Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Marcus 15


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Et confestim mane consilium facientes summi sacerdotes cum senioribus, et scribis, et universo concilio, vincientes Jesum, duxerunt, et tradiderunt Pilato.1 Και ευθυς το πρωι συνεβουλευθησαν οι αρχιερεις μετα των πρεσβυτερων και γραμματεων και ολον το συνεδριον, και δεσαντες τον Ιησουν εφεραν και παρεδωκαν εις τον Πιλατον.
2 Et interrogavit eum Pilatus : Tu es rex Judæorum ? At ille respondens, ait illi : Tu dicis.2 Και ηρωτησεν αυτον ο Πιλατος? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον? Συ λεγεις.
3 Et accusabant eum summi sacerdotes in multis.3 Και κατηγορουν αυτον οι αρχιερεις πολλα.
4 Pilatus autem rursum interrogavit eum, dicens : Non respondes quidquam ? vide in quantis te accusant.4 Ο δε Πιλατος παλιν ηρωτησεν αυτον, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; ιδε ποσα σου καταμαρτυρουσιν.
5 Jesus autem amplius nihil respondit, ita ut miraretur Pilatus.5 Ο δε Ιησους ετι δεν απεκριθη ουδεν, ωστε ο Πιλατος εθαυμαζε.
6 Per diem autem festum solebat dimittere illis unum ex vinctis, quemcumque petissent.6 Κατα δε την εορτην απελυεν εις αυτους ενα δεσμιον, οντινα εζητουν?
7 Erat autem qui dicebatur Barrabas, qui cum seditiosis erat vinctus, qui in seditione fecerat homicidium.7 ητο δε ο λεγομενος Βαραββας δεδεμενος μετα των συνωμοτων, οιτινες εν τη στασει επραξαν φονον.
8 Et cum ascendisset turba, cœpit rogare, sicut semper faciebat illis.8 Και αναβοησας ο οχλος, ηρχισε να ζητη να καμη καθως παντοτε εκαμνεν εις αυτους.
9 Pilatus autem respondit eis, et dixit : Vultis dimittam vobis regem Judæorum ?9 Ο δε Πιλατος απεκριθη προς αυτους, λεγων? Θελετε να σας απολυσω τον βασιλεα των Ιουδαιων;
10 Sciebat enim quod per invidiam tradidissent eum summi sacerdotes.10 Επειδη ηξευρεν οτι δια φθονον παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις.
11 Pontifices autem concitaverunt turbam, ut magis Barabbam dimitteret eis.11 Οι αρχιερεις ομως διηγειραν τον οχλον να ζητησωσι να απολυση εις αυτους μαλλον τον Βαραββαν.
12 Pilatus autem iterum respondens, ait illis : Quid ergo vultis faciam regi Judæorum ?12 Και ο Πιλατος αποκριθεις παλιν, ειπε προς αυτους? Τι λοιπον θελετε να καμω τουτον, τον οποιον λεγετε βασιλεα των Ιουδαιων;
13 At illi iterum clamaverunt : Crucifige eum.13 Οι δε παλιν εκραξαν? Σταυρωσον αυτον.
14 Pilatus vero dicebat illis : Quid enim mali fecit ? At illi magis clamabant : Crucifige eum.14 Ο δε Πιλατος ελεγε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν; οι δε περισσοτερον εκραξαν? Σταυρωσον αυτον.
15 Pilatus autem volens populo satisfacere, dimisit illis Barabbam, et tradidit Jesum flagellis cæsum, ut crucifigeretur.
15 Ο Πιλατος λοιπον, θελων να καμη εις τον οχλον το αρεστον, απελυσεν εις αυτους τον Βαραββαν και παρεδωκε τον Ιησουν, αφου εμαστιγωσεν αυτον, δια να σταυρωθη.
16 Milites autem duxerunt eum in atrium prætorii, et convocant totam cohortem,16 Οι δε στρατιωται εφεραν αυτον ενδον της αυλης, το οποιον ειναι το πραιτωριον, και συγκαλουσιν ολον το ταγμα των στρατιωτων?
