Livro dos Salmos 41
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
SAGRADA BIBLIA | LXX |
---|---|
1 Ao mestre de canto. Salmo de Davi. Feliz quem se lembra do necessitado e do pobre, porque no dia da desgraça o Senhor o salvará. | 1 εις το τελος εις συνεσιν τοις υιοις κορε |
2 O Senhor há de guardá-lo e o conservará vivo, há de torná-lo feliz na terra e não o abandonará à mercê de seus inimigos. | 2 ον τροπον επιποθει η ελαφος επι τας πηγας των υδατων ουτως επιποθει η ψυχη μου προς σε ο θεος |
3 O Senhor o assistirá no leito de dores, e na sua doença o reconfortará. | 3 εδιψησεν η ψυχη μου προς τον θεον τον ζωντα ποτε ηξω και οφθησομαι τω προσωπω του θεου |
4 Quanto a mim, eu vos digo: Piedade para mim, Senhor; sarai-me, porque pequei contra vós. | 4 εγενηθη μοι τα δακρυα μου αρτος ημερας και νυκτος εν τω λεγεσθαι μοι καθ' εκαστην ημεραν που εστιν ο θεος σου |
5 Meus inimigos falam de mim maldizendo: Quando há de morrer e se extinguir o seu nome? | 5 ταυτα εμνησθην και εξεχεα επ' εμε την ψυχην μου οτι διελευσομαι εν τοπω σκηνης θαυμαστης εως του οικου του θεου εν φωνη αγαλλιασεως και εξομολογησεως ηχου εορταζοντος |
6 Se alguém me vem visitar, fala hipocritamente. Seu coração recolhe calúnias e, saindo fora, se apressa em divulgá-las. | 6 ινα τι περιλυπος ει ψυχη και ινα τι συνταρασσεις με ελπισον επι τον θεον οτι εξομολογησομαι αυτω σωτηριον του προσωπου μου ο θεος μου |
7 Todos os que me odeiam murmuram contra mim, e só procuram fazer-me mal. | 7 προς εμαυτον η ψυχη μου εταραχθη δια τουτο μνησθησομαι σου εκ γης ιορδανου και ερμωνιιμ απο ορους μικρου |
8 Um mal mortal, dizem eles, o atingiu; ei-lo deitado, para não mais se levantar. | 8 αβυσσος αβυσσον επικαλειται εις φωνην των καταρρακτων σου παντες οι μετεωρισμοι σου και τα κυματα σου επ' εμε διηλθον |
9 Até o próprio amigo em que eu confiava, que partilhava do meu pão, levantou contra mim o calcanhar. | 9 ημερας εντελειται κυριος το ελεος αυτου και νυκτος ωδη παρ' εμοι προσευχη τω θεω της ζωης μου |
10 Ao menos vós, Senhor, tende piedade de mim; erguei-me, para eu lhes dar a paga que merecem. | 10 ερω τω θεω αντιλημπτωρ μου ει δια τι μου επελαθου ινα τι σκυθρωπαζων πορευομαι εν τω εκθλιβειν τον εχθρον μου |
11 Nisto verei que me sois favorável, se meu inimigo não triunfar de mim. | 11 εν τω καταθλασαι τα οστα μου ωνειδισαν με οι θλιβοντες με εν τω λεγειν αυτους μοι καθ' εκαστην ημεραν που εστιν ο θεος σου |
12 Vós, porém, me conservareis incólume, e na vossa presença me poreis para sempre. | 12 ινα τι περιλυπος ει ψυχη και ινα τι συνταρασσεις με ελπισον επι τον θεον οτι εξομολογησομαι αυτω η σωτηρια του προσωπου μου ο θεος μου |
13 Bendito seja o Senhor, Deus de Israel, de eternidade em eternidade! Assim seja! Assim seja! |