ' αυτου. |
15 І він до них промовив «Я сильно бажав спожити оцю пасху з вами перш, ніж мені страждати, | 15 Και ειπε προς αυτους? Πολυ επεθυμησα να φαγω το πασχα τουτο με σας προ του να παθω? |
16 бо кажу вам, я її більш не буду їсти, аж поки вона не звершиться в Божім Царстві.» | 16 διοτι σας λεγω, οτι δεν θελω φαγει πλεον εξ αυτου, εωσου εκπληρωθη εν τη βασιλεια του Θεου. |
17 І, взявши чашу, віддав хвалу й мовив «Візьміть її і поділіться між собою, | 17 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και ειπε? Λαβετε τουτο και διαμοιρασατε εις αλληλους? |
18 бо, кажу вам Віднині я не буду більше пити з плоду винограду, доки не прийде Боже Царство.» | 18 διοτι σας λεγω οτι δεν θελω πιει απο του γεννηματος της αμπελου, εωσου ελθη η βασιλεια του Θεου. |
19 І, взявши хліб, віддав хвалу, поламав, дав їм і мовив «Це — моє тіло, що за вас віддається. Чиніть це на мій спомин.» | 19 Και λαβων αρτον, ευχαριστησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους, λεγων? Τουτο ειναι το σωμα μου το υπερ υμων διδομενον? τουτο καμνετε εις την ιδικην μου αναμνησιν. |
20 Так само чашу по вечері, кажучи «Ця чаша — це Новий Завіт у моїй крові, що за вас проливається. | 20 Ωσαυτως και το ποτηριον, αφου εδειπνησαν, λεγων? Τουτο το ποτηριον ειναι η καινη διαθηκη εν τω αιματι μου, το υπερ υμων εκχυνομενον. |
21 Одначе, ось рука того, що мене видасть, на столі зо мною. | 21 Πλην ιδου, η χειρ εκεινου οστις με παραδιδει, ειναι μετ' εμου επι της τραπεζης. |
22 Бо Син Чоловічий іде, як призначено, але горе тому чоловікові, що його видає.» | 22 Και ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει κατα το ωρισμενον? πλην ουαι εις τον ανθρωπον εκεινον, δι' ου παραδιδεται. |
23 І вони заходились один одного питати, хто б то з них міг бути, що намірявся те зробити. | 23 Και αυτοι ηρχισαν να συζητωσι προς αλληλους το ποιος ταχα ητο εξ αυτων, οστις εμελλε να καμη τουτο. |
24 Знялась між ними й суперечка, хто з них має вважатися за більшого. | 24 Εγεινε δε και φιλονεικια μεταξυ αυτων, περι του τις εξ αυτων νομιζεται οτι ειναι μεγαλητερος. |
25 Ісус сказав їм «Царі народів панують над ними, і ті, що владу над ними мають, доброчинцями звуться. | 25 Ο δε ειπε προς αυτους? οι βασιλεις των εθνων κυριευουσιν αυτα, και οι εξουσιαζοντες αυτα ονομαζονται ευεργεται. |
26 Не так хай буде з вами! А навпаки більший між вами нехай буде як молодший, а наставник як слуга. | 26 Σεις ομως ουχι ουτως, αλλ' ο μεγαλητερος μεταξυ σας ας γεινη ως ο μικροτερος, και ο προισταμενος ως ο υπηρετων. |
27 Хто бо більший Той, що за столом, чи той, що служить Хіба не той, що за столом Та, проте, я між вами як той, що служить. | 27 Διοτι τις ειναι μεγαλητερος, ο καθημενος εις την τραπεζαν η ο υπηρετων; ουχι ο καθημενος; αλλ' εγω ειμαι εν μεσω υμων ως ο υπηρετων. |
28 Ви ті, що перебували зо мною у моїх спокусах, | 28 Σεις δε εισθε οι διαμειναντες μετ' εμου εν τοις πειρασμοις μου? |