17 et induunt eum purpura, et imponunt ei plectentes spineam coronam.17 και ενδυουσιν αυτον πορφυραν και πλεξαντες ακανθινον στεφανον, βαλλουσι περι την κεφαλην αυτου,
18 Et cœperunt salutare eum : Ave rex Judæorum.18 και ηρχισαν να χαιρετωσιν αυτον, λεγοντες? Χαιρε, βασιλευ των Ιουδαιων?
19 Et percutiebant caput ejus arundine : et conspuebant eum, et ponentes genua, adorabant eum.19 και ετυπτον την κεφαλην αυτου με καλαμον και ενεπτυον εις αυτον, και γονυπετουντες προσεκυνουν αυτον.
20 Et postquam illuserunt ei, exuerunt illum purpura, et induerunt eum vestimentis suis : et educunt illum ut crucifigerent eum.
20 Και αφου ενεπαιξαν αυτον, εξεδυσαν αυτον την πορφυραν και ενεδυσαν αυτον τα ιματια αυτου και εφεραν αυτον εξω, δια να σταυρωσωσιν αυτον.
21 Et angariaverunt prætereuntem quempiam, Simonem Cyrenæum venientem de villa, patrem Alexandri et Rufi, ut tolleret crucem ejus.21 Και αγγαρευουσι τινα Σιμωνα Κυρηναιον διαβαινοντα, ενω ηρχετο απο του αγρου, τον πατερα του Αλεξανδρου και Ρουφου, δια να σηκωση τον σταυρον αυτου.
22 Et perducunt illum in Golgotha locum : quod est interpretatum Calvariæ locus.22 Και φερουσιν αυτον εις τον τοπον Γολγοθα, το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κρανιου τοπος.
23 Et dabant ei bibere myrrhatum vinum : et non accepit.23 Και εδιδον εις αυτον να πιη οινον μεμιγμενον με σμυρναν? αλλ' εκεινος δεν ελαβε.
24 Et crucifigentes eum, diviserunt vestimenta ejus, mittentes sortem super eis, quis quid tolleret.24 Και αφου εσταυρωσαν αυτον, διεμεριζοντο τα ιματια αυτου, βαλλοντες κληρον επ' αυτα τι εκαστος να λαβη.
25 Erat autem hora tertia : et crucifixerunt eum.25 Ητο δε ωρα τριτη και εσταυρωσαν αυτον.
26 Et erat titulus causæ ejus inscriptus : Rex Judæorum.26 Και η επιγραφη της κατηγοριας αυτου ητο επιγεγραμμενη, Ο βασιλευς των Ιουδαιων.
27 Et cum eo crucifigunt duos latrones : unum a dextris, et alium a sinistris ejus.27 Και μετ' αυτου σταυρονουσι δυο ληστας, ενα εκ δεξιων και ενα εξ αριστερων αυτου.
28 Et impleta est Scriptura, quæ dicit : Et cum iniquis reputatus est.28 Και επληρωθη η γραφη η λεγουσα? Και μετα ανομων ελογισθη.
29 Et prætereuntes blasphemabant eum, moventes capita sua, et dicentes : Vah ! qui destruis templum Dei, et in tribus diebus reædificas,29 Και οι διαβαινοντες εβλασφημουν αυτον, κινουντες τας κεφαλας αυτων και λεγοντες? Ουα, ο χαλων τον ναον και δια τριων ημερων οικοδομων,
30 salvum fac temetipsum descendens de cruce.30 σωσον σεαυτον και καταβα απο του σταυρου.
31 Similiter et summi sacerdotes illudentes, ad alterutrum cum scribis dicebant : Alios salvos fecit ; seipsum non potest salvum facere.31 Ομοιως δε και οι αρχιερεις, εμπαιζοντες προς αλληλους μετα των γραμματεων, ελεγον? Αλλους εσωσεν, εαυτον δεν δυναται να σωση.
32 Christus rex Israël descendat nunc de cruce, ut videamus, et credamus. Et qui cum eo crucifixi erant, convitiabantur ei.
32 Ο Χριστος ο βασιλευς του Ισραηλ ας καταβη τωρα απο του σταυρου, δια να ιδωμεν και πιστευσωμεν. Και οι συνεσταυρωμενοι μετ' αυτου ωνειδιζον αυτον.
33 Et facta hora sexta, tenebræ factæ sunt per totam terram usque in horam nonam.33 Οτε δε ηλθεν η εκτη ωρα, σκοτος εγεινεν εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης?