29 і я завіщаю вам Царство, як мені завіщав Отець мій, | 29 οθεν εγω ετοιμαζω εις εσας βασιλειαν, ως ο Πατηρ μου ητοιμασεν εις εμε, |
30 щоб їли й пили за столом у моїм Царстві й сиділи на престолах, судячи дванадцять племен Ізраїля. | 30 δια να τρωγητε και να πινητε επι της τραπεζης μου εν τη βασιλεια μου, και να καθησητε επι θρονων, κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ. |
31 О Симоне, Симоне! Ось Сатана наставав, щоб просіяти вас, як пшеницю, | 31 Ειπε δε ο Κυριος? Σιμων, Σιμων, ιδου, ο Σατανας σας εζητησε δια να σας κοσκινιση ως τον σιτον? |
32 та я молився за тебе, щоб віра твоя не послабла, а ти колись, навернувшись, утверджуй своїх братів.» | 32 πλην εγω εδεηθην περι σου δια να μη εκλειψη η πιστις σου? και συ, οταν ποτε επιστρεψης, στηριξον τους αδελφους σου. |
33 «Господи», — сказав Петро до нього, — «з тобою я готовий піти й у тюрму, й на смерть.» | 33 Ο δε ειπε προς αυτον? Κυριε, ετοιμος ειμαι μετα σου να υπαγω και εις φυλακην και εις θανατον. |
34 А Ісус мовив «Кажу тобі, Петре, не заспіває нині півень, як ти тричі відречешся, мовляв, мене не знаєш.» | 34 Ο δε ειπε? σοι λεγω, Πετρε, δεν θελει φωναξει σημερον ο αλεκτωρ, πριν απαρνηθης τρις οτι δεν με γνωριζεις. |
35 Далі сказав їм «Як я вас посилав без калитки, без торби та взуття, хіба вам чого бракувало» | 35 Και ειπε προς αυτους? Οτε σας απεστειλα χωρις βαλαντιου και σακκιου και υποδηματων, μηπως εστερηθητε τινος; οι δε ειπον? Ουδενος. |
36 «Нічого», — відповіли. Він же до них промовив «А тепер — хто мас калитку, нехай її візьме, так само й торбу; хто ж не має, хай продасть свою одежу й купить меч. | 36 Ειπε λοιπον προς αυτους? Αλλα τωρα οστις εχει βαλαντιον ας λαβη αυτο μεθ' εαυτου, ομοιως και σακκιον, και οστις δεν εχει ας πωληση το ιματιον αυτου και ας αγοραση μαχαιραν. |
37 Кажу вам Має сповнитись на мені, що написане Його зараховано до злочинців, — бо те, що стосується до мене, кінця доходить.» | 37 Διοτι σας λεγω οτι ετι τουτο το γεγραμμενον πρεπει να εκτελεσθη εις εμε, το, Και μετα ανομων ελογισθη. Διοτι τα περι εμου γεγραμμενα λαμβανουσι τελος. |
38 Вони казали «Господи! Ось два мечі тут.» А він відповів їм «Досить!» | 38 Οι δε ειπον? Κυριε, ιδου, ηδη δυο μαχαιραι. Ο δε ειπε προς αυτους? Ικανον ειναι. |
39 Тоді вийшов він і пішов, як звичайно, на Оливну гору. Слідом за ним пішли і його учні. | 39 Και εξελθων υπηγε κατα την συνηθειαν εις το ορος των Ελαιων? ηκολουθησαν δε αυτον και οι μαθηται αυτου. |
40 Якже прибув на місце, він сказав їм «Моліться, щоб не ввійти в спокусу.» | 40 Αφου δε ηλθεν εις τον τοπον, ειπε προς αυτους? Προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. |
41 І сам відійшов від них так, як кинути каменем і, ставши на коліна, почав молитися | 41 Και αυτος εχωρισθη απ' αυτων ως λιθου βολην, και γονατισας προσηυχετο, |
42 «Отче, коли ти хочеш, віддали від мене цю чашу, тільки хай не моя, а твоя буде воля!» | 42 λεγων? Πατερ, εαν θελης να απομακρυνης το ποτηριον τουτο απ' εμου? πλην ουχι το θελημα μου, αλλα το σον ας γεινη. |
43 Тоді з’явився йому ангел з неба, що підкріплював його. | 43 Εφανη δε εις αυτον αγγελος απ' ουρανου ενισχυων αυτον. |
44 Повний скорботи та тривоги, ще пильніш молився, а піт його став, мов каплі крови, що падали на землю. | 44 Και ελθων εις αγωνιαν, προσηυχετο θερμοτερον, εγεινε δε ο ιδρως αυτου ως θρομβοι αιματος καταβαινοντες εις την γην. |
45 Підвівшись від молитви, він підійшов до учнів і застав їх сплячими від смутку. | 45 Και σηκωθεις απο της προσευχης, ηλθε προς τους μαθητας αυτου και ευρεν αυτους κοιμωμενους απο της λυπης, |
46 І сказав їм «Чого спите Вставайте та моліться, щоб не ввійти в спокусу!» | 46 και ειπε προς αυτους? Τι κοιμασθε; σηκωθητε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. |
47 Коли ще говорив, аж ось надходить юрба, і на чолі її йде один з дванадцятьох, званий Юда; і підійшов він до Ісуса, щоб його поцілувати. | 47 Ενω δε αυτος ελαλει ετι, ιδου οχλος, και ο λεγομενος Ιουδας, εις των δωδεκα, ηρχετο προ αυτων και επλησιασεν εις τον Ιησουν, δια να φιληση αυτον. |
48 А Ісус сказав до нього «Юдо, поцілунком видаєш Чоловічого Сина» | 48 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ιουδα, με φιλημα παραδιδεις τον Υιον του ανθρωπου; |
49 Побачивши, до чого доходить, сказали ті, що були з Ісусом «Господи, чи не вдарити нам мечем» | 49 Ιδοντες δε οι περι αυτον τι εμελλε να γεινη, ειπον προς αυτον? Κυριε, να κτυπησωμεν με την μαχαιραν; |
50 І вдарив один із них слугу первосвященика й відтяв йому праве вухо. | 50 Και εκτυπησεν εις εξ αυτων τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψεν αυτου το ωτιον το δεξιον. |
51 Ісус озвався «Лишіть но!» І доторкнувшися до вуха, він зцілив його. | 51 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Αφησατε εως τουτου? και πιασας το ωτιον αυτου ιατρευσεν αυτον. |
52 Тоді Ісус сказав до первосвящеників, начальників сторожі святині і старших, що були вийшли проти нього «Як на розбійника ви вийшли з мечами та киями! | 52 Ειπε δε ο Ιησους προς τους ελθοντας επ' αυτον αρχιερεις και στρατηγους του ιερου και πρεσβυτερους. Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων; |
53 Як я щодня був з вами в храмі, не простягнули ви рук на мене; та це ваша година, і влада темряви.» | 53 καθ' ημεραν ημην μεθ' υμων εν τω ιερω και δεν ηπλωσατε τας χειρας επ' εμε. Αλλ' αυτη ειναι η ωρα σας και η εξουσια του σκοτους. |
54 Схопивши Ісуса, вони повели його й привели в дім первосвященика. Петро ж ішов слідом за ним здалека. | 54 Συλλαβοντες δε αυτον, εφεραν και εισηγαγον αυτον εις τον οικον του αρχιερεως. Ο δε Πετρος ηκολουθει μακροθεν. |
55 І коли вони розклали вогонь посеред двору та посідали вкупі, сів і Петро між ними. | 55 Αφου δε αναψαντες πυρ εν τω μεσω της αυλης συνεκαθησαν, εκαθητο ο Πετρος εν μεσω αυτων. |
56 Побачила його одна слугиня, як він сидів біля багаття і, приглянувшись до нього пильно, каже «І цей з ним був!» | 56 Ιδουσα δε αυτον μια τις δουλη καθημενον προς το φως και ενατενισασα εις αυτον, ειπε? Και ουτος ητο μετ' αυτου. |