34 Et hora nona exclamavit Jesus voce magna, dicens : Eloi, eloi, lamma sabacthani ? quod est interpretatum : Deus meus, Deus meus, ut quid dereliquisti me ?34 και την ωραν την εννατην εβοησεν ο Ιησους μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Ελωι, Ελωι, λαμα σαβαχθανι; το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες;
35 Et quidam de circumstantibus audientes, dicebant : Ecce Eliam vocat.35 Και τινες των παρεστωτων ακουσαντες, ελεγον? Ιδου, τον Ηλιαν φωναζει.
36 Currens autem unus, et implens spongiam aceto, circumponensque calamo, potum dabat ei, dicens : Sinite, videamus si veniat Elias ad deponendum eum.36 Δραμων δε εις και γεμισας σπογγον απο οξους και περιθεσας αυτον εις καλαμον, εποτιζεν αυτον, λεγων? Αφησατε, ας ιδωμεν αν ερχηται ο Ηλιας να καταβιβαση αυτον.
37 Jesus autem emissa voce magna expiravit.
37 Ο δε Ιησους, εκβαλων φωνην μεγαλην, εξεπνευσε.
38 Et velum templi scissum est in duo, a summo usque deorsum.38 Και το καταπετασμα του ναου εσχισθη εις δυο απο ανωθεν εως κατω.
39 Videns autem centurio, qui ex adverso stabat, quia sic clamans expirasset, ait : Vere hic homo Filius Dei erat.
39 Ιδων δε ο εκατονταρχος ο παρισταμενος απεναντι αυτου οτι ουτω κραξας εξεπνευσεν, ειπεν? Αληθως ο ανθρωπος ουτος ητο Υιος Θεου.
40 Erant autem et mulieres de longe aspicientes : inter quas erat Maria Magdalene, et Maria Jacobi minoris, et Joseph mater, et Salome :40 Ησαν δε και γυναικες απο μακροθεν θεωρουσαι, μεταξυ των οποιων ητο και Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου του μικρου και του Ιωση, και η Σαλωμη,
41 et cum esset in Galilæa, sequebantur eum, et ministrabant ei, et aliæ multæ, quæ simul cum eo ascenderant Jerosolymam.41 αιτινες και οτε ητο εν τη Γαλιλαια ηκολουθουν αυτον και υπηρετουν αυτον, και αλλαι πολλαι, αιτινες συνανεβησαν μετ' αυτου εις Ιεροσολυμα.
42 Et cum jam sero esset factum (quia erat parasceve, quod est ante sabbatum),42 Και οτε εγεινεν ηδη εσπερα, διοτι ητο παρασκευη, τουτεστι προσαββατον,
43 venit Joseph ab Arimathæa nobilis decurio, qui et ipse erat exspectans regnum Dei, et audacter introivit ad Pilatum, et petiit corpus Jesu.43 ηλθεν Ιωσηφ ο απο Αριμαθαιας, εντιμος βουλευτης, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου, και τολμησας εισηλθε προς τον Πιλατον και εζητησε το σωμα του Ιησου.
44 Pilatus autem mirabatur si jam obiisset. Et accersito centurione, interrogavit eum si jam mortuus esset.44 Ο δε Πιλατος εθαυμασεν αν ηδη απεθανε? και προσκαλεσας τον εκατονταρχον, ηρωτησεν αυτον αν προ πολλου απεθανε?
45 Et cum cognovisset a centurione, donavit corpus Joseph.45 και μαθων παρα του εκατονταρχου, εχαρισε το σωμα εις τον Ιωσηφ.
46 Joseph autem mercatus sindonem, et deponens eum involvit sindone, et posuit eum in monumento quod erat excisum de petra, et advolvit lapidem ad ostium monumenti.46 Και ουτος, αγορασας σινδονα και καταβιβασας αυτον, ετυλιξε με την σινδονα και εθεσεν αυτον εν μνημειω, το οποιον ητο λελατομημενον εκ πετρας, και προσεκυλισε λιθον επι την θυραν του μνημειου.
47 Maria autem Magdalene et Maria Joseph aspiciebant ubi poneretur.47 Η δε Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιωση εβλεπον που τιθεται.