57 А він відрікся, кажучи «Не знаю його, жінко!» | 57 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Γυναι, δεν γνωριζω αυτον. |
58 Та трохи згодом другий, побачивши його «І ти з них», — каже. Але Петро відповів «Ні, чоловіче!» | 58 Και μετ' ολιγον αλλος τις ιδων αυτον, ειπε? Και συ εξ αυτων εισαι. Ο δε Πετρος ειπεν? Ανθρωπε, δεν ειμαι. |
59 А по якійсь годині хтось інший почав наполегливо казати «Справді, і цей з ним був! До того він і з Галилеї!» | 59 Και αφου επερασεν ως μια ωρα, αλλος τις διισχυριζετο, λεγων? Επ' αληθειας και ουτος μετ' αυτου ητο? διοτι Γαλιλαιος ειναι. |
60 Петро озвавсь «Не знаю, чоловіче, що ти кажеш.» І зараз, як він говорив ще, заспівав півень. | 60 Ειπε δε ο Πετρος? Ανθρωπε, δεν εξευρω τι λεγεις. Και παρευθυς, ενω αυτος ελαλει ετι, εφωναξεν ο αλεκτωρ. |
61 І Господь, обернувшись, глянув на Петра, і згадав Петро Господнє слово, коли Господь йому сказав «Петре, перше, ніж півень заспіває, ти мене відречешся тричі.» | 61 Και στραφεις ο Κυριος ενεβλεψεν εις τον Πετρον, και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Κυριου, οτι ειπε προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, θελεις με απαρνηθη τρις. |
62 І, вийшовши звідти, заплакав гірко. | 62 Και εξελθων εξω ο Πετρος εκλαυσε πικρως. |
63 Тим часом люди, що держали його, б’ючи його, над ним знущалися | 63 Και οι ανδρες οι κρατουντες τον Ιησουν ενεπαιζον αυτον δεροντες, |
64 і, накривши, питали його «Пророкуй, хто той, що вдарив тебе» | 64 και περικαλυψαντες αυτον ερραπιζον το προσωπον αυτου και ηρωτων αυτον, λεγοντες? Προφητευσον τις ειναι οστις σε εκτυπησε; |
65 І багато іншого, глузуючи, говорили на нього. | 65 Και αλλα πολλα βλασφημουντες ελεγον εις αυτον. |
66 Якже настав день, зібралася рада старших народу, первосвященики та книжники; і привели його на суд свій | 66 Και καθως εγεινεν ημερα, συνηχθη το πρεσβυτεριον του λαου, αρχιερεις τε και γραμματεις, και ανεβιβασαν αυτον εις το συνεδριον αυτων, λεγοντες? |
67 і казали «Коли ти — Христос, скажи нам.» Він відповів їм «Коли скажу вам, ви не повірите; | 67 Συ εισαι ο Χριστος; ειπε προς ημας? ειπε δε προς αυτους. Εαν σας ειπω, δεν θελετε πιστευσει, |
68 а якщо вас спитаю, ви не відповісте. | 68 εαν δε και ερωτησω, δεν θελετε μοι αποκριθη ουδε θελετε με απολυσει? |
69 Віднині Син Чоловічий сидітиме по правиці Божої Сили.» | 69 απο του νυν θελει εισθαι ο Υιος του ανθρωπου καθημενος εκ δεξιων της δυναμεως του Θεου. |
70 А всі сказали «То, значить, ти Син Божий» Він сказав до них «Самі ж кажете, що я.» | 70 Ειπον δε παντες? Συ λοιπον εισαι ο Υιος του Θεου; Ο δε ειπε προς αυτους? Σεις λεγετε οτι εγω ειμαι. |
71 «Навіщо нам ще свідки», — сказали ті, — «самі ми чули з уст його.» | 71 Οι δε ειπον? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυριας; διοτι ημεις αυτοι ηκουσαμεν απο του στοματος αυτου. |